Συνολικές προβολές σελίδας

8ο Γυμνάσιο Λάρισας: Πρόγραμμα σχολικού έτους 2008-2009: Ο άλλοτε αργυροδίνης Πηνειός: Η διατάραξη του οικοσυστήματός του

Υπεύθυνοι καθηγητές: Μέκρα Βασιλική
Μπαζούκη Αποστολία, Παναγιώτου Αλεξάνδρα



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στις 12/01/2009 συγκροτήσαμε μια ομάδα και αποφασίσαμε ν' ασχοληθούμε μ' ένα θέμα περιβαλλοντικό. Βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον το πρόβλημα που ανέκυψε με το ποτάμι της πόλης μας, τον Πηνειό, μια και το σχολείο μας βρίσκεται δίπλα σ' αυτό, καθώς και οι κατοικίες των περισσότερων από μας. Έτσι σκεφτήκαμε ν' ασχοληθούμε μ' αυτό, να ρωτήσουμε, να ψάξουμε, να βρούμε: Τι γίνεται με το ποτάμι μας; Πώς ήταν άλλοτε; Πώς είναι τώρα; Τι φταίει; και άλλα πολλά. Δώσαμε λοιπόν στο πρόγραμμά μας το όνομα «Ο άλλοτε αργυροδίνης Πηνειός: Η διατάραξη του οικοσυστήματός του». Αργυροδίνη ποταμό χαρακτήρισε τον Πηνειό ο Όμηρος, γιατί οι δίνες του (=τα νερά του) ήταν αργυρά, ασημένια δηλαδή ολακάθαρα.
Μετά χωριστήκαμε σε ομάδες: 1) Τα χέλια, που θ' ασχολούνταν με την ιχθυοπανίδα, 2) Τους ερωδιούς, που θ' ασχολούνταν με την πτηνοπανίδα, 3)Τα νούφαρα, που θα μελετούσαν τη χλωρίδα της περιοχής και τους 4) οικολόγους, που θα προσπαθούσαν να σώσουν το ποτάμι από τη ρύπανση.
Μετά ριχτήκαμε στη δουλειά, ψάξαμε, μελετήσαμε, ρωτήσαμε και μάθαμε ότι:



Ο ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ ΣΤΗ ΦΥΣΗ
Λέγοντας κύκλο του νερού στη φύση εννοούμε τη διαδικασία κατά την οποία η ποσότητα του νερού που είναι στον πλανήτη και που είναι γενικά σταθερή, αλλάζει κατάσταση και κυκλοφορεί στην ατμόσφαιρα, στην ξηρά και στη θάλασσα σε ένα συνεχή κύκλο. Το νερό με την υγρή του μορφή βρίσκεται στους ωκεανούς, στις λίμνες, στα ποτάμια, στους πάγους και στο έδαφος. Με τη βοήθεια της θερμότητας μετατρέπεται σε υδρατμούς και μεταφέρεται με μορφή νεφών πάνω από τις θάλασσες και τις στεριές. Μετατρέπεται πάλι σε υγρό και πέφτει ως βροχή και έτσι ξαναμπαίνει στις λίμνες, στα ποτάμια, στους ωκεανούς και στο έδαφος για να ξαναρχίσει την ίδια ασταμάτητη διαδικασία.
Σχηματικά μπορούμε να περιγράψουμε αυτή τη διαδικασία ως εξής:
1. Εξάτμιση του νερού (με τη βοήθεια της θερμότητας)
Μετατροπή σε αέριο (υδρατμός)
Ταξίδι με τη μορφή νεφών
Συμπύκνωση σε
• σταγόνες νερού
• νιφάδες χιονιού
• παγοκρυστάλλους χαλαζιού
• σταγόνες δροσιάς
• κρυστάλλους πάχνης
Πέσιμο στην επιφάνεια της γης, στις λίμνες στις θάλασσες και στους ωκεανούς.
2. Το νερό που πέφτει με μορφή κατακρημνισμάτων
• ένα μέρος εξατμίζεται πριν φτάσει στην επιφάνεια της γης και ξαναγυρίζει στην ατμόσφαιρα με τη μορφή υδρατμών
• μια άλλη ποσότητα νερού ρέει στην επιφάνεια του εδάφους (επιφανειακή απορροή) σχηματίζοντας ρυάκια, χείμαρρους, ποτάμια, που καταλήγει στις λίμνες, θάλασσες, ωκεανούς
• μια άλλη φτάνει στην επιφάνεια της γης και αρχίζει να εισχωρεί αργά στο έδαφος
3. Το νερό που εισχωρεί στο έδαφος
• ένα μέρος απορροφάται από τις ρίζες των φυτών
• ένα άλλο επιστρέφει στην ατμόσφαιρα με μορφή υδρατμών, μέσω της διαπνοής των φυτών
• και ένα τρίτο, ταξιδεύει υπόγεια, σχηματίζοντας τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Αυτό κινείται αργά προς τη θάλασσα ή καμιά φορά εμφανίζεται στην επιφάνεια του εδάφους με τη μορφή πηγής.


ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Ο ΠΗΝΕΙΟΣ;

Ο Πηνειός της Θεσσαλίας είναι ο δεύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας με μήκος 257 χιλιόμετρα. Το όλο σύστημα του ποταμού χωρίζεται σε τρία ευδιάκριτα τμήματα: στο ορεινό, που αρχίζει από τις πηγές του και τελειώνει περίπου στη γέφυρα της Σαρακήνας, στο πεδινό τμήμα, που ξεκινά από τη γέφυρα της Σαρακήνας και φθάνει έως τη γέφυρα των Τεμπών και στο δέλτα του. Σχηματίζεται από τη συνένωση πολλών ρεμάτων, στα σύνορα της Θεσσαλίας με την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Το κυριότερο ρέμα ξεκινά από τη θέση ζυγός της οροσειράς της Πίνδου, κοντά στο χωριό Μαλακάσι και γι’ αυτό λέγεται Μαλακασιότικο ρέμα. Κατεβαίνει από την Πίνδο και στη θέση Μουργκάνι δέχεται τα νερά του ομώνυμου παραποτάμου που προέρχεται από τα Χάσια. Στη συνέχεια εισέρχεται στη λεκάνη της Θεσσαλίας, δυτικά της Καλαμπάκας όπου δέχεται διαδοχικά τους παραποτάμους Ληθαίο, Πάμισο και Ενιπέα. Δέχεται επίσης μέρος των νερών του Αχελώου, μέσω της τεχνητής λίμνης που σχηματίστηκε με το φράγμα Ταυρωπού στην Καρδίτσα. Κατόπιν ο Πηνειός εισέρχεται στην πεδιάδα της Λάρισας. Κατευθυνόμενος προς τον Κάτω Όλυμπο και με μαιανδρική πορεία περνάει από τη Λάρισα και δέχεται, στα στενά της Ροδιάς τα νερά του παραποτάμου Τιταρήσιου. Περνάει μέσα από την κοιλάδα των Τεμπών, μεταξύ Ολύμπου και Όσσας και αφού δεχτεί τα νερά των πηγών Δάφνης και Αφροδίτης καταλήγει στο Αιγαίο Πέλαγος σχηματίζοντας μικρό δέλτα, μεταξύ Πλαταμώνα και Στομίου. Πριν από λίγα χρόνια όλη σχεδόν την περιοχή του δέλτα κάλυπταν ωραιότατα πολύξυλα παρόχθια δάση από πλατάνια, σκλήθρα, φράξους, χνουδωτές δρυς, φτελιές, ασπρολεύκες και άγριες ιτιές. Στις εκβολές του ποταμού κυριαρχούσαν οι καλαμώνες. Στο παρελθόν, πριν πραγματοποιηθούν τα αντιπλημμυρικά έργα της Θεσσαλίας, τόσο ο Πηνειός όσο και οι παραπόταμοι υπερχείλιζαν σχεδόν κάθε έτος και κατέκλυζαν το μεγαλύτερο μέρος της θεσσαλικής πεδιάδας, εναποθέτοντας την ύλη που μετέφεραν από την ορεινή περιοχή, η οποία αποτελούσε το λίπασμα των θεσσαλικών χωραφιών. Η λίμνη Κάρλα, αποξηραμένη σήμερα, διατηρούνταν επίσης χάρη στις πλημμύρες του Πηνειού. Κατά μήκος της κοίτης του ποταμού αναπτύσσονταν ωραιότατα παρόχθια υδροχαρή δάση από πλατάνια, ασπρολεύκες, ιτιές, σκλήθρα, φράξους, φτελιές, και χνουδωτή δρυ.



ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
Κατά την Ελληνική Μυθολογία ο Πηνειός ήταν γιος του Ωκεανού και της Τιθύος, όπως όλοι άλλωστε οι ποταμοί κατά την ιδεοανθρωπόμορφη τότε αντίληψη. Κατά την μυθολογία ο Πηνειός κατοίκησε στη Θεσσαλία και κατέστησε τον ποταμό επώνυμό του. Από την Κρέουσα (πηγή), την κόρη του Ουρανού και της Γης, απέκτησε ένα γιό (παραπόταμο), τον Υψέα, βασιλέα των Λαπιθών, (που υδροδοτούσε την περιοχή των Λαπιθών), και μία κόρη (πηγή εκ των υδάτων του), την Στίλβη, μητέρα του Λαπίθου και του Κενταύρου. Κατ΄ άλλο μύθο ήταν πατέρας της νύμφης Δάφνης, την οποία αργότερα κυνήγησε ο θεός Απόλλωνας και όταν την έφθασε αυτή μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό. Κατά τον Παυσανία γιος του Πηνειού ήταν και ο Ανδρεύς ο οποίος ερχόμενος από τη Θεσσαλία στον Ορχομενό της Βοιωτίας αποκάλεσε την γύρω χώρα "Ανδρηΐδα γην".


ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

ΨΑΡΑΔΕΣ
Ο Πηνειός διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξελικτική πορεία των κατοίκων της περιοχής της Θεσσαλίας. Το όνομά του συνδέθηκε με έναν ολόκληρο πολιτισμό που δημιουργήθηκε στις περιοχές που διαρρέει. Επίσης συνδέθηκε με τη δημιουργία και την ανάπτυξη πολλών επαγγελμάτων. Ένα από αυτά ήταν το επάγγελμα του ψαρά. Η ψαρική τέχνη εμφανίστηκε στην περιοχή του Πηνειού, από τη στιγμή που αναπτύχθηκαν, πριν από αρκετές χιλιετίες, οι πρώτοι οικισμοί. Αυτό μαρτυρούν διάφορα εργαλεία και σύνεργα ψαρικής που ανακαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών σε διάφορες θέσεις στην ευρύτερη περιοχή του ποταμού. Οι κάτοικοι των παράκτιων κυρίως περιοχών είχαν την ευκαιρία να ασχοληθούν με το ψάρεμα κυρίως ερασιτεχνικά αλλά και επαγγελματικά. Οι ψαράδες του Πηνειού ήταν κυρίως γεωργοί και κτηνοτρόφοι που με το ψάρεμα αποκτούσαν μια διέξοδο στην καθημερινότητά τους, ένα χόμπι, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζαν και ένα δεύτερο εισόδημα για την οικογένειά τους. Τα ψάρια που κυριαρχούσαν στον Πηνειό ήταν τα χέλια, οι καραβίδες, οι τούρνες, τα σαζάνια, τα σύρτια, οι σαρδέλες και οι γουλιανοί. Η μείωση και η ρύπανση των νερών του Πηνειού, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των ψαριών και μάλιστα ορισμένα είδη έως εξαφανίσεως. Ο γουλιανός, το ψάρι βασιλιάς, χάθηκε σχεδόν. Πού είναι τα νόστιμα σαζάνια και τα παχιά χέλια; Οι γυναίκες είχαν τον τρόπο του σαν τα μαγείρευαν! Και τέτοια νοστιμιά δε μα τα έγινε! Αλλά και οι ψαράδες επινοούσαν συνεχώς καινούριες τεχνικές και σύνεργα για το ψάρεμα προσαρμοσμένα στην εκάστοτε φυσική κατάσταση του ποταμού. Τα ψάρια θέλουν ποτάμι με άφθονο νερό, μα προπαντός θέλουν το νερό στη φυσική του κατάσταση, καθαρό, έλεγαν οι παλιοί ψαράδες του Πηνειού. Αγκίστρια, πετονιές, κρεμαστά, δίχτυα, νταούλι, πεζόβολο, κοφίνι, πόχες και η βάρκα ήταν σπουδαία και χρήσιμα εργαλεία για αυτούς.
Η βάρκα ήταν ελαφριά και ευέλικτη και κινούνταν με την ώθηση που έδινε ο ψαράς χτυπώντας τα νερά με το κουπί. Είχε σχήμα ατρακτοειδές με μήκος 6 μέτρα και πλάτος 1 μέτρο στην μέση που όλο και στένευε για να καταλήξει τα 8 εκατοστά στα άκρα. Είχε επίπεδο πάτο με μια μικρή ανύψωση στις πρύμνες ώστε να μπορεί να γλιστράει με μεγαλύτερη άνεση στο ποτάμι. Η βάρκα πριν τη χρήση της χρειάζονταν πίσσωμα το οποίο έκανε μόνος του ο ψαράς. Το ίδιο γινόταν και κάθε Σεπτέμβρη για συντήρηση. Μια βάρκα που συντηρούνταν καλά είχε πάνω από 10 χρόνια ζωής. Το κουπί που είχε μήκος 1,20 εκατοστά δεν πισσωνόταν. Ο ψαράς μετακινούνταν με τη βάρκα έριχνε τα δίχτυα και τα αγκίστρια στο ποτάμι. Ακόμη με αυτή μετέφερε από την όχθη όλα τα υλικά που του χρειάζονταν για να στήσει το νταϊλιάνι μέσα στο νερό. Δυστυχώς η ποταμίσια βάρκα τείνει να εξαφανιστεί.
Το νταούλι ήταν από τα πιο εύχρηστα δίχτυα των ψαράδων σε όλη τη διάρκεια το χρόνου. Αποτελούνταν από την παγίδα, ένα δίχτυνο τμήμα που στο εσωτερικό του σχημάτιζε λαβύρινθο. Εκεί μέσα παγιδεύονταν τα ψάρια.
Το πεζόβολο ήταν μια ομπρέλα δίχτυνη, που το μήκος της έφτανε τα 2 μέτρα. Αποτελούσε έναν από τους γραφικότερους τρόπους ψαρέματος στον Πηνειό. Ο ψαράς έριχνε τα άλλα εργαλεία του, αγκίστρια, δίχτυα και νταούλια και έφευγε. Γύριζε την άλλη μέρα να τα μαζέψει. Το πεζόβολο δεν το άφηνε από τα χέρια του όση ώρα ψάρευε μ' αυτό. Κάθε ψαράς είχε τα μεγάλα πεζόβολα κι ένα μικρό για να πιάνει μικρά ψαράκια-δολώματα.
Το νταϊλιάνι ήταν έργο που το κατασκεύαζαν οι ψαράδες μέσα στο ποτάμι για να παγιδεύουν τα ψάρια. Η κατασκευή του ήταν αρκετά δύσκολη γι' αυτό και δημιουργήθηκαν και συνεταιρισμοί μεταξύ δύο ή και περισσοτέρων ψαράδων με σκοπό την καλύτερη εκμετάλλευση των ποταμίσιων ψαριών. Αφού διάλεγαν το κατάλληλο μέρος, το στήθωμα, έστηναν το καλαμωτό, μια διάτρητη σχάρα από ξύλα, μέσα στο ποτάμι. Η σχάρα είχε μεγάλη κλίση και από τη μια πλευρά ακουμπούσε στο βυθό ενώ από την άλλη απείχε και 1 μέτρο από την επιφάνεια του νερού. Στην συνέχεια ύψωναν τα φράγματα, τα οποία κατασκεύαζαν από ακατέργαστες πέτρες που τις μάζευαν από τα ποτάμι. Οι πέτρες αυτές άφηναν το νερό να περνάει ανάμεσά τους και οδηγούσαν τα ψάρια στο καλαμωτό όπου και παγιδεύονταν. Το τελευταίο νταϊλάνι που εξακολουθεί να διατηρείται βρίσκεται στη θέση Καλαμάκι, στο Δαμάσι, χωριό του Τυρνάβου.
Η φυλακή ήταν ένα κλουβί από δίχτυ, όπου ο ψαράς φύλαγε ζωντανά τα ψάρια που έπιανε και είχε τη δυνατότητα να τα κρατήσει ζωντανά και τρείς μέρες, μέχρι να τα πουλήσει.
ΝΕΡΟΥΛΑΔΕΣ (ΣΑΚΑΔΕΣ)
Ο Πηνειός ήταν από παλιά άρρηκτα συνδεδεμένος με τη ζωή των κατοίκων των περιοχών που διέρρεε. Και αυτό επειδή τους τροφοδοτούσε με νερό που είναι πηγή ζωής για τον άνθρωπο. Η Λάρισα ήταν μια από τις περιοχές που υδρευόταν απευθείας από τον Πηνειό. Σε κάποια επιλεγμένα σημεία της κοίτης του ποταμού κατασκευάστηκαν πλακόστρωτες αποβάθρες, οι λεγόμενες σκάλες, που διευκόλυναν το κατέβασμα των ανθρώπων και των ζώων στο ποτάμι για υδροληψία. Οι άνθρωποι που είχαν αναλάβει αυτή τη δουλειά, δηλαδή να προμηθεύουν με νερό τους Λαρισαίους, λέγονταν νερουλάδες ή διαφορετικά σακάδες και σακατζήδες. Αυτοί γέμιζαν δερμάτινους ασκούς χωρητικότητας 50 με 60 κιλά ο καθένας. Τους ασκούς τους φόρτωναν σε ζώα και κατόπιν περιέφεραν το νερό στους δρόμους της πόλης, για να το πουλήσουν. Υπάρχουν αναφορές που μαρτυρούν ότι η συμπεριφορά των σακάδων, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες που οι ανάγκες σε νερό ήταν αυξημένες, δεν ήταν η καλύτερη. Γινόντουσαν αυταρχικοί και κατά κανόνα πληρώνονταν ακριβότερα τα καλοκαίρια. Όσον αφορά την ποιότητα των νερών του Πηνειού δεν ήταν η καλύτερη. Οι σακάδες, για να αποφεύγουν κατά το γέμισμα των σάκων με νερό τα ξένα σώματα, έβαζαν φύλλα δέντρων στο στόμιο του σάκου. Φυσικά αυτό απέτρεπε να περνούν στο σάκο βατράχια ή άλλα μεγάλα ξένα σώματα με τίποτα όμως δεν απέτρεπε την άμμο όταν το ποτάμι ήταν θολό. Για τα μικρόβια δεν υπήρχε κανένας τρόπος προστασίας. Αποτέλεσμα ήταν ο κοιλιακός τύφος που προσέβαλε το 35% τουλάχιστον των κατοίκων, ιδίως τα καλοκαίρια, χώρια οι δυσεντερίες και άλλες ενοχλήσεις. Στη δεκαετία 1920-1930 πέθαναν από τύφο 1.038 άτομα σε πληθυσμό 32.000. Δηλαδή αυτή την περίοδο πέθαινε ένας Λαρισαίος ανά τρεις ημέρες από κακή ύδρευση. Αργότερα για τη μεταφορά και τη διανομή του νερού, χρησιμοποιήθηκαν βαρέλια πάνω σε ρόδες που απαιτούσαν λιγότερο κόπο.
Αργότερα, γύρω στα 1930 έγινε στην πόλη της Λάρισας ο Υδατόπυργος. Εκεί αποθηκεύονταν το νερό που αντλούνταν από το ποτάμι και κατόπιν με κατάλληλο δίκτυο σωλήνων έφτανε στους καταναλωτές. Ο Υδατόπυργος υπάρχει και σήμερα στην περιοχή των εγκαταστάσεων της Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης και Αποχέτευσης Λάρισας (ΔΕΥΑΛ). Η Λάρισα όμως από το 1990 δεν υδρεύεται από τον Πηνειό. Και αυτό επειδή πρώτον η ποσότητα δεν καλύπτει τις ανάγκες της πόλης, αλλά και η ποιότητα των νερών του ποταμού δεν είναι κατάλληλη λόγω ρύπανσής του από τα αστικά, βιομηχανικά και γεωργικά λύματα και απόβλητα της περιοχής. Το νερό που χρησιμοποιείται για την ύδρευση της πόλης προέρχεται από γεωτρήσεις που έγιναν σε γειτονικές περιοχές και συγκεκριμένα στην περιοχή του Αμπελώνα και που ήταν επιτυχείς
ΣΑΛΤΖΗΔΕΣ
Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό ότι τα νερά του ποταμού Πηνειού χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά ξυλείας. Στο παρελθόν, λόγω της έλλειψης οδικού δικτύου και κατάλληλων μηχανικών μέσων μεταφοράς, η μεταφορά ξύλων γινόταν με ζώα. Όταν όμως οι κορμοί ήταν αρκετά μεγάλοι και δεν μπορούσαν να σχιστούν στα νεροπρίονα, μεταφέρονταν με τα νερά του ποταμού. Φυσικά αυτή η μεταφορά ήταν δύσκολη, επικίνδυνη και απαιτούσε μια συγκεκριμένη τεχνική από τα άτομα που την πραγματοποιούσαν. Αυτά τα άτομα, οι ξυλοκόποι, ονομάζονταν σαλτζήδες που κυρίως ήταν βλαχόφωνοι από τα χωριά της Καλαμπάκας. Η μεταφορά γινόταν την Άνοιξη και το Φθινόπωρο όταν η στάθμη του νερού ήταν ανεβασμένη και κάπως σταθερή. Όταν το ποτάμι υπερχείλιζε, αποφεύγανε τη μεταφορά, επειδή υπήρχε κίνδυνος τα ξύλα να φρακάρουν και να προκαλέσουν πλημμύρα ή να παρασυρθούν από τα νερά και να διασκορπιστούν σε χωράφια ή και να τα πάρουν τρίτοι. Ανάλογα με την ποσότητα του νερού και τη ροή του ποταμού δημιουργούσαν διάφορους σχηματισμούς-πολλές φορές τα έκαναν να σχηματίζουν σχεδία-. Οι σχεδίες αυτές έπλεαν σε αρκετή απόσταση η μία από την άλλη, για την αποφυγή συγκρούσεων και συμφόρησης στο ποτάμι. Οι συνεχείς όμως μεταφορές ξύλων μέσω του ποταμού προκάλεσαν, με τον καιρό, καταρρεύσεις χωμάτων με συνέπεια να απλωθεί η κοίτη του Πηνειού. Η μεταφορά ξύλων με αυτόν τον τρόπο στον Πηνειό σταμάτησε πριν από το 1940 και την ανέλαβαν τα φορτηγά αυτοκίνητα. Μεταφορά ξυλείας με τα νερά του Πηνειού ποταμού εκτός από την περιοχή της Καλαμπάκας γινόταν και σε μια συνοικία της Λάρισας, στα Σάλια, κοντά στον Άγιο Αθανάσιο. Εκεί κατοικούσαν οι περισσότεροι σαλτζήδες από τους οποίους πήρε και το όνομα η συνοικία.
ΜΥΛΟΙ
Εκτός από τα επαγγέλματα που αναφέρθηκαν και που είναι συνυφασμένα με τον Πηνειό ποταμό, έχουμε και τη δημιουργία μύλων. Οι πιο γνωστοί μύλοι που στήθηκαν στις όχθες του Πηνειού, είναι ο μύλος του Ιατρίδη και ο μύλος του Παπά (γνωστό πια πολιτιστικό κέντρο της πόλης μας).
ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ
Ένα από τα κύρια επαγγέλματα που δημιουργήθηκαν στις παραπήνειες περιοχές ήταν η καλαθοπλεκτική. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη πολλών καλαμιών που υπήρχαν στην περιοχή.


ΧΛΩΡΙΔΑ & ΠΑΝΙΔΑ ΠΗΝΕΙΟΥ

Η χλωρίδα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη φυτών και η βλάστηση δημιουργεί έναν εντυπωσιακό μεγάλο αριθμό φυτοκοινωνικών μονάδων που κατατάσσονται σε πέντε μεγάλες κατηγορίες: α) δάση από πλατάνι, σκλήθρο, φράξο, φτελιά, δρυ και άγρια ιτιά, β) θαμνώνες από αρμυρίκια, γ) θαμνώνες από παλιούρι, δ) καλαμώνες και τέλος ε) αλοφυτική, αμμόφιλη και άλλη βλάστηση.
Πλάτανος: Ο πλάτανος είναι αγγειόσπερμο, δικότυλο, μακρόβιο φυτό της οικογένειας πλατανίδες με 10 είδη μεγάλων δέντρων φυλλοβόλων, της Ανατολικής Ευρώπης, της Ασίας και της βορείου Αμερικής. Ο φλοιός του δέντρου είναι λεπιδώδης, τα φύλλα και τα παράφυλλα είναι μεγάλα, τα άνθη μονογενή, ανεμόγαμα σε διαφορετικές ταξιανθίες κυρίως σφαιρικές. Ο καρπός είναι μικρός, σφαιρικός, σκληρός και φέρει θύσανο τριχών. Το ψηλότερο είδος είναι ο Αμερικανικός πλάτανος ξεπερνώντας σε ύψος τα 50 μέτρα. Καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό φυτό για τη σκιά του και τη ξυλεία του. Ο κοινός πλάτανος βρίσκεται στην Νοτιοανατολική Ευρώπη μέχρι την Ινδία σαν αυτοφυής, αλλά καλλιεργείται κιόλας για τη σκιά του σε φυτώρια, κυρίως στη Βαλκανική χερσόνησο. Αυτός μπορεί να φτάσει και τα 30 μέτρα σε ύψος, ο κορμός του είναι χοντρός φτάνοντας σε διάμετρο και τα 4 μέτρα. Οι πολύσπερμοι καρποί του είναι αγκαθωτοί. Το είδος αυτό απαντά αυτοφυές στην Ελλάδα και το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας. Η επεξεργασία του μπορεί να γίνει όταν είναι νωπό και χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή κιβωτίων συσκευασίας, την τορνευτική και ελάχιστα στην επιπλοποιία. Βρίσκεται σε ρεματιές, χαράδρες, κοντά σε ποταμούς, χείμαρρους, λίμνες, πηγές, αφού αρέσκεται στα υγρά εδάφη. Ο πλάτανος είναι συνδεδεμένος με πολλές παραδόσεις ενώ μεγάλα μακρόβια πλατάνια έχουν μείνει ονομαστά. Τέτοια είναι ο πλάτανος του Ιπποκράτη στην Κω, όπου φύλλα του μαζί με σκόρδο, κυδώνι, σταφύλι και ρόδι δημιουργούν μια αρμαθιά που λέγεται «αρκιχρονιά», έθιμο κάθε 1η Σεπτεμβρίου, αρχή του Εκκλησιαστικού έτους. Ακόμα, ο πλάτανος της μονής του Αγίου Γερασίμου στην Κεφαλονιά, που οι προσκυνητές παίρνουν φύλλα του για φυλακτό, ο πλάτανος δίπλα στο ιστορικό γεφύρι της Άρτας, όπου λέγεται ότι ο Αλή πασάς κρέμαγε από τα κλαδιά του τους χριστιανούς. Πολλά χωριά και τοποθεσίες έχουν ονομασίες σχετικές όπως Πλατανόβρυση, Πλατάνα, Πλατανάκια, Πλάτανος και άλλα.
Ιτιά: Η Ιτιά ανήκει στην τάξη Σαλικώδη και στην οικογένεια Σαλικίδες και περιλαμβάνει 330 περίπου είδη δέντρων και θάμνων των εύκρατων κυρίως αλλά και ψυχρών περιοχών της γης. Τα δέντρα βρίσκονται κυρίως κοντά σε ποτάμια, χείμαρρους ή ρυάκια τα δε μικρά δέντρα και οι θάμνοι σε βουνά , βραχώδη εδάφη και ορισμένα είδη σε αρκτικές περιοχές. Όλα τα είδη έχουν στενά φύλλα που εναλλάσσονται ,τα άνθη τους είναι αιωρούμενες ταξιανθίες και τα σπόρια τους έχουν μακριές μεταξωτές τρίχες. Μεταξύ των διαφόρων ειδών του γένους παρατηρείται φυσικός υβριδισμός και έτσι τα είδη της ιτιάς πολλαπλασιάζονται. Ο φλοιός της Ιτιάς χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, ενώ από το φλοιό ορισμένων ειδών εξάγεται μία ουσία που ονομάζεται γλυκοζίτης σαλικίνη και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική. Η ξυλεία των ειδών της ιτιάς δεν είναι ιδιαίτερα ανθεκτική όμως από το είδος άλμπα κάλβα κατασκευάζονται τα μπαστούνια του κρίκετ. Ο τυπικός εκπρόσωπος της ομάδας αυτής των δέντρων είναι η κλαίουσα ιτιά ή απλά κλαίουσα , δέντρο που το ύψος του φτάνει τα 20 μέτρα και το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι η φυλλωσιά του που γέρνει προς τα κάτω και από μακρινή απόσταση δίνει την εντύπωση μιας βροχής «δακρύων», δικαιολογώντας την ονομασία του. Στην Ελλάδα βρίσκονται 10 είδη και είναι αυτοφυή. Το κυριότερο και πιο κοινό είδος είναι η λευκή ιτιά. Την ονομασία της την οφείλει στις λευκές αποχρώσεις του κορμού της. Το ύψος της μπορεί να φτάσει τα 20 μέτρα , αλλά αργά και σταθερά μέσα σε 15 χρόνια. Το ξύλο της χρησιμοποιείται σε παραγωγή φύλλων επένδυσης και σπίρτων. Όταν ο κορμός είναι λεπτός χρησιμοποιείται στην παραγωγή διαφόρων κουτιών και κιβωτίων , στην παραγωγή χαρτοπολτού και στη γλυπτική καθώς χαράζεται εύκολα. Ο ξυλάνθρακας της λευκής ιτιάς χρησιμοποιείται στην παραγωγή πυρίτιδας και από τα κλαδιά της κατασκευάζονται διάφορα κοφίνια. Όταν η ιτιά ανθίζει δημιουργεί ένα ευχάριστο τοπίο εξ’ ου και το παραδοσιακό τσάμικο.
Λεύκα: Η κοινή ονομασία των δέντρων της οικογένειας των ιτεϊδών ή σαλακιδών, που είναι πολύτιμα για τη δασοκομία και τη γεωργία. Χαρακτηριστικό τους είναι η γρήγορη ανάπτυξη σε υγρά εδάφη. Η λεύκα χρησιμοποιείται κυρίως για τη γρήγορη αναδάσωση περιοχών που είναι υγρές, αλλά ακατάλληλες για άλλη καλλιέργεια. Ακόμη, για τη δημιουργία πράσινου σε πάρκα και σε πλατείες. Το ξύλο της είναι γενικά άσπρο, ελαφρό, μαλακό, δουλεύεται πολύ εύκολα, δεν είναι όμως πολύ γερό. Ακόμη χρησιμοποιείται στη χαρτοποιία για την παραγωγή κυτταρίνης, στην κατασκευή σπιρτόξυλων και άλλων μικροαντικειμένων. Υπάρχουν συνολικά πάνω από 100 διαφορετικό είδη λεύκας. Στην Ελλάδα τα πιο γνωστά είδη είναι η λεύκα η λευκή με φλοιό άσπρο, που το ξύλο της χρησιμοποιείται στη βιομηχανία κυτταρίνης και η λεύκα η μέλαινα (καβάκι), που φυτρώνει μόνη της στις όχθες των ποταμών και σε υγρούς τόπους σ' όλη την Ελλάδα κι έχει κόμη σχεδόν πυραμιδοειδή. Άλλη γνωστή λεύκα είναι η "τρέμουσα" που φυτρώνει στις ορεινές και υγρές περιοχές της Ελλάδας. Σήμερα υπάρχουν και καλλιεργούνται πολλά υβρίδια από τις λεύκες αυτές, κυρίως στη Μακεδονία, στη Θεσσαλία κοντά στα ποτάμια και τις λίμνες και στις μεγάλες εθνικές οδούς.
Καραγάτσι: Κυρίες χρήσεις: Ιατρική. Ως θρεπτική τροφή και κατά των φλεγμονών. Η φτελιά είναι τροφή και φάρμακο. Ο εσωτερικός φλοιός είναι ένα από τα καλύτερα καταπραϋντικά, χρήσιμο όποτε υπάρχει φλεγμονή. Λιπαίνει και ανακουφίζει τους γαστρεντερικούς ερεθισμούς. Είναι αποτελεσματική κατά της διάρροιας (για την οποία συνιστάται και ως κλύσμα) επειδή είναι ήπια στυπτική. Η σκόνη από το φλοιό παρέχει μια θρεπτική τροφή που αφομοιώνεται εύκολα κατά την ανάρρωση. Μπορεί να ενισχυθεί η γεύση της με κανέλα ή μοσχοκά-ρυδο και ν' αποτελέσει μια ωφέλιμη τροφή για τα παιδιά. Κατάπλασμα από φτελιά είναι από τα πιο αποτελεσματικά επουλωτικά για τραύματα, πληγές και δοθιήνες. Η συλλογή του έσω φλοιού συχνά καταλήγει στην καταστροφή του δέντρου. Εξαιτίας της παγκόσμιας ζήτησης, υπάρχει έλλειψη πούδρας εσωτερικού φλοιού που υποκαθίσταται από τον κατώτερο ποιοτικά εξωτερικό φλοιό, ο οποίος δεν διαθέτει τις θεραπευτικές ιδιότητες του εσωτερικού φλοιού.
Ακακία: Η ακακία είναι δέντρο της οικογένειας των ψυχανθών. Το πιο γνωστό είδος ακακίας στην Ελλάδα είναι αυτό του γένους Ροβίνια της τάξης των χεδρωπών. Ήρθε στην Ελλάδα την εποχή του Όθωνα και είναι γνωστό και σαν ψευδοακακία. Η ακακία είναι δέντρο ψηλό με σύνθετα μακρουλά φύλλα και αγκάθια. Τα άνθη της είναι λευκά, σχηματίζουν μπουμπούκια και είναι εύοσμα. Φυτεύεται σε διάφορα πάρκα σχηματίζοντας δεντροστοιχίες. Ένα άλλο είδος ακακίας καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό φυτό και έχει την ονομασία μιμόζα ή κυανόφυλλος. Το εισήγαγε ο βοτανολόγος Παναγιώτης Γεννάδιος το 1883. Έχει κίτρινα εύοσμα άνθη αντί για λευκά. Τέλος ένα ακόμη είδος ακακίας ονομάζεται γαζία και τα άνθη της χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αρωμάτων.
Βελανιδιά: Η βελανιδιά ή βαλανιδιά ή δρυς (λατ. Quercus) είναι γένος φυτών της οικογένειας των φηγιδών (λατ. Fagaceae) με 531 αυτοφυή είδη του βόρειου ημισφαίριου της γης. Είναι δέντρα ψηλά, αιωνόβια που βρίσκονται είτε σε πεδινές είτε σε ορεινές περιοχές. Ο καρπός της βελανιδιάς είναι το βελανίδι, χρήσιμο για ζωοτροφές και στη βυρσοδεψία. Το ξύλο όλων των ειδών είναι βαρύ, σκληρό και δεν σαπίζει εύκολα. Χρησιμοποιείται στην οικοδομική, ναυπηγική, επιπλοποιία, στην κατασκευή σανίδων, δοκαριών και παρασκευάζονται από αυτό ξυλάνθρακες πολύ καλής ποιότητας.
Τα κυριότερα είδη που βρίσκονται στην Ελλάδα και την Κύπρο είναι :
1. Η ήμερη βελανιδιά (δρυς αιγίλωψ, λατ. Quercus aegilops). Φτάνει τα 30 μέτρα σε ύψος και ευδοκιμεί σε θερμό και ξηρό περιβάλλον, βρίσκεται στις περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου σε πεδινές περιοχές, καθώς και στους πρόποδες των βουνών. Τα φύλλα της είναι δερματώδη, ωοειδή με οξείες παρυφές , χνουδωτά. Ο καρπός της είναι σκληρό κάρυο κυπελλοφόρο και μονόσπερμο. Το κύπελλο του καρπού φέρει πυκνά αγκαθωτά λέπια. Πάντως υπάρχουν και άκαρπα δέντρα και αυτό αποδίδεται στην κακή ανθοφορία. Το ξύλο της είναι βαρύ και πολύ σκληρό. Στην Ελλάδα βρίσκεται στις Κυκλάδες, βόρειες Σποράδες, Αττική, Ρόδο, Κρήτη, Θεσσαλία και Βοιωτία. Από τα κύπελλα των καρπών βγαίνει εκχύλισμα που είναι χρήσιμο στη βαφική και τη βυρσοδεψία.
2. Η δρυς η έμμισχος (λατ. Quercus robur). Φτάνει σε ύψος τα 25 μέτρα και σχηματίζει μεγάλα δάση στις περιοχές της Βορείου και κεντρικής Ευρώπης Ο κορμός της έχει χρώμα γκριζωπό ή σκούρο γκρίζο και ο φλοιός βαθιές ρωγμές. Τα φύλλα της αναπτύσσονται μαζί με τα άνθη και είναι ενωμένα, λεία και έχουν ακανόνιστους λοβούς. Τα βαλανίδια έχουν χαρακτηριστικό μακρύ ποδίσκο. Στην Ελλάδα βρίσκεται σε χαμηλές ορεινές περιοχές και σε υψόμετρο από 800-1000 μέτρα. Είναι γνωστή και με τις ονομασίες ρουπάκι, ρένια και ροτούκι.
3. Η δρυς η άμισχος (δρυς η πετραία, λατ. Quercus petraea). Διαφέρει από την έμμισχο στο ότι τα βαλανίδια της έχουν μικρό μίσχο. Μαζί με την έμμισχο αποτελούν τις άγριες βελανιδιές.
4. Δρυς η Μακεδονική (λατ. Quercus trojana). Φτάνει σε ύψος τα 20 μέτρα και βρίσκεται στις περιοχές των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα βρίσκεται με μεμονωμένα δέντρα σε δασικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης.
5. Η δρυς η κήρρις (λατ. Quercus cerris). Συγγενικό είδος με τα προηγούμενα. Βρίσκεται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και στην Ελλάδα είναι αναμεμειγμένη με άλλα δέντρα. Γνωστή και με τις ονομασίες τσέρο και ρουπάκι. Ο φλοιός της έχει βαθιές, ευθύγραμμες ρωγμές και τα βελανίδια της είναι μεγάλα, μακριά με κύπελλο που φέρει πολλά λέπια.
6. Η λατζιά (δρυς η κληθρόφυλλη, λατ. Quercus alnifolia), θαμνώδες αειθαλές ενδημικό είδος της Κύπρου.
7. Το πουρνάρι ή πρίνος (δρυς η κοκκοφόρος, λατ. Quercus coccifera), θαμνώδης αείφυλλος σκληρόφυλλος θάμνος με ευρεία εξάπλωση στην περιοχή της Μεσογείου.
8. Η δρυς η βαφική (λατ. Quercus infectoria), ημιφυλλοβόλο δέντρο με εξάπλωση από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι το ΝΔ. Ιράν.
Καβάκι: Το καβάκι έχει ύψος 25 μέτρα. Έχει αραιό φύλλωμα και τα φύλλα του έχουν σχήμα ωοειδές. Είναι πράσινα και λεία και από τις δύο του πλευρές. Έχει σκουρόχρωμο κορμό. Τα άνθη του είναι είτε θηλυκά είτε αρσενικά και σχηματίζουν ίουλούς σε διαφορετικά δέντρα. Φυτρώνει κοντά στα ποτάμια και σε υγρές ρεματιές. Καλλιεργείται για το ξύλο του.
Φτελιά: Η Φτελιά ή Πτελέα ή Καραγάτσι (Ulmus Campestris) είναι αυτοφυές φυτό της Ελλάδας και των μεσογειακών χωρών. Ανήκει στην τάξη των αγγειόσπερμων δικοτυλίδονων, της οικογένειας κνιδίδες ή ουλμίδες, το γένος ούλμους. Η φτελιά η πεδινή χαρακτηρίζεται από φύλλωμα πυκνό βαθυπράσινο με παρυφή διπλή οδοντωτή και έντονα ασύμμετρη. Η ονομασία καραγάτσι είναι τουρκικής προέλευσης και προκύπτει από τις λέξεις kara = μαύρο και agac = δέντρο.
Αρμυρίκι: Το αλμυρίκι είναι ένα είδος θάμνου που συναντάται σε υγρά μέρη και κυρίως σε παράκτιους υγροτόπους καθώς είναι ανθεκτικό σε υψηλές τιμές αλατότητας του εδάφους. Ωστόσο, εξαιτίας της υπέρμετρης αύξησης της αλατότητας στην λιμνοθάλασσα τα τελευταία 15 χρόνια, πολλά αλμυρίκια έχουν ξεραθεί.
Το φυτό αυτό έχει προσαρμοστεί στο θερμό και ξηρό Μεσογειακό κλίμα αναπτύσσοντας λεπτά και μικρά φύλλα και ελαττώνοντας έτσι τις απώλειες νερού. Στο παρελθόν τα κλαδιά του χρησιμοποιούνταν για σκούπες.
Λυγαριά: Φυτρώνει σε παραθαλάσσιες και παραποτάμιες περιοχές. Είναι δέντρο ή θάμνος, φυλλοβόλο, αρωματικό και φτάνει τα 3 μέτρα ύψος. Τα άνθη της είναι μικρά, σκούρα ή ανοιχτά μπλε ή μοβ. Τα κλαδιά της που είναι εύκαμπτα χρησιμοποιούνται στην καλαθοποιία και το ξύλο της στην ξυλουργική.
Ψαθί: Η ταξιανθία του ψαθιού χωρίζεται σε δύο μέρη. Από πάνω υπάρχουν εκατοντάδες αρσενικά άνθη που απελευθερώνουν σύννεφα γύρης και γονιμοποιούν τα χιλιάδες μικροσκοπικά θηλυκά άνθη που βρίσκονται από κάτω, με τη βοήθεια του αέρα. Απλώνεται στις όχθες στηριζόμενο καλά στα χοντρά υπόγεια ριζώματά του.
Καλάμια: Το καλάμι ή καλαμιά είναι κοινή ονομασία πολλών μονοκότυλων πολυετών συνήθως φυτών. Τα καλάμια βρίσκονται σε τέλματα, έλη σε όχθες λιμνών, ποταμών, ρυακιών, χειμάρρων και σε ήρεμα νερά. Όλα γενικά τα φυτά που χαρακτηρίζονται σαν καλάμια έχουν ριζώματα ή παραφυάδες, τα φύλλα τους είναι μακριά ταινιοειδή και στο πάνω μέρος τους έχουν μία μακριά ταξιανθία.
Ο βλαστός είναι συμπαγής ή κοίλος, ξυλώδης, λυγίζει από τον αέρα και αυτό βοηθάει στη διασπορά των διαφόρων σπόρων του. Υπάρχουν πολλά είδη καλαμιών. Στην Ελλάδα βρίσκουμε τα εξής :
• Το κοινό καλάμι: Ιθαγενές της Ευρώπης, πολυετές φυτό που μοιάζει με μπαμπού έχει δε την επιστημονική ονομασία Αρούντο Ντόναξ. Οι βλαστοί του είναι όρθιοι, με πολλά φύλλα, ξυλώδεις που φτάνουν σε ύψος και τα 8 μέτρα και αναπτύσσονται με πολλά υπόγεια ριζώματα. Τα φύλλα του φτάνουν σε μήκος τα 60-70 εκατοστά. Εξαιρετικά ανθεκτικό φυτό βρίσκεται κατά μήκος των ακτών, ποταμών, υδροβιότοπων και γενικά αρέσκεται σε υγρά εδάφη. Μπορεί όμως να υπάρξει και σε άνυδρα, ξηρά και χαλικώδη εδάφη. Mπορεί να καλλιεργηθεί για να προστατεύσει τη γη από τη διάβρωση, για τη δημιουργία διαφόρων ανεμοφρακτών, προστασία διαφόρων καλλιεργειών, σαν καλλωπιστικό, για τη δημιουργία στεγάστρων και πρόχειρων καταλυμάτων (καλύβες). Οι βλαστοί του χρησιμοποιούνται για τη κατασκευή ξύλινων πνευστών οργάνων και καλαμιών ψαρέματος. Από τα φύλλα του κατασκευάζονται διάφορες ψάθες.
• Φραγμίτης ή αγριοκάλαμο: Πολυετές ζιζάνιο των αγρών, με λείους μη ξυλώδεις βλαστούς και ύψος που δε ξεπερνάει τα 2,5 μέτρα. Βρίσκεται επίσης σε διάφορους υδροβιότοπους, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό φυτό και μοιάζει με το κοινό καλάμι.
• Ψάθα ή Ψαθί: πολυετή φυτά με φυλλώδεις μαλακούς βλαστούς και ύψος 2,5 μέτρα.Βρίσκονται συνήθως σε λιμνώδεις περιοχές και έλη.
• Σπάργανο ή Σπαργάνιουμ έρεκτουμ: πολύμορφο φυτό με βλαστούς λεπτούς που φτάνουν τα 2 μέτρα ύψος. Τα φύλλα του είναι σχήματος σπαθιού και είναι όρθια και λεπτά. Οι ταξιανθίες του μοιάζουν με θαλάσσια ανεμώνη.
Λέμνα ή φακή του νερού: Είναι από τα μικρότερα και τα πιο απλά φυτά που φέρουν άνθη. Τα φύλλα για να επιπλέουν περιέχουν αερόσακους. Άνθη δημιουργούνται μόνο σε ρηχά νερά, όπου το φως του ήλιου είναι άφθονο. Στην αρχή του καλοκαιριού, όταν το νερό στο ποτάμι είναι λίγο και η θερμοκρασία μεγάλη, τεράστιοι πληθυσμοί από αυτό το φυτό καλύπτουν την επιφάνεια.
Νεραγκούλα: Ανήκει στην οικογένεια των Ρανουγκουλιδών (Ranunculaceae). Η Νεραγκούλα είναι πολυετής πόα ύψους 5- 50 εκ. και αποτελεί ένα από τα πιο όμορφα λουλουδάκια της ορεινής ζώνης. Τα φύλλα είναι πλατιά, ωοειδή με καρδιοειδή βάση, ελαφρώς γωνιώδη και οδοντωτά. Τα άνθη είναι εντυπωσιακά με γυαλιστερό κίτρινο χρώμα. Έχουν τρία σέπαλα και 8-12 πεταλόμορφα μελιτοφόρα φύλλα, πολλούς στήμονες και καρπόφυλλα.
Συνήθως βγαίνει το Φθινόπωρο με τις πρώτες βροχές σε μέρη πετρώδη και υγρά που στάζουν νερά ή όψιμα την Άνοιξη, όπως στο Μοναστήρι του Κουρνού, που φωτογραφήθηκε το φυτό στα μέσα Μαρτίου. Βρίσκεται σε σκιερές και υγρές θέσεις, σε χαμηλά και μέσα υψόμετρα. Είναι ευρασιατικό είδος, διαδεδομένο στην Ελλάδα.
Σκλήθρο: Είναι φυλλοβόλο είδος. Ο κορμός του είναι σκουροπράσινος και φθάνει σε ύψος τα 25 μ. και η κόμη του αραιή με διάμετρο τα 15 μ. Τα φύλλα είναι στρογγυλωπά, με παρυφές διπλά πριονωτές (4- 10 εκ. ). Εάν τριφτούν κολλούν (για το λόγο αυτόν πήρε το όνομα glutinosa = κολώδης). Είναι φυτό μόνοικο. Τα άνθη του είναι πράσινα ή κοκκινωπά σε ιούλους. Ανθίζει Μάρτιο και Απρίλιο (τα αρσενικά άνθη εμφανίζονται και το προηγούμενο θέρος). Η επικονίαση γίνεται με τον άνεμο. Ο καρπός του σχηματίζει μεικτούς ωοειδείς κωνίσκους (μικρότερους από 2 εκ. ). Στην αρχή είναι σταχτοπράσινοι και στη συνέχεια σκουρότεροι. Διατηρούνται στο δένδρο ολόκληρο το χειμώνα. Σχηματίζουν πεντάγωνα κάρυα. Διαθέτουν στενό, τραχύ, πλευρικό πτερύγιο. Οι σπόροι ωριμάζουν το Σεπτέμβριο με Νοέμβριο.
Είναι υγρόφιλο, ημισκιόφυτο είδος και καλύπτει πολλά ρέματα συνεχούς ή εποχιακής ροής. Δημιουργεί επιμήκεις συστάδες, μήκους πολλές φορές πολλών εκατοντάδων μέτρων. Προτιμά μέτρια και βαριά εδάφη, πλούσια σε οργανική ύλη. Μπορεί να αναπτυχθεί ακόμη και σε πολύ βαριά και φτωχά σε άζωτο εδάφη αρκεί να υπάρχει μεγάλη υγρασία. Εμπλουτίζει το ίδιο το φυτό με άζωτο το έδαφος, με τις συμβιώσεις που δημιουργεί με αζωτοβακτηρίδια. Το φυτό προτιμά όξινα, ουδέτερα ή αλκαλικά εδάφη (η καλύτερη ανάπτυξη σε pH > 6). Δύσκολα αναπτύσσεται σε ασβεστώδη εδάφη. Είναι είδος που πολλά χημικά του στοιχεία χρησιμοποιούνται στην ιατρική (καθαρκτικό, αντιεμετικό, αιμοστατικό). Ο φλοιός του περιέχει μαύρη δεψική ουσία, κατάλληλη στη βαφή υφασμάτων και δερμάτων.



ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ
Οι αντλίες βγάζουν χώμα, με αποτέλεσμα τα σπαρτά σε 5.000 στρέμματα να έχουν ήδη καεί και άλλα 60.000 στρέμματα να κινδυνεύουν με καταστροφή, αν δεν τροφοδοτηθεί άμεσα ο ποταμός με νερό από τη ΛίμνηΠλαστήρα. Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε δέκα χωριά, όπου οι καλλιέργειες βαμβακιού, τριφυλλιού, καλαμποκιού και βιομηχανικής ντομάτας αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο αν δεν εξασφαλιστεί η άρδευσή τους. Στο χωριό Μελιά, όμως, η κατάσταση είναι πλέον τραγική, καθώς τα περίπου 5.000 στρέμματα έχουν να ποτιστούν πάνω από είκοσι ημέρες και οι αγρότες βλέπουν την παραγωγή τους να έχει σχεδόν καταστραφεί. Αν σταματήσουν οι αντλίες, ουσιαστικά σταματά η άρδευση σε περίπου 60.000 στρέμματα υδροβόρων καλλιεργειών στα μισά σχεδόν από τα 32 χωριά (συνολικής καλλιέργειας 120.000 στρ.) που εξυπηρετούνται από το δίκτυο του ΤΟΕΒ Πηνειού, καθώς στα υπόλοιπα οι αγρότες ποτίζουν τις καλλιέργειές τους από αποταμιευτήρες. Από τον ΤΟΕΒ καταβάλλονται έντονες προσπάθειες ώστε να αρδευτούν τουλάχιστον τα 5.000 στρ. στην περιοχή που ήδη σχεδόν έχουν καεί και απειλούνται με ολική καταστροφή.
Στις όχθες του Πηνειού υπήρχε οργιώδης βλάστηση και ζώα όπως ελέφαντες, ρινόκεροι, άγρια άλογα, άγρια βόδια και ιπποπόταµοι όπως µαρτυρούν απολιθώµατα που χρονολογούνται 17000-21000 χρόνια πριν από σήµερα. .Σύµφωνα µε τις µαρτυρίες πολλών περιηγητών της αρχαιότητας, αλλά και νεότερους, υπήρχε πλούσια βλάστηση κατά µήκος του Πηνειού, που έκανε το τοπίο µαγευτικό. Στο περιβάλλον αυτό έβρισκαν τροφή και καταφύγιο πολλά είδη ζώων. Αλλά και τα νερά του ποταµού προστάτευαν πολλούς υδρόβιους οργανισµούς. Ο Πηνειός σε όλο το µήκος του αποτελούσε ένα θαυµάσιο υδροβιότοπο που φιλοξενούσε µεγάλη ποικιλία πουλιών, ψαριών και διαφόρων άλλων ζώων και φυτών. Τις τελευταίες δεκαετίες, µε την εντατικοποίηση της εκµετάλλευσης της γης άλλαξε η µορφή της περιοχής. Τα δάση στις όχθες εκχερσώθηκαν για να γίνουν έργα διευθέτησης της κοίτης και για να δηµιουργηθούν καινούργιες καλλιεργήσιµες εκτάσεις. Ελάχιστα σηµεία σήµερα παρουσιάζουν τη βλάστηση που αναφέρεται σε παλαιότερες εποχές. Τέτοιες περιοχές είναι το δάσος στα Πλατανούλια Λάρισας, µε την εκπληκτική του ποικιλοµορφία και κάποιες , ευτυχώς προστατευόµενες, λωρίδες γης στην περιοχή των εκβολών που κυριαρχούν τα χαρακτηριστικά υγροτοπικά δάση που στο παρελθόν έκαναν την περιοχή σχεδόν άβατη. Τα ψάρια που αφθονούσαν µέχρι την δεκαετία του 60 έχουν λιγοστέψει επικίνδυνα λόγω της µείωσης των νερών του ποταµού αλλά και λόγω της ρύπανσης των νερών από τις διάφορες βιοτεχνίες, βιοµηχανίες και κτηνοτροφικές µονάδες που εγκαταστάθηκαν δίπλα στην όχθη. Τα πουλιά συνεχώς µειώνονται και είδη όπως ο µαυρόγυπας που για τελευταία φορά παρατηρήθηκε το 1989, έχουν πια εξαφανιστεί όχι µόνο λόγω του παράνοµου κυνηγιού αλλά και λόγω της ρύπανσης που µεταφέρεται σε αυτά µέσω των τροφικών αλυσίδων. Ζουν σήµερα ακόµα άνθρωποι που µε νοσταλγία αναπολούν την εποχή που ψάρευαν στο ποτάµι σαρδέλες, σαζάνια, γουλιανούς, καραβίδες .



ΤΟ ΔΕΛΤΑ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ - ΕΚΒΟΛΕΣ
Βγαίνοντας από την κοιλάδα των Τεμπών ο Πηνειός ρέει για σύντομο διάστημα σε μια χαμηλή προσχωματική περιοχή, που ο ίδιος ο ποταμός έχει σχηματίσει και εκβάλλει στο Αιγαίο πέλαγος νότια του ακρωτηρίου του Πλαταμώνα και βόρεια του χωριού Στόμιο. Στις εκβολές του ο Πηνειός σχηματίζει δέλτα, καθώς η επίδραση των κυμάτων στην περιοχή δεν ευνοεί την κατά μήκος πρόσχωση και την ανάπτυξη μεγάλου δέλτα. Αντίθετα τα φερτά υλικά διασκορπίζονται σχεδόν ομοιόμορφα εκατέρωθεν των εκβολών σχηματίζοντας μετωπικές επιφάνειες πρόσχωσης. Σε περιόδους έντονων βροχοπτώσεων ο ποταμός μεταφέρει μεγάλη ποσότητα φερτών υλικών με αποτέλεσμα να προσχώσει την κοίτη και να εκτρέπεται από την αρχική του διεύθυνση. Με τον τρόπο αυτό το σημείο των εκβολών του έχει μεταφερθεί τα τελευταία 100 χρόνια βορειότερα, απομακρυνόμενο από το χωριό Στόμιο. Η περιοχή του Δέλτα του Πηνειού, των Τεμπών και των βουνών Κάτω Όλυμπος και Όσσα αποτελεί ένα εκτενές φυσικό οικοσύστημα. Περιλαμβάνει παραλιακά και παραποτάμια δάση, αμμώδεις θαμνότοπους και θίνες.
Η χλωρίδα του Δέλτα παρουσιάζει την εξής μορφή :
1) Επιφάνεια που καλύπτει συνολικά υγρόβια (ελόβια) βλάστηση (π.χ. καλάμια, βούρλα, νούφαρα, νεροκάρδαμο κ.λ.π.).
2) Παρόχθια βλάστηση (κωνοφόρα, φυλλοβόλα, θάμνοι, πόες).
3) Υδρόβια βλάστηση.
Η πανίδα της περιοχής παρουσιάζει την εξής μορφή :
Αμφίβια (βάτραχοι), πτηνά διερχόμενα και πτηνά φωλιάζοντα (υδρόβια πτηνά) και ερπετά (νεροφίδες). Πιο συγκεκριμένα ως προς την ορνιθοπανίδα στο Δέλτα του Πηνειού παρουσιάζονται εξής αναπαραγόμενα είδη : ο Μικροτσικνιάς, ο Νυχτοκόκορας, ο Μαυροπελαργός (1 ζεύγος), ο Πελαργός, ο Σφηκιάρης, ο Ασπροπάρης (6-10 ζεύγη), τα Όρνια (10 ζεύγη), ο Φιδαετός (6 ζεύγη), ο Κραυγαετός, ο Χρυσαετός (2 ζεύγη), ο Σταυραετός (4 ζεύγη), το Χρυσογέρακο, ο Πετρίτης (2 ζεύγη), η Πετροπέρδικα, ο Μπούφος, η Αλκυόνη και ο Δρυομυγγοχάφτης. Άλλα είδη που εμφανίζονται στην περιοχή είναι ο Γυπαετός, ο Μαυρόγυπας, ο Ψαραετός και ο Μαυροπετρίτης.
Οι σπουδαιότερες σημερινές αξίες του Δέλτα Πηνειού είναι:

• η αρδευτική
• η κτηνοτροφική
• η βόσκηση
• το κυνήγι
• η γεωργική
• επιστημονική και εκπαιδευτική
• ψυχαγωγική
• οικολογική (βιοποικιλότητα)
• υδρευτική
• αποτελεί καταφύγιο ή εκτροφείο θηραμάτων
• Κύρια προβλήματα είναι:
• τα λύματα από κτηνοτροφικές και γεωργικές δραστηριότητες
• η αυθαίρετη δόμηση και η έντονη οικιστική επέκταση
• η εντατικοποίηση της γεωργικής καλλιέργειας προκαλεί σοβαρές πιέσεις στο οικοσύστημα του Δέλτα.



ΑΣΠΟΝΔΥΛΑ
Μύδι: Δίθυρο μαλάκιο του γλυκού νερού. Προτιμά τρεχούμενα σκληρά νερά – που έχουν μεγάλες ποσότητες αλάτων ασβεστίου και μαγνησίου - γιατί χρειάζεται άλατα όπως ανθρακικό ασβέστιο για να φτιάξει το όστρακό του. Στο όστρακό τους υπάρχουν δακτύλιοι που προδίδουν την ηλικία τους που φτάνει τα δώδεκα χρόνια. Τα μύδια αυτά δεν τρώγονται.
Καραβίδα: Οι καραβίδες του γλυκού νερού συγγενεύουν με τον αστακό και προτιμούν το σκληρό νερό.
ΨΑΡΙΑ
Στον Πηνειό υπάρχουν με βεβαιότητα 29 είδη ψαριών. Επειδή είναι βαθύ ποτάμι, υπάρχουν τεχνικές δυσκολίες για τη μελέτη της ιχθυοπανίδας του και κατά συνέπεια δεν έχει μελετηθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από το Ινστιτούτο Εσωτερικών Υδάτων του Ελληνικού Κέντρου Θαλάσσιων Ερευνών. Είναι βέβαιο ότι στο ποτάμι έχουν εισαχθεί και άλλα ξένα (αλλόχθονα) είδη από τον άνθρωπο.
Σαζάνι: Είδος κυπρίνου που φτάνει σε μήκος το 1 μέτρο και βάρος τα 20 κιλά. Το στόμα του έχει χείλη χοντρά και έχει δύο ζευγάρια μουστάκια στην πάνω σιαγόνα. Είναι ψάρι παμφάγο. Δεν είναι απαιτητικό και μπορεί να αναπτυχθεί και σε μολυσμένα νερά. Το καλοκαίρι αναπτύσσεται γρήγορα ενώ το χειμώνα ζει στην λάσπη σε κατάσταση νάρκης.
Λαβράκι: Μικρό ψάρι που δεν ξεπερνά τα 20 εκατοστά μήκος και τα 150 γραμμάρια βάρος. Το σώμα του είναι μακρόστενο και ατρακτοειδές. Είναι παμφάγο ψάρι. Το κρέας του είναι εκλεκτό αλλά έχει πολλά κόκαλα.
Τούρνα ή Λούτσος: Έχει σώμα μακρουλό, ρύγχος πλατύ, σαν το ράμφος της πάπιας και στο στόμα με πολλά και μυτερά δόντια. Το μήκος του μπορεί να φτάσει το 1,5 μέτρα και το βάρος του τα 20 κιλά. Είναι σαρκοφάγο ψάρι, πολύ αδηφάγο και επιθετικό και για το λόγο αυτό αποκαλείται καρχαρίας των γλυκών νερών.
Γουλιανός: Το γένος Silurus (κοινώς Γουλιανός), απαντάται στους ποταμούς και τις λίμνες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με το πλέον κοινό είδος, το Silurus glanis. Αφθονεί στις λεκάνες των ποταμών Δούναβη, Ντόν και Βόλγα, καθώς και στους παραποτάμους τους. Στην Ελλάδα αυτό το είδος το συναντάμε στις λίμνες και τα ποτάμια της Μακεδονίας, της Θράκης, και της Θεσσαλίας. Είναι το είδος που υπάρχει στον Υγροβιότοπο Άγρα-Βρυττών -Νησιού. Ο γουλιανός είναι ένα χαρακτηριστικά δύσμορφο και απωθητικό στην εμφάνιση ψάρι με κεφάλι μεγάλο και πλατύ, με στόμα ελαφρά σχισμένο, ανοιχτό προς τα επάνω. Έχει γύρω από το στόμα έξη σάρκινα προεκτάματα (μουστάκια), δυο μεγάλα στην πάνω σιαγόνα που φθάνουν περίπου το 1/4 του μήκους του σώματος και τέσσερα μικρά στην κάτω σιαγόνα. Στο στόμα ο γουλιανός έχει μικρά πολυάριθμα δόντια. Στα πτερύγιά του παρατηρούμε ένα αγκάθι σαν βελόνα κοντά στο πολύ μικρό ραχιαίο πτερύγιο και από ένα άλλο στα πλευρικά πτερύγια. Το εδρικό πτερύγιο είναι πολύ μακρύ με στρογγυλά άκρα όπως και το πτερύγιο της ουράς. Η βάση του εδρικού φθάνει μέχρι το ουραίο πτερύγιο. Το σώμα του γουλιανού είναι σχεδόν κυλινδρικό και ογκώδες. Η ράχη έχει χρώμα σκούρο λαδί ή καφετί με περισσότερες ή λιγότερες κηλίδες, πιο ανοιχτές ή κρεμ στην κοιλιά, με κίτρινα στίγματα στα πλευρά. Ανάλογα με την θερμοκρασία των νερών και την διατροφή, ο γουλιανός μέσα σε τέσσερα καλοκαίρια ξεπερνάει συνήθως το μισό μέτρο και τα πέντε κιλά βάρος. Στην λίμνη Βεγορίτιδα έχουν αναφερθεί γουλιανοί πάνω από τρία μέτρα και βάρος που ξεπερνούσε τα 300 κιλά. Το αρσενικό είναι πάντα λίγο μεγαλύτερο από της ίδιας ηλικίας θηλυκό. Στην Ελλάδα εκτός από το είδος Sίlurus glanis το κοινό είδος γουλιανού, υπάρχει και το ενδημικό είδος Silurus aristotelis (κοινώς γλανίδι). Μελετήθηκε συστηματικά για πρώτη φορά το 1856 από τον Ελβετό φυσιοδίφη J. L. R. Agassiz ο οποίος χρησιμοποίησε στην επιστημονική ονομασία του είδους, το όνομα του μεγάλου φιλοσόφου της αρχαιότητας Αριστοτέλη που το είχε περιγράψει πρώτος στα συγγράμματά του. Απαντάται αποκλειστικά στον Αχελώο και στους παραποτάμους του. Ξεχωρίζει εύκολα από το κοινό είδος διότι έχει δύο μόνον ζεύγη «μουστάκια», ένα μεγάλο και ένα μικρό (δηλ. συνολικά 4 ενώ ο κοινός έχει 6 - τρία ζεύγη). Ο γουλιανός είναι ιδιαίτερα αρπακτικό ψάρι. Καταβροχθίζει κάθε είδος υδρόβιου ζώου, μικρά και μεγάλα ψάρια, καραβίδες του γλυκού νερού, βατράχια, καθώς επίσης αρουραίους και ποντίκια. Κατά την διάρκεια της ημέρας καταφεύγει σε κρυψώνες και με τον ερχομό της νύχτας αρχίζει την αναζήτηση τροφής παραμένοντας δραστήριος σε όλη την διάρκειά της. Ο γουλιανός εμφανίζεται πολύ αρπακτικός και με μεγάλη όρεξη, μετά την περίοδο αναπαραγωγής και σε όλη την διάρκεια του καλοκαιριού. Με την έναρξη της ψυχρής περιόδου σταματάει την αναζήτηση τροφής και μεταπίπτει σε ένα είδος χειμέριας νάρκης, παραμένοντας σε βαθιά, καλά προφυλαγμένα σημεία, τα μεν νεαρά άτομα ομαδικά, ενώ τα μεγαλύτερα μεμονωμένα. Ο γουλιανός αναπαράγεται την περίοδο Μαΐου - Ιουνίου και σε κάθε περίπτωση όχι κάτω από τους 18° C θερμοκρασίας των νερών, γεγονός που σημαίνει ότι σε λίμνες βορειοτέρων περιοχών, η περίοδος αναπαραγωγής μπορεί να μετατοπισθεί προς τον Ιούλιο ακόμη και Αύγουστο. Ο αριθμός των αυγών που αποθέτει ένα θηλυκό άτομο έχει υπολογισθεί ότι φθάνει τα 30.000 ανά κιλό σωματικού βάρους. Τα ανοιχτού κιτρίνου χρώματος αυγά, τοποθετούνται σε ένα είδος «φωλιάς». Η επώαση διαρκεί 3-10 ημέρες, αναλόγως της θερμοκρασίας των νερών και στο διάστημα αυτό το αρσενικό αναλαμβάνει την φύλαξη των αυγών. Μετά την εκκόλαψη, τα μήκους 6-8 χιλιοστών λεκιθοφόρα ιχθύδια, κατά τις πρώτες ημέρες στερεώνονται με τα συλληπτικά τους όργανα και παραμένουν ακίνητα στο χείλος της «φωλιάς». Μετά την απορρόφηση του λεκιθικού σάκκου, τα ατελή ιχθύδια αρχίζουν την αναζήτηση ζωοπλαγκτού για την διατροφή τους. Μετά από 3-4 εβδομάδες, τα νεαρά ιχθύδια φθάνουν τα 3-4 εκατοστά μήκος, ενώ στο τέλος του πρώτου καλοκαφιού τα 20 εκατοστά περίπου και βάρος 250 – 300 γραμμάρια. Ο γουλιανός είναι ψάρι με μέτριες έως ελάχιστες απαιτήσεις σε οξυγόνο και αυτός είναι ο λόγος που προτιμάει λίμνες και ποτάμια με μαλακό, αμμώδη ή λασπώδη, πυθμένα. Είναι πολύ μακρόβιο ψάρι και φθάνει τα 60 χρόνια αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι εφ' όσον υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις μπορεί να ξεπεράσει άνετα αυτή την ηλικία. Πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή σε μία ιδιότητα του γουλιανού: Στο πλάσμα του αίματός του υπάρχει μια εξαιρετικά δηλητηριώδης ουσία, η οποία μπορεί να προκαλέσει τοξικά φαινόμενα, εάν εισαχθεί στην κυκλοφορία του αίματος ενός ανθρώπου δηλ. παρεντερικά. Κάτι τέτοιο είναι εύκολο να συμβεί σε περίπτωση ύπαρξης ανοιχτών τραυμάτων στα χέρια ή σε άλλο σημείο του σώματος, κατά τον χειρισμό του ψαριού. Η ουσία αυτή καταστρέφεται με τον βρασμό ή το ψήσιμο και είναι τελείως ακίνδυνη κατά την πέψη. Τα αυγά του γουλιανού χρησιμοποιούνται για την παρασκευή ενός είδους χαβιαριού, ενώ η νηκτική του κύστη για την παρασκευή εξαιρετικής ποιότητας ιχθυόκολλας. Στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης είναι περιζήτητο ψάρι για το γευστικό κρέας του το οποίο μαγειρεύεται με διάφορες συνταγές.
Χέλι: Ανήκει στην οικογένεια των εγχελίδων και έχει σώμα φιδιού, στρογγυλωπό και πολύ μακρύ, που το μήκος του μπορεί να φτάνει το 1,50 μ. και με βάρος 5-7 κιλά. Το δέρμα του είναι πολύ ανθεκτικό, τόσο ώστε, αν του κάνουμε μια μικρή τομή στη βάση της κεφαλής μπορούμε σιγά- σιγά να το τραβήξουμε. Το κεφάλι είναι μικρό με βραγχιακά ανοίγματα πολύ λεπτά. Το χέλι είναι εφοδιασμένο με στηθαία πτερύγια, ενώ λείπουν τα κοιλιακά. Το ραχιαίο πτερύγιο και το εδρικό σκεπάζουν το σώμα και ενώνονται σε ένα ψευδο ουριαίο πτερύγιο. Η κοιλιά του έχει χρώμα γκρι -πράσινο, καμιά φορά καφέ, άλλες φορές μαύρο, άσπρο, κιτρινωπό, ή ανοιχτό γκρι, ανάλογα με τις περιοχές όπου κατοικεί. Είναι πολύ αδηφάγο, τρέφεται με όλους τους ζωντανούς και μη οργανισμούς, αλλά τσιμπάει στους φρέσκους, όπως μικρά ψάρια, βατράχια κλπ.• Κοντά στις πόλεις τρέφεται και με σκουπίδια. Η αναπαραγωγή γίνεται στη θάλασσα όπου κάθε θηλυκό γεννά πάνω από ένα εκατομμύριο αυγά. Οι νύμφες είναι διαφανείς, έχουν σχήμα φύλλου, (λεπτοκέφαλοι) και έτσι παραμένουν για πολύ καιρό, πάνω από τρία χρόνια, και παίρνουν την ερπετοειδή μορφή μόνο όταν πλησιάζουν στις εκβολές των ποταμών. Σε αυτό το στάδιο ονομάζονται τυφλά και έχουν μήκος σχεδόν 7 εκατ. Ένα μέρος των χελιών μπαίνει στα ρεύματα του γλυκού νερού και κατανέμονται στους ποταμούς, στις λίμνες και στους βάλτους, μεγαλώνοντας αρκετά γρήγορα. Τα θηλυκά γίνονται πιο μεγάλα από τα αρσενικά. Το άλλο μέρος των χελιών σταματά στις εκβολές των ποταμών και στις λιμνοθάλασσες όπου και μεγαλώνουν. Έπειτα από μια περίοδο, λίγο ή πολύ μεγάλη, μερικές φορές για πολλά χρόνια, αρσενικά και θηλυκά ενώνονται, αφού ωριμάσουν σεξουαλικά, και αρχίζουν το ταξίδι τους, που διαρκεί αρκετούς μήνες προς τον Ατλαντικό ωκεανό, μέχρι να φτάσουν στη θάλασσα των Σαργάσσων, βορειοανατολικά των Αντιλλών. Τα θηλυκά χέλια αφού γεννήσουν και γονιμοποιήσουν τα αυγά τους, σε 1.000 μ. βάθος, πιθανόν πεθαίνουν. Το αίμα των χελιών περιέχει ένα δηλητήριο (ιχθυοτοξικό) ικανό να δράσει, σαν εκείνο των ερπετών, αλλά τα οξέα και οι βάσεις το εξουδετερώνουν και το ψήσιμο κι η πέψη το αποσυνθέτουν. Το χέλι έχει κρέας νόστιμο που μπορεί να μαγειρευτεί φρέσκο, να γίνει παστό ή καπνιστό. Το βιομηχανικό ψάρεμα των χελιών δεν γίνεται στα νερά μας. Γίνεται όμως σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Οι αλιευτικές οργανώσεις φτιάχνουν εγκαταστάσεις για τη διατήρηση του ψαριού. Το ψάρεμα του χελιού, γίνεται και με απλά αλιευτικά όργανα και γενικά με ορμιές διαφόρων τύπων. Επικερδές ψάρεμα γίνεται, όπου είναι επιτρεπτό, με σχοινιά εφοδιασμένα με ένα μεταβλητό αριθμό αγκιστριών, που είναι δολωμένα με σκουλήκια, μικρά ψάρια, κλπ. Οι ερασιτέχνες ψαράδες τοποθετούν βαρίδια στις ορμιές με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δολώματα να φτάνουν στο βυθό ή λίγο πιο πάνω από αυτόν. Το χέλι είναι αδηφάγο και καταβροχθίζει το δόλωμα και έτσι λοιπόν είναι δύσκολο να ελευ¬θερωθεί από το αγκίστρι, εκτός και αν κατορθώσει να κόψει την ορμιά, αν αυτή μένει για πολύ καιρό και χωρίς έλεγχο. Γ' αυτό πολλοί ψαράδες συνηθίζουν να βάζουν ένα κουδούνι στην κορυφή του καλαμιού για να τους ειδοποιεί όταν τσιμπήσει το χέλι. Το ψάρεμα του λοιπόν δεν παρουσιάζει ειδικές δυσκολίες είναι όμως αναγκαίο να γνωρίζουμε τα περάσματα ή τα μέρη που είναι δυνατόν να τα βρούμε. Αυτό το ψάρεμα δεν προκαλεί αληθινό ενδιαφέρον αν γίνεται για σπορ, αλλά πολλοί ασχολούνται γιατί δίνει αξιόλογα αποτελέσματα. Τα μικρά χέλια εύκολα βρίσκονται στις αμμώδεις περιοχές, ψάχνοντας στη λάσπη και στα βότσαλα του βυθού, καθώς επίσης και σε ρηχά νερά και αποτελούν ένα θαυμάσιο δόλωμα για το λαβράκι και για τα κεφάλια στα γλυκά νερά, ιδιαίτερα στις εκβολές των ποταμών.



ΕΝΤΟΜΑ
Λιβελλούλα: Χαρακτηριστικό έντομο με μακρύ σώμα και δύο ζευγάρι διαφανών φτερών. Πετάει με μεγάλη ταχύτητα πάνω από την επιφάνεια του νερού και αναζητά μικρά ιπτάμενα πλάσματα που είναι η τροφή τους. Γεννάει τα αυγά της μέσα στο νερό και η νύμφη που βγαίνει μετά την εκκόλαψη του αυγού περνάει δύο χρόνια διαδοχικών μεταμορφώσεων μέχρι να πάρει την ενήλικη μορφή.
Εφήμερο: Τα εφήμερα είναι έντομα που περνάνε τα πρώτα στάδια της ζωής τους στο νερό. Τα ενήλικα εφήμερα εμφανίζονται σε μεγάλα κοπάδια. Ζει μόνο λίγες μέρες σαν ενήλικο άτομο και έχει τρεις χαρακτηριστικές ουρές που σέρνονται πίσω του. Χρησιμοποιούνται σαν δολώματα από τους ψαράδες.
Κλαδάκι του νερού: Σαρκοφάγο υδρόβιο έντομο. Αρπάζει με τα μπροστινά του πόδια μικρά υδρόβια ζώα. Ανεβαίνει κάθε τόσο στην επιφάνεια για να αναπνεύσει, με τη βοήθεια της ουράς του που είναι σαν σωλήνας.
ΑΜΦΙΒΙΑ
Βάτραχος: Αμφίβιο, ζώο που ζει σε υγρές περιοχές. Γεννάει αυγά που επιπλέουν σε σωρούς κάτω από την επιφάνεια του νερού. Μετά την εκκόλαψη οι γυρίνοι αναπτύσσονται γρήγορα αναπνέοντας με βράχια και κολυμπούν με τη βοήθεια της ουράς τους. Σιγά σιγά μεταμορφώνονται σε τέλεια άτομα, χάνουν την ουρά τους και αποκτούν πόδια και πνεύμονες.
ΕΡΠΕΤΑ
Νερόφιδο: Ερπετό που σε αντίθεση με τους συγγενείς του που προσαρμόστηκαν στη ζωή της ξηράς, επέστρεψε στο νερό. Κολυμπάει εύκολα στο νερό και τρώει όσα υδρόβια ζώα μπορεί να καταπιεί. Φτάνει σε μήκος τα 80 εκατοστά και δεν είναι δηλητηριώδες.
ΠΤΗΝΑ
Τα πτηνά είναι ομοιόθερμα σπονδυλωτά, που το δέρμα τους είναι λεπτό και καλύπτεται από φτερά. Τα πτηνά έχουν προσαρμοστεί στην πτήση, με εξαίρεση μερικά τα οποία έχασαν αυτή την ικανότητα, όπως η στρουθοκάμηλος. Το πρώτο ζεύγος των άκρων τους έχει μετατραπεί σε όργανα πτήσης, τις πτέρυγες ή φτερούγες. Τα πτηνά πους ζουν συνεχώς στον ίδιο τόπο λέγονται καθιστικά. Αποδημητικά ή μεταναστευτικά λέγονται τα είδη που μεταναστεύουν κατά σμήνη σε θερμότερες περιοχές για να περάσουν τον χειμώνα και επανέρχονται την άνοιξη. Άλλα πτηνά, τα διαβατικά, κατά τις μεταναστεύσεις τους διέρχονται από έναν τόπο και τέλος, τα ενδημικά ζουν συνεχώς σε ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Ο τόπος στον οποίο ένα μεταναστευτικό πτηνό γεννά είναι η πατρίδα του.
Αλκυόνα: Μικρό πουλί που στην Ελλάδα είναι γνωστό σαν ψαροπούλι ή μπιρμπίλι. Ζει στις όχθες ποταμών και φτιάχνει τη φωλιά του στο βάθος μιας σήραγγας στο έδαφος. Τρέφεται με ψάρια κυρίως που τα πιάνει βουτώντας στο νερό. Είναι λαίμαργο πουλί.
Νερόκοτα: Είναι πουλί ενδημικό. Το μήκος του σώματος φτάνει τα 35 εκατοστά. Κολυμπάει με μεγάλη ευκολία στα ποτάμια και στις λίμνες και τρέφεται με διάφορα έντομα, μαλάκια και διάφορα υδρόβια φυτά.
Πάπια: Πάπια [επιστημονική ονομασία : νήσσα (Anas)], είναι η κοινή ονομασία που έχουν πτηνά της οικογένειας Ανατίδες, που ανήκουν στην τάξη των Χηνόμορφων. Αποτελούν υδρόβια κυρίως πτηνά, μικρότερα ως επί το πλείστον σε σύγκριση με τα συγγενικά τους πουλιά, τους κύκνους και τις χήνες. Υπάρχουν περίπου 75 είδη πάπιας, τα οποία ζουν σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η ήμερη πάπια κατάγεται από την αγριόπαπια, η οποία είναι υδρόβιο και αποδημητικό πουλί. Η οικόσιτη πάπια διατήρησε τις συνήθειες και τα χαρακτηριστικά της αγριόπαπιας. Έτσι, μένει στα λιμναία ύδατα και σε ρυάκια για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Είναι ζώο παμφάγο. Το πτηνό έχει στο σώμα του πυκνά φτερά, τα οποία είναι ελαφριά. Επίσης, το σχήμα του σώματός της μοιάζει με λέμβο. Ο λαιμός της είναι κοντός. Τα τρία εμπρόσθια δάκτυλα των ποδιών της είναι συνδεδεμένα με νηκτική μεμβράνη, οπότε τα πόδια λειτουργούν σαν κουπιά, ενώ το τέταρτο δάκτυλο είναι ελεύθερο, προς τα πίσω. Το φτέρωμά της έχει χρώμα λευκό και σε άλλες φυλές γκρι ή και πιο έντονο, ανάλογα με το φύλο και την εποχή του χρόνου. Στο ράμφος έχει μαλακό δέρμα , όπου βρίσκονται τα οπτικά νεύρα. Με τα τελευταία το πτηνό υποβοηθάται στο να αντιλαμβάνεται την ποιότητα και το είδος της τροφής μέσα στη λάσπη. Μέσα από τις σχισμές (όπως η φάλαινα έχει τις μπαλένες) που έχει στο ράμφος, αποβάλλει το νερό που βάζει στο στόμα της μαζί με τη λάσπη, από τα μέρη όπου βρίσκει την τροφή της. Έπειτα, μέσα από τη λάσπη διαλέγει τις ουσίες που τρώγονται. Κοντά στην ουρά φέρει έναν αδένα, με τον οποίο εκκρίνει μία λιπώδη ουσία. Με το ράμφος της η πάπια αλείφει αυτό το υγρό σε όλο της το σώμα, καθιστώντας αδιαπέραστο από τα νερά το φτέρωμά της. Επίσης, αυτό γίνεται για να αποφύγει την αύξηση του βάρους της και για να διευκολυνθεί στο κολύμπι. Όντας παμφάγο πτηνό, η πάπια τρέφεται με ποικιλία τροφών, όπως χόρτα, υδρόβια φυτά, έντομα, μικρά αμφίβια, σκουλήκια και μικρά μαλάκια. Ορισμένα είδη πιάνουν και ψάρια, με τα οποία τρέφονται. Το πτηνό γεννά 40-50 αυγά το χρόνο και τα επωάζει σε διάστημα από 23 έως 26 ημέρες ανάλογα με το είδος. Τα μικρά σύντομα αρχίζουν να περπατούν και να κολυμπούν με μεγάλη ευκολία. Οι πάπιες βρίσκονται σε όλο τον κόσμο και έτσι είναι φυσικό να έχουν πολλούς εχθρούς. Επίσης, οι κυνηγοί πτηνών αλλά και τα μεγάλα ψάρια και ζώα, όπως οι κροκόδειλοι εκμεταλλεύονται τη συχνή αδυναμία των πτηνών να πετάξουν και τα τρώνε. Εχθροί τους είναι επίσης πολλά ψαροφάγα πτηνά. Συχνά γίνονται επιθέσεις γερακιών, αετών και αλεπούδων σε φωλιές πάπιας. Η πάπια θηρεύεται για το κρέας της, που είναι πολύ νόστιμο. Επίσης, εκτρέφεται για τα αυγά της, το φτέρωμά της και συχνά εκτίθεται σε ζωολογικούς κήπους. Όλες οι κατοικίδιες πάπιες προέρχονται από την αγριόπαπια (Anas platyrhynchos), με εξαίρεση την πάπια Muscovy Duck. Η μεγαλύτερη αγορά πάπιας σύμφωνα με τον FAO το 2004 ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, με δεύτερο το Βιετνάμ και άλλες χώρες στην νοτιοανατολική Ασία. Υπάρχουν διάφορες φυλές κατοικίδιας πάπιας. Η αγριόπαπια (νήσσα η βοσκάδα) είναι αποδημητικό πτηνό, δηλαδή μεταναστεύει σε νοτιότερες περιοχές κατά τους χειμερινούς μήνες. Ζευγαρώνει την άνοιξη, κατά την επιστροφή της σε βορειότερες περιοχές. Γνωστά είδη πάπιας είναι επίσης η νήσσα η οξύουρος, η νήσσα η χονδροκέφαλος, η νήσσα η ασπριδόραμφος, η βαλανοφάγα, η αμερικάνικη, η πηνελόπη και άλλα.
Ερωδιός: Ο Μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus) (Λινναίος 1766) είναι ένας μικροσκοπικός ερωδιός αρκετά κοινός αν και δύσκολο να παρατηρηθεί. Ανοίκει στην τάξη των Πελαργόμορφων (Ciconiiformes), στην οικογένεια των Ερωδιίδων (Ardeidae) και το Γένος Ardeola. Είναι μεταναστευτικό είδος, στις περιοχές φωλιάσματος φτάνει τον Μάρτιο και αναχωρεί γύρω στον Σεπτέμβριο. Είναι ένας μικροσκοπικός ερωδιός, το μικρότερο είδος της οικογένειας του στην Ευρώπη, έχει το μέγεθος του περιστεριού. Το μεγεθός του είναι 33-38 εκατοστά, το βάρος του 140 γραμμάρια και με άνοιγμα φτερών που φτάνει τα 55-58 εκατοστά. Ο λαιμός του είναι μικρός ενώ το ράμφος του ιδιαίτερα μακρί για το μέγεθος του. Είναι ο ερωδιός με τον πιό έντονο διμορφισμό από όλα τα είδη που ζούν στην Ευρώπη. Το αρσενικό έχει το πάνω μέρος του κεφαλιού, τον λαιμό, την πλάτη και τα καλυπτήρια των φτερών μαύρου χρώματος με πράσινες ανταύγες. Τα φτερά είναι ανοιχτό μπεζ και το κάτω μέρος του σώματος είναι κρεμ. Το ράμφος είναι σκούρο κίτρινο ενώ κατά την περίοδο της αναπαραγωγής έχει έντονο πορτοκαλί χρώμα. Τα πόδια είναι μακριά πρασινοπού χρώματος. Τα θηλυκά είναι ανοιχτό μπεζ στο πάνω μέρος του σώματος με καφέ λωρίδες. Το κάτω μέρος είναι χρώματος κρεμ με λιγότερο πυκνές και εμφανείς κοκκινωπές γραμμώσεις, κοκκινωπά είναι και τα καλυπτήρια των φτερών. Τα πόδια και το ράμφος είναι ίδια με το αρσενικό. Τα νεαρά είναι κρεμ με πολύ πυκνές καφέ γραμμώσεις σε όλο τους το σώμα. Ο Μικροτσικνιάς (Ixobrychus minutus) είναι ένας μοναχικός ερωδιός που μπορούμε να τον συναντήσουμε και σε ζευγάρια. Είναι αρκετά αθόρυβος και είναι σπάνιο να ακουστεί η φωνή του και μαζί με το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της ημέρας μένει κρυμμένος στις πυκνές καλαμιές τον κάνουν ιδιαίτερα δύσκολο στον εντοπισμό. Όταν απειλήτε πέρνει τη θέση πασσαλίσκου, με το σώμα τεντώμενο κάθετα προς το έδαφος και το κεφάλι να κοιτάει προς τον ουρανό, που το κάνει να μην ξεχωρίζει από τα καλάμια. Το σούρουπο βγαίνει για κυνήγι στις όχθες για να πιάσει μικρά ψάρια, έντομα και αμφίβια. Πετάει αργά εναλλάσοντας γρήγορα χτυπήματα των φτερών με αιωρήσεις ενώ κρατάει τα πόδια του τεντωμένα προς τα πίσω και τον λαιμό σε σχήμα S. Την περίοδο της αναπαραγωγής, στα τέλη μαΐου αρχές ιουνίου, το αρσενικό φτιάχνει μία φωλιά μέσα στα καλάμια με κομάτια από καλάμια και οριοθετεί μία περιοχή. Μετά προσελκύει ένα θηλυκό και δημιουργεί ένα ζευγάρι. Το θηλυκό γεννάει 4-6 λευκά αυγά που κλωσσάνε και οι δύο γονείς. Η επώαση γίνεται μετά απο 16-20 μέρες και την φροντίδα των μικρών την αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς για 25-30 μέρες οπότε και τα μικρά εγκαταλείπουν την φωλιά. Του αρέσουν οι περιοχές που έχουν γλυκά νερά με μικρό βάθος και πλούσιους καλαμιώνες στις όχθες. Αυτό ρον κάνει ιδιέτερα ευαίσθητο στην καταστροφή των καλαμιώνων. Μπορούμε να το συναντήσουμε στις όχθες λιμνών, ποταμών, έλη και κανάλια. Κατά την μετανάστευση μπορούμε να τον συναντήσουμε και κοντά στη θάλασσα. Τον Μικροτσικνιά τον βρίσκουμε στην Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική, την Αυστραλία και την Νέα Ζηλανδία. Στην Ευρώπη και την βόρειο Αφρική, με εξαίρεση του Δέλτα του Νείλου που τον βρίσκουμε όλο τον χρόνο, είναι θερινός επισκέπτης ενώ τον Χειμώνα μεταναστεύει στην Αφρική νότια της Σαχάρας. Στην Ασία συναντάται στην δυτική και κεντρική μέχρι την δυτική Κίνα. Στην Ελλάδα αναπαράγεται, με περίπου 700 ζευγάρια, στην δυτική Ελλάδα, από την Πελοπόννησο μέχρι την Ήπειρο, στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, την Μακεδονία, την Θεσσαλία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου.
Ποταμίδα: Μικρό πουλί που φτιάχνει τη φωλιά του στους καλαμώνες της όχθης των λιμνών και των ποταμών. Χρησιμοποιεί σαν σκελετό τους βλαστούς των καλαμιών για να χτίσει τη φωλιά του.
ΘΗΛΑΣΤΙΚΑ
Βίδρα: H ευρωπαϊκή βίδρα, Lutra lutra, είναι θηλαστικό, ευρωπαϊκό μέλος της οικογένειας των Μυστελιδών (μυιοϊκτίς), τυπικό είδος της βίδρας που χρησιμοποιεί ως ενδιαίτημα το γλυκό νερό. Είναι επίσης γνωστή ως ευρασιαστική βίδρα (ποτάμια), κοινή βίδρα, ή βίδρα του Παλαιού Κόσμου, αλλά και ως ενυδρίδα. Συγγενεύει με το κουνάβι. Η ενυδρίδα έχει κορμί μακρύ, ελαστικό και μυωδες, με παχιά γούνα, που κρατά στεγνό το σώμα της. Τα πόδια της είναι κοντά. Η θαλάσσια ενυδρίδα είναι μεγαλύτερη και βαρύτερη. Οι ενυδρίδες κολυμπούν γρήγορα, κουνώντας την ουρά και το ευλύγιστο σώμα τους. Χρησιμοποιούν σαν κουπιά τα πίσω πόδια τους, που έχουν νυκτικές μεμβράνες. Η ευρωπαϊκή βίδρα είναι το ευρύτερα απαντώμενο είδος βίδρας και το όνομα ευρωπαϊκή δεν ανταποκρίνεται στην ακτίνα κατανομής του, καθώς περιλαμβάνονται τμήματα της Ασίας και της Αφρικής πέραν της Ευρώπης. Θεωρείται εξαφανισμένο είδος στο Λιχτενστάιν, τις Κάτω Χώρες και την Ελβετία. Οι πυκνότεροι πληθυσμοί απαντώνται στην ακτή της Νορβηγίας. Η διατροφή της συνίσταται κυρίως σε ψάρια, αλλά συμπεριλαμβάνονται επίσης πτηνά έντομα, βάτραχοι και μικρότερα θηλαστικά. Η ποικιλία της διατροφής της προϋποθέτει καθαρούς όγκους νερού, στους οποίους περιλαμβάνονται λίμνες, ποτάμια, ρυάκια, όσο παρέχουν επαρκείς ποσότητες τροφής. Ζουν επίσης σε παράκτιες περιοχές, που διαθέτουν όμως πρόσβαση σε γλυκό νερό, το οποίο χρειάζονται για να καθαρίζουν τη γούνα τους. Τους αρέσει να περιπλανιούνται, ιδίως τη νύχτα, κυνηγώντας τη λεία τους και αναζητώντας νέους ψαρότοπους. Πολλές φορές παίζουν γλιστρώντας στη λάσπη των όχθεων ή στο χιόνι. Οι βίδρες ζουν μόνες τους στα όρια της επικράτειάς τους, που ορίζεται από 1-40 χλμ, (συνήθης μέσος όρος περίπου 18 χλμ.) ανάλογα με την πυκνότητα της διαθέσιμης τροφής. Τα άρρενα και θήλεια άτομα ζυγαρώνουν οποιαδήποτε στιγμή του έτους μέσα στο νερό. Μετά από περίοδο κύησης 63 ημερών γεννιούνται 1-4 κουτάβια, εξαρτώμενα από τη μητέρα τους επί ένα περίπου έτος. Το αρσενικό ασχολείται λίγο ή καθόλου με τη φροντίδα των νεογνών. Η βίδρα κυνηγά συνήθως το βράδυ, ενώ περνά την ημέρα της σε λαγούμι με υποβρύχια είσοδο. Από το δέρμα των ενυδρίδων κατασκευάζονται πολύτιμα γουναρικά.



ΠΗΓΕΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΠΟΤΑΜΩΝ
Βιομηχανικά λύματα υγρά και στερεά
Κάποιοι από τους κυριότερους παράγοντες που επιβαρύνουν σημαντικά τα νερά των ποταμών είναι τα βιομηχανικά απόβλητα. Αυτά περιέχουν:
• Ανόργανες ουσίες και στοιχεία: Τα κυριότερα στοιχεία είναι τα βαριά μέταλλα όπως ο υδράργυρος, ο μόλυβδος, το κάδμιο και το χρώμιο. Είναι τοξικά, συσσωρεύονται σε διάφορα σημεία του σώματος των ζωντανών οργανισμών και επηρεάζουν δυσμενώς τόσο την υγεία τους όσο και τη συμπεριφορά τους.
• Οργανικές ουσίες:
1) Είναι αυτές που δεν αποικοδομούνται - όπως είναι οι πλαστικές ύλες, τα απορρυπαντικά κ.λπ. - και που προκαλούν μόνιμη χημική επιβάρυνση.
2) Και αυτές που αποικοδομούνται με τη βοήθεια μικροοργανισμών. Για τη διάσπαση τους απαιτείται οξυγόνο, το οποίο το στερούν από τους ανώτερους οργανισμούς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα νεκρά ψάρια που με τη σειρά τους δημιουργούν φαινόμενα σήψης και δυσοσμίας.
• Αιωρούμενα στερεά: Ελαττώνουν τη διείσδυση του φωτός και επικάθονται στα βράγχια των ψαριών παρεμποδίζοντας την αναπνοή τους.
• Οι οργανικές ουσίες που περιέχουν όταν αποικοδομούνται προκαλούν μείωση του διαλυμένου οξυγόνου.
• Μπορεί να περιέχουν παθογόνους μικροοργανισμούς επικίνδυνους για τη δημόσια υγεία.
Οικιακά υγρά και στερεά
• Οι οργανικές ουσίες που περιέχουν όταν αποικοδομούνται προκαλούν μείωση του διαλυμένου οξυγόνου.
• Περιέχουν ουσίες επιβλαβείς για τους υδρόβιους οργανισμούς.
• Προκαλούν το φαινόμενο του ευτροφισμού.
Φυτοφάρμακα
• Περιέχουν διάφορες ουσίες για την καταπολέμηση των ανεπιθύμητων στις καλλιέργειες οργανισμών (εντομοκτόνα, μυκητοκτόνα, παρασιτοκτόνα). Συσσωρεύονται στους οργανισμούς μέσω της τροφής με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία.
• Διαταράσσουν την ισορροπία του οικοσυστήματος.
• Κάνουν το νερό ακατάλληλο για πόση.
Λιπάσματα
• Περιέχουν κυρίως νιτρικά και φωσφορικά ιόντα που προκαλούν ευτροφισμό.
• Προκαλούν υπερβολική αύξηση μικροοργανισμών.
• Συντελούν στη μείωση του οξυγόνου που είναι διαλυμένο στο νερό.
• Προκαλούν το θάνατο ψαριών από ασφυξία.
• Κάνουν το νερό ακατάλληλο για πόση.
Θερμική ρύπανση
• Προκαλείται κυρίως από τη χρήση του νερού σαν ψυκτικού μέσου στις βιομηχανίες.
Σκουπίδια
• Προκαλούν διάφορα προβλήματα στους οργανισμούς του οικοσυστήματος.
• Μειώνουν την αισθητική του ποταμού.


Η ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΠΗΝΕΙΟΥ

Οι εργαστηριακές εξετάσεις που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα από τη τελευταία μεγάλη οικολογική καταστροφή που σημειώθηκε στον Πηνειό ποταμό έδειξαν υψηλές συγκεντρώσεις φωσφορικών (της τάξης 2 mg1). Υψηλές συγκεντρώσεις οργανοφωσφορικών φυτοφάρμακων και συγκεκριμένα πρόκειται για τη δραστική ουσία ( Azinphos methyl). Υψηλό οργανικό φορτίο από δείγματα που προέρχονται από σημείο του ποταμού το οποίο έχει υποστεί ρύπανση από οργανικά απόβλητα (πιθανόν τυρόγαλο από τις πολλές γαλακτοβιομηχανίες που βρίσκονται κατά μήκος του Πηνειού) και υπολείμματα οργανοφωσφορικών φυτοφαρμάκων.
Χιλιάδες νεκρά ψάρια στις όχθες του ποταμού, ενώ η δυσοσμία έντονη σ' όλη την περιοχή. Άλλοι υδρόβιοι οργανισμοί - όπως καραβίδες, βάτραχοι, νεροχελώνες, νερόφιδα κ.α έχουν αφανιστεί, ενώ και τα υδρόβια δέντρα έχουν υποστεί μεγάλες ζημιές. Τα πουλιά δεν πλησιάζουν τις όχθες. Μια αφόρητη μπόχα απλώνεται σε μεγάλη απόσταση, μην επιτρέποντας σε κανέναν να προσεγγίσει το ποτάμι. Σημαντικό είναι ακόμη και το πρόβλημα της ρύπανσης των νερών του από αστικά και βιομηχανικά λύματα. Συγκεκριμένα ο Πηνειός δέχεται τα αστικά απόβλητα των Τρικάλων και της Λάρισας, καθώς και τα απόβλητα των βιομηχανικών μονάδων που λειτουργούν μόνιμα ή εποχικά στην περιοχή. Πρόσθετη επιβάρυνση προέρχεται από τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα των οποίων η χρήση αυξάνεται συνεχώς. Το αποκρουστικό θέαμα των χιλιάδων νεκρών ψαριών που επιπλέουν στην επιφάνεια των βρώμικου νερού του Πηνειού είναι, πλέον, συχνό, προκαλώντας τη λύπη, αλλά και την οργή και την αγανάκτηση των Θεσσαλών, που έχουν δεθεί κι αγαπούν αυτό το ποτάμι. Οι ασύδοτοι βιομήχανοι, βιοτέχνες, δρουν ανέλεγκτα και ατιμώρητα, προκαλώντας τεράστια υποβάθμιση του περιβάλλοντος και δημιουργώντας κινδύνους ακόμα και για την ανθρώπινη υγεία, αφού από τα νερά των ποταμιών αρδεύονται αγροτικές εκτάσεις και υδροδοτούνται χωριά και πόλεις.


Τραγούδι: «Της Λαρίσης το ποτάμι»

Στης Λαρίσης το ποτάμι
Που το λένε Πηνειό
Αν τυχόν δεν με θέλεις
Κει θα πέσω να πνιγώ

Ο καημός μου είναι μεγάλος
Το ποτάμι είναι ρηχό
Κι αν τυχόν και δεν με πνίξει
μοναχά που θα βραχώ
Στης Λαρίσης το ποτάμι
Που το λένε Πηνειό

Κίνησα από την Αθήνα
για τη Λάρισα να βγω
Πιάνει λάστιχο στο δρόμο
κι άραξα να κοιμηθώ

Το πρωί με τη δροσούλα
για τη Λάρισα κινώ
Αν τυχόν και δε με θέλεις
πέφτω μες στον ποταμό
Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό

Φέρτε ούζο του Τυρνάβου
να καθήσω και να πιω
κι όλη η Λάρισα να μάθει
πως εγώ σε αγαπώ

Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό
Αν τυχόν και δεν με θέλεις
κει θα πέσω να πνιγώ
Στης Λαρίσης το ποτάμι
που το λένε Πηνειό



ΠΡΕΣΠΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ

Στο βορειοδυτικό άκρο της Μακεδονίας εκτείνεται εδώ και εκατομμύρια χρόνια ένα λεκανοπέδιο μοναδικής ομορφιάς, η περιοχή των Πρεσπών. Η έκταση αυτή (330 Κm2) περιλαμβάνει δύο λίμνες τη Μικρή και τη Μεγάλη Πρέσπα που περιτριγυρίζονται από βουνά με πλούσια βλάστηση. Το σκηνικό της περιοχής συμπληρώνουν και μικροί παραδοσιακοί οικισμοί. Η πορεία της ονομασίας των λιμνών στο πέρασμα του χρόνου διαγράφεται μέσα από δυο βασικά στάδια. Αρχικά αναφέρονταν ως Μικρή και Μεγάλη Βρυγκίς και έπειτα μετονομάστηκαν σε Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα. Σχετικά με την τωρινή τους ονομασία οι απόψεις διίστανται. Η επικρατέστερη από αυτές αναφέρει ότι η λέξη Πρέσπα προέρχεται από τη λατινική «praespe» που σημαίνει φάτνη, πράγμα που αποδεικνύει η μορφολογία του τόπου.
Οι λίμνες από πολύ παλιά κέντρισαν το ενδιαφέρον των κατοίκων και διέγειραν τη φαντασία τους ώστε αυτοί να πλάσουν διάφορους μύθους. Σύμφωνα με έναν από αυτούς, η στάθμη του νερού ανεβαίνει όταν πρόκειται να γίνει πόλεμος, κάτι που επιβεβαιώνεται τόσο από παλιότερες μαρτυρίες όσο και από τα πρόσφατα γεγονότα.... Αρχικά οι δύο λίμνες ήταν ενωμένες. Έπειτα όμως χωρίστηκαν λόγω των φερτών υλικών που εναπόθεσε ο ρύακας του Αγίου Γερμανού. Στη Μικρή Πρέσπα κατά την εποχή του χαλκού - σιδήρου δημιουργήθηκαν οι πρώτοι οικισμοί, που κατοικούνταν κυρίως από νομάδες. Γύρω στον 4ο αιώνα π.Χ. η περιοχή ανήκε στο βασίλειο του Φιλίππου κι έπειτα περιήλθε στην κατοχή του Μ. Αλεξάνδρου. Αργότερα τη διοίκηση της ανέλαβαν οι Βυζαντινοί. Με την εισβολή των Βουλγάρων τον 1ο αιώνα χτίζεται από τον ηγεμόνα τους Σαμουήλ ο ναός του Αγίου Αχιλλείου και στη συνέχεια ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος ανακαταλαμβάνει τα εδάφη και χτίζει δύο κάστρα. Τον 11ο αιώνα χτίζεται ο ναός του Αγίου Γερμανού στο ομώνυμο χωριό. Ο ναός αυτός αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα βυζαντινής τέχνης, καθώς μάλιστα οι Πρέσπες έχουν χαρακτηριστεί ως δεύτερο κέντρο Βυζαντινών Μνημείων. Οι παραδόσεις λένε πως το χωριό αυτό ονομάστηκε έτσι επειδή τυχαία κάποιος βοσκός βρήκε σ' εκείνη την περιοχή το νεκρό σώμα του Αγίου Γερμανού. Άλλοι κατακτητές γύρω στον 13ο αιώνα υπήρξαν οι Φράγκοι και μετά οι Σέρβοι. Από την εποχή αυτή και ως τον 18ο αιώνα χτίζονται σημαντικοί ναοί, όπως η Παναγία η Ελεούσα, ο ναός της Υπαπαντής στο χωριό Λαιμός, το ασκητήριο της Μικρής Ανάληψης, ο ναός και η μονή της Παναγίας Πορφύρας στον Άγιο Αχίλλειο και τέλος ο ναός του Αγίου Νικολάου στο Πλατύ. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι Πρέσπες περιέρχονται στην κυριαρχία του Αλή Πασά. Γύρω, στα 1860 αρχίζουν έντονες βουλγαρικές διεκδικήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Μακεδονίας. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα γίνονται έντονες προσπάθειες από την Ελληνική πλευρά για την απαλλαγή από τον τουρκικό ζυγό. Τελικά το 1894 εισέβαλαν οι Βούλγαροι στη Μακεδονία και αναγκάζουν τους ντόπιους κατοίκους να υποταχθούν στη βουλγαρική οργάνωση. Ωστόσο οι απεγνωσμένες προσπάθειες των ντόπιων με την αρχηγία του καπετάν Κώστα να περιορίσουν τις βιαιοπραγίες των Τούρκων στάθηκαν αδύναμες. Η λύση δόθηκε με τους Βαλκανικούς πολέμους το 1912 οπότε και η περιοχή απελευθερώθηκε από τον Τούρκο δυνάστη. Έπειτα στον Μακεδονικό αγώνα, το 1904, πρωτοστάτησε ο Παύλος Μελάς που οργάνωσε 3 περιοδείες στην περιοχή. Η τελευταία περιέρχεται στην Ελλάδα με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913. Μια δεκαετία αργότερα πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο εγκαθίστανται στα απελευθερωμένα πια εδάφη, τα οποία μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου περιέρχονται στην ιταλική ζώνη κατοχής. Στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου εγκαταλείπονται και ερημώνονται. Οι ντόπιοι πληθυσμοί αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής, ακολουθούν τους μακρινούς δρόμους της ξενιτιάς. Έτσι λοιπόν οι πληθυσμός μειώνεται σημαντικά, ώστε από 6888 κατοίκους που ήταν σύμφωνα με την απογραφή του 1941 κατέληξαν στους μόλις 1500 που είναι διεσπαρμένοι σε 12 χωριά, με έδρα τον Άγιο Γερμανό, και υπάγονται στο δήμο Πρεσπών.



ΠΑΝΙΔΑ ΠΡΕΣΠΩΝ
Λόγω των κλιματολογικών συνθηκών, που επικρατούν στην περιοχή των Πρεσπών, παρατηρείται μεγάλη ποικιλία ζωής. Από την πλούσια πανίδα, παρουσιάζονται 17 είδη ψαριών. Από αυτά, πιο γνωστά, είναι: οι μπράνες, οι πέστροφες, τα χέλια και τα γριβάδια. Από τα 15 είδη αμφιβίων που υπάρχουν στην Ελλάδα, τα 11 ζουν στις Πρέσπες. Από τα 270 είδη πουλιών, τα 140 φωλιάζουν μόνιμα στις Πρέσπες, ενώ τα 105 είναι αποδημητικά. Στις Πρέσπες απαντώνται περίπου 45 είδη θηλαστικών από τα οποία μερικά είναι από τα πιο σπάνια στην Ευρώπη. Τέλος στις Πρέσπες απαντώνται 21 είδη ερπετών.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΩΝ ΨΑΡΙΩΝ ΣΤΙΣ ΠΡΕΣΠΕΣ
Πέστροφα: Είναι ενδημικό είδος (βρίσκεται στην περιοχή της Μεγάλης Πρέσπας) (αποκλειστικά). Είναι δείκτης καθαρού νερού και ο αριθμός της συνεχώς ελαττώνεται, γιατί έχουν δημιουργηθεί αναβαθμίδες για την άρδευση των καλλιεργειών και έτσι δυσκολεύεται να ανέβει στο ποτάμι του Αγίου Γερμανού, όπου και γεννάει. Οι ψαράδες πιάνουν το πολύ μία πέστροφα το μήνα.
Γριβάδι: Ξεπερνάει το 1 m σε μήκος. Το βάρος του φτάνει τα 25 κιλά. Λέγεται αλλιώς και Κυπρινός.
Χέλι: Αναπαράγεται στη θάλασσα των Σαργασσών (στην Καραϊβική). Το χέλι μαρτυρεί τη σύνδεση της λίμνης με τη λίμνη Οχρίδα (Βουλγαρία) που χύνεται στην Αδριατική, μέσω υπόγειων ρευμάτων.
Μπράνα: Ενδημικό είδος, και απ' τα παλιά ψάρια, που κατοικούν στη Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα. Φτάνει σε μήκος τα 30 cm και ζει σε μεγάλο βάθος.
Τσιρόνι: Μπορεί να φτάσει σε ηλικία 7 χρονών και αποτελεί την κύρια τροφή των Πελεκάνων και των Κορμοράνων. Τρέφεται με φυτοπλαγκτόν.
Τσιρονάκι: Ψάρι μικρότερο απ' το τσιρόνι. Δεν είναι αλιεύσιμο.
Πεταλούδα: Είναι νεοεισαγόμενο είδος και απειλεί την ευστάθεια του οικοσυστήματος, γιατί δεν έχει φυσικούς εχθρούς. Έχει χρώμα κιτρινωπό και αναπαράγεται πολύ γρήγορα. Δεν είναι αλιεύσιμο. Σημαντικά επίσης είναι τα εξής ψάρια: κέφαλος, γλίνι, ψευτορασμόρα, σκουμπούζι, πλατίκα κ.ά.


ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΩΝ ΖΩΩΝ

Βίδρα: Ζώο μεγαλύτερο της γάτας. Είναι δείκτης καθαρού νερού. Ζει σε λίμνες και ποτάμια και είναι θηλαστικό.
Νάνες αγελάδες: Χαρακτηριστικό είδος αγελάδων στην περιοχή των Πρεσπών. Έχει μικρά κέρατα (κατηγορία βραχυκεράτων). Είναι μονόχρωμες, λιγότερο αποδοτικές απ' τις κοινές αγελάδες, όμως αντέχουν στις κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, χωρίς τη χρήση φαρμάκων.
Αλεπού-αρκούδα-λύκος: Είναι σπάνια είδη θηλαστικών που ζουν στην περιοχή των Πρεσπών. Άλλα ζώα είναι τα αγριογούρουνα, το ζαρκάδι κ.ά.

ΠΤΗΝΑ
Πελεκάνοι: Χωρίζονται στους Ροδοπελεκάνους και στους Αργυροπελεκάνους. Φωλιάζουν μόνο στις Πρέσπες 200-300 ζευγάρια. Οι Ροδοπελεκάνοι έχουν μια πλατιά, κατάμαυρη λωρίδα στο πίσω μέρος των φτερών τους, η «σακούλα» του ράμφους τους είναι κίτρινη και έχουν ρόδινο χρώμα. Οι Αργυροπελεκάνοι έχουν πορτοκαλοκόκκινη «σακούλα» ενώ είναι λευκοί. Οι Ροδοπελεκάνοι είναι μικρότεροι σε μέγεθος από τους Αργυροπελεκάνους. Επίσης οι Ροδοπελεκάνοι έχουν ίσιο τρίχωμα σε σχέση με τους Αργυροπελεκάνους, μια «αναμαλλιασμένη» τούφα στο κεφάλι τους. Οι Ροδοπελεκάνοι το χειμώνα ξεχειμωνιάζουν στη λίμνη Κερώνη. Υπάρχουν συνολικά 17 είδη πελεκάνων στον κόσμο, απ' τα οποία 2 που ζουν στην Ευρώπη βρίσκονται μόνο στην Ελλάδα. Και τα 2 είδη των πελεκάνων φωλιάζουν δίπλα - δίπλα σε φωλιές που κατασκευάζουν από καλάμια, σε ρηχά και απρόσιτα μέρη της λίμνης. Γεννούν τα αυγά τους, απ' το Φεβρουάριο ως το Μάιο. Κάθε θηλυκιά γεννάει από 1-3 αυγά. Ο πελεκάνος ζυγίζει 10-12 κιλά.
Κορμοράνοι: Είναι μαύροι σ' όλο τους το σώμα εκτός απ' το κεφάλι. Συγκεκριμένα, στα μάγουλα και κάτω απ' το ράμφος έχει χρώμα λευκό. Όταν οι πελεκάνοι δεν ψαρεύουν στα ρηχά, πηγαίνουν στα βαθιά, όπου συνεργάζονται με τους κορμοράνους, για την απόκτηση της τροφής τους. Ο κορμοράνος φωλιάζει σε αποικίες, μαζί με ερωδιούς, χαλκόκοτες, λαγγόνες κ.ά. Προτιμούν τις περιοχές με πυκνή βλάστηση. Είναι μεταναστευτικό και ψαροφάγο είδος.
Λαγγόνες: Είναι συγγενικό είδος με τους κορμοράνους, αλλά είναι μικρότερες στο μέγεθος. Το χρώμα τους είναι μαύρο (ολόμαυρες). Φωλιάζουν μόνο στην Ελλάδα, μαζί με τους ερωδιούς στους καλαμιώνες της λίμνης Πρέσπας. Είναι ψαροφάγο πουλί και αναζητεί τη λεία του στα ρηχά νερά.
Αργυροτσικνιάδες: Είναι ένα είδος ερωδιού, το χρώμα του είναι λευκό, ενώ είναι ψαροφάγο πουλί. Στο ψάρεμα συνήθως ακολουθεί κοπάδια κορμοράνων. Ο πληθυσμός τους αυξάνεται συνεχώς, ενώ φωλιάζει και σε άλλους υγροβιότοπους στην Ελλάδα. Στις Πρέσπες υπάρχουν 6 είδη ερωδιών. Αυτά είναι: Αργυροτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, πορφυροτσικνιάδες κ.ά. Επίσης φωλιάζουν πάπιες, σταχτόχηνες, χουλιαρομύτες, χαλκόκοτες και παπαδίτσες.

ΕΡΠΕΤΑ
Τα ερπετά που παρουσιάζονται στην περιοχή των Πρεσπών, είναι κυρίως φίδια. Υπάρχουν όμως πολλά είδη σαύρας, όπως επίσης σαλαμάνδρες.
Οχιά: Η οχιά, είναι το πιο επικίνδυνο φίδι. Έχει κίτρινο κεφάλι, ζικ-ζακ στο δέρμα της και μήκος περίπου 1 m. Τα νερόφιδα είναι ακίνδυνα και κολυμπούν με το κεφάλι έξω απ' το νερό. Φοβούνται πολύ, έτσι όταν παρουσιαστεί κίνδυνος τρέχουν προς το νερό.

ΑΜΦΙΒΙΑ
Βάτραχοι, σαλαμάνδρες, φρύνοι, πιλοβάτες, τρίτονες κ.τ.λ. Συνολικά υπάρχουν 15 είδη.

ΧΛΩΡΙΔΑ ΠΡΕΣΠΩΝ
Χλωρίδα είναι το σύνολο των φυτών, που υπάρχουν σε μια περιοχή. Στην Πρέσπα υπάρχουν 1500 είδη φυτών, αριθμός πολύ μεγάλος αν δούμε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 6.500 είδη. Τα βουνοκυπάρισσα ή κέδρα είναι 400 χρόνων. Ανάμεσα σ' αυτά υπάρχουν και πολλά σπάνια είδη όπως το ενδημικό αγκαθάκι κενταύρια, η φελίπια ενδημικός μύκητας των δέντρων και η Σημίδα δέντρο το οποίο μοιάζει πολύ με τη Λεύκα μόνο που είναι πιο άσπρο.
Η χλωρίδα της περιοχής χωρίζεται σε ζώνες:
1) Υγρότοπος: Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει τις λίμνες και τα υγρά λιβάδια. Εδώ συναντάμε καλάμια, νούφαρα κίτρινα και άσπρα, ίριδα των βάλτων (ή κρίνος των νερών) και ρογούδια. Αυτά τα φυτά τα συναντάμε μόνο στη μικρή Πρέσπα, όπου τα νερά είναι ρηχά και γίνεται εύκολα φωτοσύνθεση. Τα ζώα που ζουν σ' αυτή την περιοχή είναι κυρίως ψάρια και αμφίβια.
2) Αγροτική ζώνη: Αποτελείται από τις γεωργικές εκτάσεις, τα λιβάδια χορτονομής για την κτηνοτροφία και αρδευτικό δίκτυο. Τα φυτά της περιοχής είναι νάρκισσοι (οι οποίοι δε βλασταίνουν πια στην Ελλάδα), ορχιδέες και ραδίκια.
3) Ενδιάμεση ζώνη μεταξύ καλλιεργειών και δάσους: Σ' αυτή την περιοχή υπάρχουν μόνο θάμνοι.
4)Δασικές διαπλάσεις:
Οστριά-γαύρος: Είναι τα ίδια δέντρα και διαφέρουν μόνο στον καρπό.
Κέδρος: Είναι θάμνοι με σκούρο πράσινο χρώμα.
Στην περιοχή των Ψαράδων, οι άνθρωποι τους άφησαν να αναπτυχθούν και τώρα, ύστερα από δεκάδες χρόνια έχουν γίνει δέντρα στο ύψος των πεύκων. Η ηλικία των δέντρων σ' εκείνη την περιοχή είναι πάνω από 400 χρόνια.
Ακόμα υπάρχουν: Οξιές, βελανιδιές, λίγα έλατα, πυξός.
5) Υπό αλπικοί θαμνότοποι και υπό αλπικά λιβάδια: Παρουσιάζονται σε υψόμετρο 1600-1700 m
6) Αλπικά λιβάδια: Βρίσκονται σε υψόμετρο πάνω από 1800 m. Εκεί υπάρχουν, μόνο ψυχροανθεκτικά αγροστώδη. Στα δάση των Πρεσπών υπάρχουν λίγες πυρκαγιές. Η τελευταία μεγάλη πυρκαγιά έγινε το 1989.



Κόντρα πελεκάνων - ψαράδων: Οι ψαράδες αποδίδουν τη μείωση των αλιευμάτων τους στους πελεκάνους, γι' αυτό σε κάθε ευκαιρία τους σκοτώνουν. Ιδιαίτερα θεωρούν ότι τρώνε τα γριβάδια, από τα λίγα ψάρια της λίμνης που τρώνε οι άνθρωποι. Ο πελεκάνος όμως, ένα πουλί 10-12 κιλών δεν μπορεί να φάει το γριβάδι, που είναι πολλές φορές βαρύτερό του, αλλά αρέσκεται στα μικρά ψάρια, όπως τα τσιρονάκια που δεν ψαρεύουν οι ψαράδες.

Υγρά λιβάδια: Οι νάνες αγελάδες τρέφονται με τα καλάμια της λίμνης. Έτσι εκεί που βρίσκονται τα καλάμια ανεβαίνει το νερό και δημιουργούνται υγρά λιβάδια. Στα λιβάδια αυτά τα νερά είναι χαμηλά και ζεστά και εκεί γεννούν τα γριβάδια τ' αυγά τους. Οι χωρικοί όμως κατά τη δεκαετία'60 προσπάθησαν να σκοτώσουν τις νάνες αγελάδες και να τις αντικαταστήσουν με τις κοινές, που ήταν πιο αποδοτικές. Οι κοινές όμως αγελάδες δεν μπορούσαν να επιβιώσουν στο κλίμα της περιοχής και χρειαζόντουσαν φάρμακα. Επιπλέον δεν έτρωγαν τα καλάμια των βάλτων κι έτσι δε δημιουργούν πια υγρά λιβάδια και το γριβάδι δεν μπορούσε ν' αναπαραχθεί γι' αυτό και ελαττώθηκε.

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο να κατεβαίνει η στάθμη της λίμνης κάθε χρόνο. Αυτό μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι η Μεγάλη Πρέσπα επικοινωνεί με τη λίμνη Οχρίδα της Βουλγαρίας μέσω υπόγειων ρευμάτων, που είναι 160 m χαμηλότερη από τη Μεγάλη Πρέσπα. Ένας τοπικός θρύλος λέει ότι τα νερά της λίμνης κατεβαίνουν σε περίοδο ειρήνης, ενώ ανεβαίνει όταν υπάρχει πόλεμος. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1991 όταν γινόταν ο Περσικός πόλεμος, τα νερά της λίμνης ανέβηκαν, όπως και φέτος 1-20 m.



Ευχαριστούμε:

 Το Διευθυντή του Σχολείου μας κ. Πέτσα Βασίλειο για τη βοήθειά του σε όλα τα βήματα της εργασίας μας και τη συμπαράστασή του.
 Το Σύλλογο των Καθηγητών του σχολείου μας.
 Τους εκπροσώπους του συλλόγου «Φίλοι του Πηνειού».
 Τον Δ/ντη της Δ.Ε.Υ.Α.Λ κ. Μπαλογιάννη.
 Την Παιδαγωγική Ομάδα του Κ.Π.Ε Αγιάς, ιδιαιτέρως τους κ. Λούκα Η. & κ. Σταγιάννη Αικ.
 και όλους όσους μας βοήθησαν.



Η Ομάδα μας:ΑΓΓΕΛΗΣ ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ  ΒΑΪΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  ΒΑΣΙΛΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ  ΓΑΤΣΙΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ  ΓΕΝΝΗΤΣΕΦΤΣΗ ΝΙΚΟΛΕΤΑ  ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ ΧΑΙΔΩ  ΓΙΑΝΝΑΚΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ  ΔΟΛΓΥΡΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΔΡΟΓΓΟΥΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ  ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΧΡΙΣΤΙΝΑ  ΚΑΡΛΙΑΜΠΑ ΕΛΕΝΗ  ΚΕΡΠΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΚΟΜΟΠΟΥΛΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ  ΚΟΜΠΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ-ΒΑΣΙΛΙΚΗ  ΚΟΥΚΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ  ΚΥΡΙΤΣΗ ΜΑΡΙΑ  ΛΙΑΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ  ΜΠΑΚΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ  ΜΠΑΛΗ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ  ΜΠΑΛΗ ΜΑΡΙΑ  ΜΠΟΥΡΝΟΒΑ ΕΛΕΝΗ  ΜΠΡΑΤΗΣ ΗΛΙΑΣ  ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙΟΣ  ΠΑΛΟΥΚΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΤΑΥΡΙΝΑ  ΠΑΤΣΙΟΜΥΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ  ΣΑΡΧΩΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ  ΣΙΜΟΥ ΜΑΡΙΑ  ΣΤΟΓΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ  ΤΣΙΤΡΟΥΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ  ΦΑΡΜΑΚΑΣ ΣΩΤΗΡΙΟΣ  ΦΩΤΙΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ  ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: