Συνολικές προβολές σελίδας

10ο Γυμνάσιο Λάρισας: Πρόγραμμα "Καλλιστώ": "Υγρότοποι, μικροί υδάτινοι παράδεισοι"

Συντονίστρια του Προγράμματος: Κουτσίκου Πολυξένη


1. ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ

ΟΡΙΣΜΟΣ

Γενικά δεν υπάρχει ένας συνολικά αποδεκτός ορισμός των υγροτόπων από τους περισσότερους ερευνητές. Αυτό είναι αναμενόμενο γιατί οι τρόποι που ορίζουμε και κατηγοριοποιούμε τα πράγματα είναι καθαρά ανθρωπογενείς και κατά συνέπεια πάντα είναι ατελείς όταν εφαρμόζονται σε πολυδιάστατα και δυναμικά συστήματα όπως αυτά στο φυσικό περιβάλλον.
Υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ποώδη βλάστηση, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις γαίες ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μόνιμα ή προσωρινά κατακλυζόμενες από νερό το οποίο είναι στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και περιλαμβάνουν επίσης εκείνες που καλύπτονται από θαλασσινό νερό το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα.
Παραθέτουμε αυτούσιο τον ορισμό των υγροτόπων από τη συνθήκη Ramsar: «Υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη γενικώς, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα από τυρφώδεις γαίες, ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μονίμως ή προσωρινώς κατακλυζόμενες με νερό, το οποίο είναι στάσιμο ή ρέον, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Οι περιοχές αυτές επίσης περιλαμβάνουν και εκείνες που καλύπτονται με θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου κατά την αμπώτιδα δεν υπερβαίνει τα 6 μέτρα (Αρθρο 1). Στους υγρότοπους μπορεί να περιλαμβάνονται και οι παρόχθιες ή παράκτιες ζώνες που γειτονεύουν με υγρότοπους ή με νησιά ή με θαλάσσιες υδατοσυλλογές και που είναι βαθύτερες μεν από 6 μέτρα κατά την αμπώτιδα, αλλά βρίσκονται μέσα στα όρια του υγροτόπου όπως αυτός καθορίζεται παραπάνω.

ΤΥΠΟΙ ΥΓΡΟΤΟΠΩΝ

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των υγροτόπων σε τύπους, π.χ. ανάλογα με τη ρέουσα ή στάσιμη φύση των νερών, την αλατότητα του νερού, τη γειτνίασή τους με θάλασσα, το υπόστρωμά τους, με το αν είναι φυσικοί ή τεχνητοί κλπ.
Οι πολύ γενικές κατηγορίες στις οποίες συνηθίζεται να χωρίζονται οι υγρότοποι στην Ελλάδα είναι: δέλτα, έλη, λίμνες, λιμνοθάλασσες, πηγές, εκβολές, ποταμοί, τεχνητές λίμνες.

Δέλτα
Δέλτα ονομάζονται οι εκτάσεις που σχηματίζονται από τα στερεά υλικά που μεταφέρουν οι ποταμοί και τα εναποθέτουν στις εκβολές τους. Μολονότι όλοι οι ποταμοί μεταφέρουν στερεά υλικά, δεν έχουν όλοι τη δυνατότητα να σχηματίζουν δέλτα. Για να σχηματιστεί ένα δέλτα, πρέπει να υπάρχει ευνοϊκός συνδυασμός παραγόντων που σχετίζονται με τα γνωρίσματα του ποταμού, της λεκάνης απορροής του ποταμού και της θαλάσσιας ακτής καθώς και με τις βροχοπτώσεις κλπ. Δέλτα, για παράδειγμα, μπορεί να σχηματίσουν και ποταμοί που εκβάλλουν σε λίμνες.
Ανάλογα με τους παράγοντες και τις διεργασίες σχηματισμού τους, τα δέλτα μπορούν να διακριθούν σε διάφορους μορφοδυναμικούς τύπους: ακτινωτός, πέλματος πτηνού, λοβοειδής, τοξοειδής. Μία από τις αιτίες των διαφορών μεταξύ των δέλτα, ως προς τα οικοσυστήματα που αυτά φιλοξενούν, είναι οι διαφορές τους ως προς τον μορφοδυναμικό τύπο.
Ένα δέλτα, παρόλο που συνηθίζεται να θεωρείται συνολικά υγρότοπος, στην πραγματικότητα αποτελείται από μωσαϊκό διαφόρων τύπων υγροτόπων αλλά και χερσαίων τοποθεσιών. Εάν θέλει κάποιος να ακριβολογήσει, τα δέλτα είναι ευρύτερες μονάδες τοπίου, οι οποίες περικλείουν επιμέρους τύπους υγροτόπων. Οι μονάδες αυτές έχουν προέλθει είτε από φυσικές διεργασίες είτε από αποξηράνσεις.
Σε δέλτα μπορεί κάποιος να συναντήσει, εκτός από κοίτες ποταμών (τις περισσότερες φορές διευθετημένες–εγκιβωτισμένες), λιμνοθάλασσες, παράκτια αλοέλη (δηλαδή αλμυρά έλη), υγρολίβαδα, παρόχθια δάση και παρόχθιους θαμνώνες, αλυκές, ορυζώνες, στραγγιστικές τάφρους, αρδευτικές διώρυγες κλπ. που δεν έχουν πάντα σαφώς διακριτά όρια, και, όπως ήδη αναφέραμε, αποτελούν μωσαϊκό. Αυτή ακριβώς η εν είδει μωσαϊκού χωροδιάταξη των οικοσυστημάτων και η ποικιλότητά τους καθιστά τα δέλτα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα από άποψη μελέτης, χαρτογράφησης, χωρισμού σε επιμέρους διαχειριστικές ενότητες και λήψης μέτρων διαχείρισης. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των μονάδων ενός δέλτα οφείλονται κυρίως στους παράγοντες υδατικό καθεστώς και ορνιθοπανίδα.
Το νερό στις διάφορες τοποθεσίες ενός δέλτα μπορεί να είναι γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό. Η αλατότητα κυμαίνεται από έτος σε έτος και από εποχή σε εποχή του έτους.
Τα οικοσυστήματα των ελληνικών δέλτα καταπονούνται από την έλλειψη ικανής ποσότητας γλυκού νερού κατά το θέρος, διότι το γλυκό νερό των ποταμών οδηγείται στα αρδευτικά δίκτυα. Ουσιαστικά έχει σχεδόν διακοπεί η φυσική διεργασία του εμπλουτισμού των δελταϊκών πεδιάδων με θρεπτικά στοιχεία, τα οποία μετέφερε στις πεδιάδες αυτές κάθε έτος το πλημμυρικό νερό των ποταμών. Η καταπόνηση μπορεί να μειωθεί αισθητά με την εφαρμογή σύγχρονων προσεγγίσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των αρδεύσεων.

Έλη
Έλη είναι πολύ ρηχές υδατοσυλλογές με μόνιμη ή περιοδική κατάκλυση νερού (συνήθως περιοδική). Οι ελώδεις εκτάσεις της Ελλάδος καλύπτουν σήμερα ελάχιστο ποσοστό εκείνων που υπήρχαν πριν από τις μεγάλες αποξηράνσεις της δεκαετίας του 1920 και μετέπειτα. Τα έλη (και τα συνώνυμά τους τέλματα και βάλτοι) έχουν συνδεθεί επί εκατοντάδες ή και χιλιάδες χρόνια με κάτι ανθυγιεινό, δυσάρεστο και επικίνδυνο (ελονοσία, ελώδης πυρετός, «βάλτωσε η προσπάθεια», «φτάσαμε σε τέλμα» κλπ.). Στην καλύτερη περίπτωση θεωρούνταν ως άχρηστοι τόποι για τους οποίους η σωστότερη διαχείριση ήταν η αποξήρανση. Πράγματι τα έλη, πριν από την ευρεία εφαρμογή του εντομοκτόνου DDT στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ευθύνονται για τη μάστιγα της ελονοσίας. Η εχθρική αυτή στάση έναντι των ελών στην Ελλάδα συνεχίστηκε αμείωτη έως τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Για παράδειγμα, το 1978 οι αρμόδιες αρχές είχαν δημοσιοποιήσει με υπερηφάνεια την απόφασή τους να αποξηράνουν όλα τα παράκτια έλη της Χαλκιδικής προς όφελος του τουρισμού.
Σήμερα τα έλη που μας απέμειναν προστατεύονται από εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς κανονιστικές πράξεις ως πολύτιμα υγροτοπικά οικοσυστήματα με μεγάλη ποικιλότητα ειδών. Οι αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας αλλάζουν. Για παράδειγμα, οι κάτοικοι της Νέας Φώκαιας Χαλκιδικής κατάφεραν το 1999 να αποτρέψουν την αποξήρανση του ομώνυμου παράκτιου έλους ύστερα από επίμονους αγώνες.
Τα έλη μπορούν να χωριστούν σε παράκτια και εσωτερικά. Τα παράκτια χωρίζονται σε υφάλμυρα και αλμυρά (αλοέλη). Η αλατότητα του νερού των αλοελών μπορεί το θέρος να υπερβαίνει εκείνη του νερού της θάλασσας. Τα αλμυρά και υφάλμυρα έλη βρίσκονται ως επί το πλείστον δίπλα σε λιμνοθάλασσες και φιλοξενούν είδη φυτών προσαρμοσμένων σε συνθήκες υψηλής αλατότητας (αλόφυτα), όπως αυτά του γένους Salicornia. Η αλοφυτική βλάστηση παρουσιάζει εντυπωσιακή ζώνωση σε πολλά έλη όπως στο παράκτιο έλος του Αγίου Μάμα Χαλκιδικής. Πολλά έλη γλυκού νερού σχηματίζονται στη συμβολή δύο ρεουσών υδατοσυλλογών και δίπλα από εσωτερικές λίμνες γλυκού νερού.


Λίμνες
Αντίθετα με τα έλη οι ελληνικές λίμνες ήταν πάντα τόποι αγαπητοί εξαιτίας της υψηλής οικονομικής σημασίας τους: αλιεύματα, πόσιμο και αρδευτικό νερό, ηπιότερο κλίμα. Τα πολύ παλιά χρόνια κτίζονταν και κατοικίες μέσα σε λίμνες (στηριζόμενες σε ξύλινους πασσάλους μπηγμένους στον πυθμένα) για προστασία απέναντι σε άγρια ζώα, εύκολη αλιεία κλπ.
Οι περισσότερες λίμνες είναι λίμνες γλυκού νερού και σχηματίζονται κατά το πλείστον μακριά από τις ακτές της θάλασσας ως αποτέλεσμα τεκτονικών ή ηφαιστειακών δυνάμεων ή από τη δράση των παγετώνων. Λιμνοθάλασσες μπορούν να μετατραπούν σε λίμνες γλυκού νερού, όταν για κάποιο λόγο διακοπεί η εισροή αλμυρού νερού από τη θάλασσα και υπάρχει ικανοποιητική εισροή γλυκού νερού από ρέουσες υδατοσυλλογές. Υπάρχουν και λίμνες με αλμυρό ή υφάλμυρο νερό, όταν το υπόστρωμά τους περιέχει πολλά διαλυτά άλατα ή όταν δέχονται εισροές αλμυρού νερού. Η λίμνη Βιστονίδα συνιστά ειδική περίπτωση από την άποψη ότι δέχεται εισροή γλυκού νερού από τη χέρσο (μέσω ποταμών και χειμάρρων) και αλμυρού νερού από τη θάλασσα με αποτέλεσμα να παρατηρείται διαβάθμιση της αλατότητας του νερού της από βορρά (χέρσος) προς νότο (Θρακικό πέλαγος). Από τις πρώτες φροντίδες του φορέα διαχείρισης αυτής της προστατευόμενης περιοχής εικάζεται ότι θα είναι η αντιμετώπιση της προϊούσας ύψωσης της αλατότητας από νότο προς βορρά, η οποία οφείλεται στα έργα που κατασκευάστηκαν στους εισρέοντες χειμάρρους και ποταμούς. Το πρόβλημα δεν είναι απλό διότι, σύμφωνα με κάποια εικασία, οι χείμαρροι και οι ποταμοί λόγω της απόθεσης φερτών υλικών θα προκαλέσουν στο μέλλον χωρισμό της Βιστονίδας στα δύο. Όμοια εικασία έχει γίνει και για τις λίμνες Βόλβη και Καστοριάς.
Οι λίμνες θεωρούνται ότι έχουν πεπερασμένη διάρκεια ζωής ακόμη και όταν μένουν ελεύθερες από κάθε ανθρώπινη κακομεταχείριση. Έλληνες επιστήμονες από διάφορους χώρους (π.χ. Τμήμα Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος του ΥΠΕΧΩΔΕ, Πανεπιστήμιο Πατρών, ΕΚΒΥ) έχουν επισημάνει την ανάγκη μελέτης της εξελικτικής πορείας των λιμνών μας. Ως εκ τούτου είναι εύλογο το θέμα αυτό να απασχολήσει μεσοπρόθεσμα τους φορείς διαχείρισης που έχουν την ευθύνη για λιμναίους υγροτόπους.
Λιμνοθάλασσες
Λιμνοθάλασσες είναι αβαθείς παράκτιες υδατοσυλλογές που επικοινωνούν με τη θάλασσα μέσω ενός, συνήθως, διαύλου. Ευνοϊκές συνθήκες σχηματισμού τους είναι οι εξής: επίπεδες και αμμώδεις ακτές, εκβολή ποταμού και κατάλληλη δράση των θαλασσίων ρευμάτων.
Το νερό των λιμνοθαλασσών προέρχεται από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, από ποταμούς ή χειμάρρους και από τη θάλασσα. Πρόκειται για εξαιρετικώς δυναμικά συστήματα. Οι υδρολογικές συνθήκες και η αλατότητα του νερού μεταβάλλονται ταχύτατα. Μεταβολές, αλλά βραδύτερες, υφίσταται και η γεωμορφολογία τους.
Οι λιμνοθάλασσες θεωρούνται από τα πιο παραγωγικά οικοσυστήματα σε ψάρια υψηλής εμπορικής αξίας. Επιτελούν σε υψηλό βαθμό πολλές φυσικές λειτουργίες και ιδίως τη λειτουργία της εξαγωγής τροφής (στη γειτονική θαλάσσια ζώνη).
Οποιαδήποτε, έστω και μικρή, ανθρώπινη παρέμβαση στις λιμνοθάλασσες μπορεί να έχει δυσανάλογα μεγάλες συνέπειες στην ισορροπία τους ως προς την υδρολογία, την αλατότητα και τη βιωτή τους. Ως εκ τούτου η μελέτη των παραγόντων αυτών προκειμένου να εκπονηθεί το σχέδιο διαχείρισής τους πρέπει να βασίζεται, ει δυνατόν, σε πολυετή δεδομένα. Επίσης η παρακολούθηση των απαραίτητων γνωρισμάτων τους πρέπει να γίνεται σε πυκνά χρονικά διαστήματα, ιδίως κατά τα πρώτα έτη εφαρμογής του διαχειριστικού σχεδίου.

Πηγές
Πηγές καλούνται οι τοποθεσίες από τις οποίες συμβαίνει ελεύθερη εκροή υπόγειου νερού. Συνήθως στην Ελλάδα οι τοποθεσίες αυτές έχουν εμβαδόν πολύ λίγων τετραγωνικών μέτρων και, σπανιότερα, μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι στην οικολογία των υγροτόπων με τον όρο πηγή υποδηλώνεται όχι απλώς ο τόπος από όπου αναβλύζει νερό αλλά όλο το υγροτοπικό οικοσύστημα, του οποίου η δημιουργία και η διατήρηση οφείλεται σε αυτό το αναβλύζον, το πηγαίο νερό.
Τα οικοσυστήματα των πηγών είναι από τα σπανιότερα στην Ελλάδα και συνολικά καλύπτουν ελάχιστη έκταση. Αυτό οφείλεται τόσο στη σχετική σπανιότητα των τοποθεσιών από όπου αναβλύζουν υπόγεια νερά αξιόλογου όγκου όσο και στο γεγονός ότι τα πηγαία νερά είναι γενικά υψηλής ποιότητας, οπότε χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα ως πόσιμα. Εντούτοις υπάρχουν ακόμη πολύτιμα οικοσυστήματα πηγών που διατηρούνται παρά τη μείωσή τους σε έκταση και τις αλλοιώσεις που έχουν υποστεί από τεχνικά έργα (υδρευτικά, τουριστικά).
Μια ιδιαίτερη κατηγορία πηγών είναι οι θερμοπηγές. Το νερό πολλών θερμοπηγών χρησιμοποιείται για θέρμανση χώρων ή για ιαματικούς σκοπούς.

Εκβολές
Το χαμηλότερο και πιο διαπλατυσμένο τμήμα της κοίτης ενός ποταμού, εκεί όπου συμβαίνει μείξη του ποτάμιου νερού με το θαλασσινό ονομάζεται εκβολή, ή συνηθέστερα εκβολές. Ο ορισμός όμως αυτός δεν είναι ούτε εντελώς σαφής ούτε αποδεκτός σε όλες τις χώρες. Μείξη δεν συμβαίνει μόνο μέσα στην κοίτη του ποταμού αλλά και στην αμέσως γειτονική παραλιακή θαλάσσια ζώνη, άρα και αυτή η ζώνη πρέπει λογικά να περιλαμβάνεται στον όρο εκβολή. Ας σημειωθεί ότι στις ακτές της Μεσογείου, σε αντίθεση με τις ακτές που βρέχονται από τον Ατλαντικό, οι παλίρροιες είναι αδύναμες, οπότε ελάχιστο ρόλο παίζουν στη ρύθμιση της μείξης γλυκού και θαλάσσιου νερού και στη δημιουργία εκβολικών οικοσυστημάτων.
Η κατανομή της αλατότητας σε μια εκβολή επηρεάζεται από παράγοντες όπως η ροή του ποταμού, ο πυθμένας και το σχήμα της εκβολής, η εξάτμιση, ο άνεμος.
Οι επιστήμονες που ασχολούνται με την ανάπτυξη ενιαίας μεθόδου απογραφής και χαρτογράφησης των υγροτόπων όλης της Μεσογείου δεν έχουν ακόμη καταλήξει σε τελικά συμπεράσματα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το κύριο γνώρισμα που είναι υπεύθυνο για την ιδιαιτερότητα των εκβολικών οικοσυστημάτων είναι η ανάμειξη γλυκού νερού στον χώρο και στον χρόνο. Από την άποψη αυτή υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ εκβολών και λιμνοθαλασσών με κύρια διαφορά ότι στις εκβολές η επικοινωνία με τη θάλασσα είναι πιο ελεύθερη. Υπάρχει και η γνώμη ότι οι λιμνοθάλασσες και οι εκβολές πρέπει να αποτελούν ενιαία κατηγορία υγροτόπων.

Ποταμοί
Ποταμός είναι μια επιμήκης υδατοσυλλογή με τρεχούμενο νερό, το οποίο ρέει προς τα κατάντη με τη βαρύτητα. Υπάρχουν ποταμοί με συνεχή ροή και άλλοι με περιοδική ροή. Στις ξηρές και ημίξηρες περιοχές συναντά κανείς πολλούς ποταμούς με περιοδική ροή, και μάλιστα εντελώς ακανόνιστη, ιδίως όταν το υπόστρωμά τους αποτελείται από ασβεστολιθικά υλικά.
Οι όροι ποταμός και ρυάκι δεν είναι σαφώς διαχωρισμένοι, διότι σε περιοχές με λίγες βροχοπτώσεις ο όρος ποταμός αποδίδεται και σε ρέουσες υδατοσυλλογές με στενή κοίτη και μικρή παροχή. Για παράδειγμα, η ρέουσα υδατοσυλλογή που διασχίζει το χωριό Άγιος Γερμανός της περιοχής Πρεσπών ονομάζεται ποταμός, ενώ αν συγκριθεί με τους ποταμούς Αχελώο, Αξιό, Στρυμόνα κλπ. θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς ως ρυάκι.
Το νερό των ποταμών προέρχεται κυρίως απευθείας από τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα και από την επιφανειακή απορροή. Υπάρχουν περιπτώσεις τροφοδοσίας ποταμών και με υπόγεια νερά ή με νερό λιμνών.
Οι κύριοι φυσικοί παράγοντες που ρυθμίζουν την ποιότητα του νερού ενός ποταμού είναι η φύση της κοίτης του και της λεκάνης απορροής του (τύποι και κλίσεις εδαφών, μορφές κάλυψης γης) και το καθεστώς των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Ως εκ τούτου η ποιότητα διαφέρει πολύ από εποχή σε εποχή και κατά μήκος της κοίτης. Για παράδειγμα, η διαύγεια του νερού μπορεί να μειωθεί δραστικά λίγες ώρες ύστερα από μια καταρρακτώδη βροχή που δέχτηκε η λεκάνη απορροής του.
Μεγάλοι πολιτισμοί σε όλο τον κόσμο γεννήθηκαν δίπλα σε ποταμούς. Πολλοί ποταμοί έχουν θεοποιηθεί. Τεράστιες και αναγνωρισμένες από τα πανάρχαια χρόνια είναι οι οικονομικές αξίες τους: υδρευτική, αρδευτική, μεταφορική. Εντονότατες και οι ανθρώπινες παρεμβάσεις που δέχθηκαν: μετατόπιση κοίτης, εκβαθύνσεις, εγκιβωτισμός κοίτης, φράγματα, λιμάνια, εισροή λυμάτων. Η αναγνώριση όμως όλων των αξιών των ποταμών έχει ιστορία λίγων αιώνων (ιδιαίτερα του 20ου αιώνα). Η μελέτη των ποτάμιων μορφών ζωής και της θεώρησης των ποταμών ως οικοσυστημάτων έχει ακόμη πιο πρόσφατη ιστορία.
Ποτάμια οικοσυστήματα, υπό τη στενή έννοια, είναι εκείνα των οποίων οι οργανισμοί είναι προσαρμοσμένοι σε συνθήκες συνεχούς ροής του νερού. Συχνά, όμως, τα ποτάμια οικοσυστήματα εξετάζονται από κοινού με τα παραποτάμια, δηλαδή, με εκείνα των οποίων το υδατικό καθεστώς του εδάφους τους εξαρτάται, κατ’ εξοχήν από το ποτάμιο νερό (εποχική υπερχείλιση, πλάγια διήθηση).
Για λίγους ποταμούς της Ελλάδας υπάρχουν φορείς διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών που έχουν στην αρμοδιότητά τους όλο το μήκος της κοίτης και τη λεκάνη απορροής τους. Το γεγονός αυτό, καθώς και το ότι υπάρχουν σπουδαίοι ποταμοί στη βόρεια Ελλάδα που είναι διασυνοριακοί, επιβάλλει την ευρεία συνεργασία σε διεθνές επίπεδο. Η Οδηγία 2000/60/ΕΕ επιβάλλει ευρύτερη θεώρηση της διαχείρισης των ποτάμιων οικοσυστημάτων με βάση το υδατικό διαμέρισμα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ορίσει επιστημονικό πλαίσιο για την παρακολούθηση της οικολογικής ποιότητας των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων, το οποίο στην περίπτωση των ποτάμιων υδάτων παρουσιάζει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες βιολογικές πλευρές. Η εφαρμογή του πλαισίου αυτού απαιτεί περισσότερους εξειδικευμένους επιστήμονες από όσους υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα.

Τεχνητές λίμνες
Οι τεχνητές λίμνες είναι η σπουδαιότερη κατηγορία τεχνητών υγροτόπων της Ελλάδος τόσο από την άποψη της έκτασης που καλύπτουν όσο και από την άποψη του αριθμού και των αξιών που έχουν αποκτήσει. Ονομάζονται και τεχνητοί ταμιευτήρες. Η λέξη ταμιευτήρας δείχνει και τους περιορισμένους αρχικά σκοπούς που είχαν τεθεί κατά τον σχεδιασμό και τη διαχείρισή τους. Οι σκοποί αυτοί ήταν να αποταμιεύσουν νερό ποταμών, ρυακιών ή και χειμάρρων ώστε να αποκτήσουν οι ταμιευτήρες αξία αντιπλημμυρική, υδρευτική, αρδευτική, υδροηλεκτρική ή, συνηθέστερα, συνδυασμό αυτών των αξιών. Το γεγονός ότι οι περισσότερες τεχνητές λίμνες στηρίζουν λιγότερο ή περισσότερο πολύτιμα υγροτοπικά οικοσυστήματα και έχουν αποκτήσει με την πάροδο του χρόνου και άλλες αξίες, π.χ. βιολογική, αλιευτική, αναψυχής, δεν ήταν απόρροια ηθελημένου σχεδιασμού αλλά «παρέμβασης» της φύσης.
Η κατασκευή τεχνητών λιμνών με φράγματα σε ποταμούς είχε ως αποτέλεσμα να προστεθούν οικοσυστήματα στο ελληνικό υγροτοπικό κεφάλαιο αλλά και να υποστούν αλλοιώσεις κατάντη οικοσυστήματα (ποτάμια, παραποτάμια, εκβολικά κλπ.).
Οι τεχνητές λίμνες είναι εφοδιασμένες με κατασκευές (θυρίδες, αναχώματα), μέσω των οποίων ρυθμίζεται η στάθμη του νερού τους για να εξυπηρετούνται οι ανάγκες για τις οποίες έχουν κατασκευαστεί. Σήμερα στις ανάγκες αυτές περιλαμβάνεται και η ανάγκη να διατηρούνται τα υγροτοπικά οικοσυστήματα που οι τεχνητές λίμνες συντηρούν. Προφανώς, όπως δείχνει το παράδειγμα της Τεχνητής Λίμνης Κερκίνης, η πλήρης ικανοποίηση όλων των αναγκών των ανθρώπων και της φύσης είναι αδύνατη. Μια ισορροπημένη ικανοποίηση αυτών των αναγκών μπορεί να επιτύχει ο αρμόδιος φορέας διαχείρισης. Η επιτυχία είναι θέμα αρμονικής συνεργασίας όλων των χρηστών και επίλυσης του σοβαρού προβλήματος της αυξανόμενης εναπόθεσης φερτών υλικών στον πυθμένα.

Λειτουργίες των Υγροτόπων
Οι υγρότοποι επιτελούν διάφορες λειτουργίες και από αυτές απορρέουν οι διάφορες αξίες (αν και κατά κανόνα ανθρωποκεντρικές) που αποδίδουμε σε αυτούς:
Οι ανθρώπινες κοινωνίες αναπτύσσονται σχεδόν πάντα κοντά σε περιοχές με υδάτινες συγκεντρώσεις. Όσον αφορά τους υγρότοπους, αυτοί, αν και αποτελούσαν σημαντική πηγή τροφής (κυνήγι, ψάρεμα, κλπ), γενικά, θεωρούνταν τόποι ανοίκειοι, γεμάτοι προκαταλήψεις (στοιχειωμένα μέρη) και κινδύνους (ελονοσία, κίνδυνοι πνιγμών στον βούρκο, κλπ), με λίγα λόγια θεωρούνταν άχρηστοι και επικίνδυνοι. Αυτό οδήγησε στην χωρίς ενδοιασμούς αποξήρανση των περισσοτέρων, με την προοπτική να μετατραπούν σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις για τους ακτήμονες και τους πρόσφυγες του 1922 και στην κατά συνέπεια δραματική συρρίκνωσή τους.
Αρκετά μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και κάτω από την επικείμενη απειλή οικολογικών καταστροφών άρχισε να γίνεται κατανοητή η πολυδιάστατη σημασία των υγροτόπων στις ευαίσθητες οικολογικές ισορροπίες και άρχισε να αλλάζει και η στάση απέναντί τους, τόσο από τους κατοίκους των πόλεων, όσο και από τους ντόπιους. Μετά από πολυετείς έρευνες διαπιστώθηκαν οι παρακάτω λειτουργίες των υγροτόπων:

Εμπλουτισμός των υπόγειων νερών
Εφόσον το έδαφος το επιτρέπει, τα συγκεντρωμένα νερά σε έναν υγρότοπο σιγά-σιγά διεισδύουν στο υπέδαφος και εμπλουτίζουν τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Το πόσο σημαντική είναι αυτή η λειτουργία έχει φανεί από τις αποξηράνεις της λίμνης Κάρλας και των Τεναγών των Φιλίππων που φτώχυναν δραματικά τους υπόγειους υδροφορείς.

Τροποποίηση πλημμυρικών φαινομένων - Παγίδευση ιζημάτων
Οι υγρότοποι λειτουργούν σαν αποθήκες νερού και μπορούν να μειώνουν έτσι την ένταση των πλημμυρικών φαινομένων λόγω κατακράτησης μέρους του νερού των πλημμυρών, μείωσης της ροής του από την υπάρχουσα βλάστηση και διοχέτευσής του προς τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Υλικά σωματίδια που παρασύρονται από τα νερά της βροχής εναποτίθενται στους πυθμένες των υγροτόπων σαν ιλύς.

Απορρόφηση Διοξειδίου του Άνθρακα
Γενικά τα υδάτινα συστήματα και κατά συνέπεια και οι υγρότοποι είναι οι σπουδαιότεροι ρυθμιστές της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα. Μέρος αυτού δεσμεύεται από τους υδρόβιους αυτότροφους οργανισμούς και από τα ιζήματα.

Αποθήκευση και ελευθέρωση θερμότητας
Πάλι, όπως όλα τα υδάτινα συστήματα, έτσι και οι υγρότοποι, λόγω των θερμικών ιδιοτήτων του νερού, αποτελούν σημαντικούς ρυθμιστές της θερμοκρασίας των παράκτιων περιοχών, διατηρώντας τις ημερήσιες και εποχιακές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας σε ήπια επίπεδα. Αν και δεν έχουν γίνει οι απαιτούμενες πολυετείς έρευνες προς αυτή την κατεύθυνση, υπάρχουν μαρτυρίες των κατοίκων από περιοχές που αποξηράνθηκαν οι υγρότοποι. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές, μετά τις αποξηράνσεις, οι χειμώνες έγιναν ψυχρότεροι και τα καλοκαίρια θερμότερα με δυσμενείς επιπτώσεις στις καλλιέργειες.

Δέσμευση ηλιακής ακτινοβολίας και στήριξη τροφικών αλυσίδων.
Οι διάφοροι αυτότροφοι οργανισμοί (κυρίως υδρόβια φυτά και φυτοπλαγκτόν) δεσμεύουν διοξείδιο του άνθρακα, ηλιακή ακτινοβολία και θρεπτικά στοιχεία και τα αποδίδουν ως οργανική ουσία (βιομάζα, βλάστηση, όσον αφορά τα φυτά). Αυτή χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως (τροφή, καταφύγια, φωλεοποίηση, κλπ) από τους ετερότροφους οργανισμούς. (τά ζώα δηλαδή). Κατά συνέπεια, οι υγρότοποι αποτελούν πόλους έλξης μεγάλου αριθμού ειδών της πανίδας. Άλλα είδη μένουν μόνιμα σε αυτούς, άλλα τους επισκέπτονται για να βρουν τροφή, άλλα τους χρησιμοποιούν σαν τόπους ανάπαυσης κατά τα μεταναστευτικά τους ταξίδια, ή χώρους φωλεοποίησης και αναπαραγωγής. Ανάλογα με το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά τους, οι υγρότοποι στηρίζουν μακριές τροφικές αλυσίδες που αποτελούν πολύπλοκα τροφικά πλέγματα. Οι υγρότοποι και, γενικά, τα αβαθή νερά θεωρούνται ως μερικά από τα παραγωγικότερα σε βιομάζα οικοσυστήματα του πλανήτη, λόγω της συνεχούς εισροής θρεπτικών υλικών σε αυτούς.

Λειτουργίες των Υγροτόπων Βιολογική ποικιλότητα
Την βιολογική ποικιλότητα την διακρίνουμε σε τρεις κατηγορίες: α) την γενετική ποικιλότητα, δηλ. ποικιλότητα γονιδίων και χρωματοσωμάτων, β) ποικιλότητα ειδών, δηλ. αριθμό ειδών ζώων και φυτών και γ) οικολογική ποικιλότητα, δηλ. αριθμό φυτοκοινοτήτων, ζωοκοινοτήτων (συνδυασμοί ειδών ζώων ή φυτών που απαντάν σε ένα οικοσύστημα) και οικοσυστημάτων. Η σημασία της βιοποικιλότητας, όχι μόνο στους υγρότοπους αλλά σε κάθε οικοσύστημα, είναι τεράστια διότι από αυτήν εξαρτώνται πολλές οικολογικές διεργασίες και συστήματα που στηρίζουν τη ζωή γενικά, αλλά και πολλές ανάγκες και δραστηριότητες του ανθρώπου (τροφή, φάρμακα, γενετικό υλικό, αναψυχή, κλπ).
Η βιοποικιλότητα διαταρράσεται από πολλά αίτια. Πολύ ευάλωτα είναι τα είδη που βρίσκονται στις κορυφές της τροφικής αλυσίδας, τα οποία ουσιαστικά «ελέγχουν» τους πληθυσμούς των υπόλοιπων οργανισμών που είναι πολυπληθέστεροι, για δύο κυρίως λόγους: διότι ο αριθμός των ατόμων είναι εκ φύσεως μικρότερος, ειδικά όσο πιο ψηλά βρίσκονται στην τροφική αλυσίδα και λόγω του φαινομένου της «βιοσυσσώρευσης» τοξικών ουσιών έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να δηλητηριαστούν θανάσιμα. Βιοσυσσώρευση είναι το φαινόμενο κατά το οποίο σε μια τροφική αλυσίδα τα ζώα θηρευτές, εμφανίζουν μεγαλύτερες συγκεντρώσεις τοξικών ουσιών στον οργανισμό τους από αυτές των θηραμάτων τους.
Γενικά, η ορνιθοπανίδα βρίσκεται στα ανώτερα επίπεδα της τροφικής αλυσίδας. Συνεπώς, η ποικιλία των ειδών της ορνιθοπανίδας αποτελεί «ενδείκτη της κατάστασης ενός υγρότοπου», είναι δηλαδή ένδειξη υγείας ή υποβάθμισης του οικοσυστήματος. Γιαυτό και αποτελούν και «σύμβολα» των υγροτόπων, πέρα από την εντυπωσιακή εμφάνισή τους. Υπ' όψιν βέβαια ότι δεν είναι σωστό να θεωρούμε σπουδαιότερα κάποια είδη από κάποια άλλα, γιατί όλα αποτελούν κρίκους ενός ιδιαίτερα πολύπλοκου και δυναμικού συστήματος με έντονη αλληλεξάρτηση. Πάνω από 200 είδη πουλιών συνδέονται με τους ελληνικούς υγρότοπους. Η ελληνική επικράτεια αποτελεί επίσης «αεροδιάδρομο» και χώρο ξεχειμωνιάσματος των μεταναστευτικών πουλιών που αναπαράγονται στις Βόρειες χώρες και όλα τα δίκτυα των υγροτόπων έχουν τεράστια σημασία για αυτά. Χαρακτηριστικά πουλιά των υγροτοπικών περιοχών είναι οι πάπιες, οι πελεκάνοι, οι ερωδιοί, οι πελαργοί, οι φαλαρίδες, τα φλαμίγκο, οι χουλιαρομύτες, οι τρίγγες, οι κορμοράνοι, κλπ. Οι υγρότοποι είναι και βιότοποι μερικών θηλαστικών, όπως η πολύ σπάνια βίδρα και ο μυοκάστορας, καθώς και πολλών ερπετών, αμφιβίων (νεροχελώνες, νερόφιδα, δενδροβάτραχοι, κλπ), ψαριών (γουλιανός, γριβάδι, κλπ) και ασπόνδυλων (έντομα, οστρακόδερμα, κλπ.). Πολλοί πληθυσμοί από αυτά τα είδη είναι ενδημικοί, δηλ. υπάρχουν μόνο στην ελληνική επικράτεια, ή αποκλειστικά σε έναν υγρότοπο, όπως το ψάρι Λιπαριά (Alosa macedonica) που υπάρχει μόνο στην Βόλβη. Πολλά παγκοσμίως απειλούμενα είδη πουλιών, είτε ξεχειμωνιάζουν είτε φωλιάζουν στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικό τέτοιο πουλί είναι ο Αργυροπελεκάνος. Αργυροπελεκάνοι
Στην Ελλάδα (Πρέσπες, Αμβρακικός) φωλιάζει περίπου το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού του είδους που απαριθμεί περίπου 3.500 ζευγάρια.

Αποθήκευση αρδευτικού νερού
Ολες οι φυσικές υδατοσυλλογές χρησιμοποιούνται για την άρδευση των χωραφιών, Το νερό, είτε χρησιμοποιείται απευθείας με άντληση, είτε μέσω καναλιών, είτε με την δημιουργία φραγμάτων σε ποτάμια. Δυστυχώς, στην χώρα μας γίνεται αλόγιστη διαχείριση των υδάτινων πόρων με συνέπειες καταστροφικές: Είναι γνωστές οι συνέπειες της υπεράντλησης νερών, είτε απευθείας από τις λίμνες, είτε από τους υδροφόρους ορίζοντες που τροφοδοτούν αυτές: Υφαλμύρωση των υπόγειων νερών, λόγω διείσδυσης θαλασσινού, πτώση στάθμης των λιμνών και αύξηση της συγκέντρωσης των τυχόν υπαρχόντων ρύπων (τραγικό παράδειγμα η προστατευόμενη από την συνθήκη Ramsar λίμνη Κορώνεια που την στιγμή που γράφονται αυτές οι σελίδες έχει απομείνει η μισή από ότι ήταν πριν 10 περίπου χρόνια). Και η κατασκευή φραγμάτων όταν γίνεται αλόγιστα επιφέρει σημαντικές καταστροφές. Θα επανέλθουμε σ' αυτό το θέμα παρακάτω.

Παραγωγή αλιευμάτων-Βόσκηση αγροτικών ζώων
Ανάλογα με το μέγεθος και τα διάφορα οικολογικά χαρακτηριστικά τους, πολλοί υγρότοποι μπορεί να είναι πλούσιοι σε ιχθυοπανίδα. Πάντως, σε γενικές γραμμές, αυτή περιορίζεται κυρίως για τοπική κατανάλωση διότι το σύνολο σχεδόν των καταναλούμενων αλιευμάτων προέρχεται από τη θάλασσα. Οποιεσδήποτε όμως προσπάθειες εμπλουτισμού των υγροτόπων με γόνους ή δημιουργίες υδατοκαλλιεργειών (εκτροφή ψαριών ή οστρακόδερμων) πρέπει να γίνεται μετά από έρευνες για τυχόν επιπτώσεις, διότι ελλοχεύουν κίνδυνοι αλλοίωσης των υγροτοπικών χαρακτηριστικών. Τα λιβάδια των υγροτόπων ήταν ανέκαθεν ιδανικοί χώροι για βόσκηση των αγροτικών ζώων. Χαρακτηριστικό ζώο των υγροτοπικών βοσκότοπων ήταν παλαιότερα το βουβάλι, το οποίο όμως έχει περιοριστεί πλέον δραματικά σε ελάχιστα εναπομείναντα κοπάδια στον Αξιό, Γαλλικό, Βόλβη, Πρέσπες, Κερκίνη, Νέστο και Βιστωνίδα.

Κοπάδι βουβαλιών στη Βόλβη
Οταν γίνεται υπερβόσκηση των λιβαδιών μειώνεται η αξία τους και απειλούνται τα διάφορα είδη που βρίσκουν καταφύγιο και τροφή στη βλάστηση. Προκαλείται αποσταθεροποίηση των όχθων, διατάραξη των χώρων ωοτοκίας των ψαριών, θραύση των τροφικών αλυσίδων, καταστροφή φωλιών ζώων που φωλιάζουν κοντά στο έδαφος, κλπ. Αντιθέτως, και η εγκατάλειψη τέτοιων βοσκότοπων που χρησιμοποιούνταν εδώ και αιώνες, εικάζεται ότι μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υπάρχουσα κατάσταση ενός υγρότοπου.

Βελτίωση της ποιότητας του νερού-Δέσμευση Διοξειδίου του Άνθρακα
Με πολύπλοκες φυσικές διεργασίες η φυτική βλάστηση των υγροτόπων και τα ιζήματα παίζουν σπουδαίο ρόλο στην κατακράτηση και απομάκρυνση διαφόρων τύπων ρύπων και λειτουργώντας έτσι σαν φίλτρα, καθαρίζουν το νερό. Εννοείται όμως ότι δεν πρέπει, λόγω τέτοιων ιδιοτήτων, να ρίχνουμε λύματα σε αυτούς. Σ' αυτές τις ιδιότητες βασίζεται και ο βιολογικός καθαρισμός με την δημιουργία τεχνητών υγροτόπων. Οι υγρότοποι, όπως προαναφέρθηκε, δεσμεύουν διοξείδιο του άνθρακα. Αν και από ότι φαίνεται, οι ανθρωπογενείς εκπομπές σε συνδυασμό με την καταστροφή των δασών έχουν ξεπεράσει τις δυνατότητες δέσμευσής του από τα διάφορα οικοσυστήματα, δεν παύουν και αυτοί να αποτελούν ένα «φρένο» στην δημιουργία του φαινομένου του θερμοκηπίου.

Αναψυχή - Εκπαίδευση - Έρευνα
Οι υγρότοποι προσφέρονται για διαφόρου είδους δραστηριότητες αναψυχής, όπως κολύμπι, βαρκάδα, πεζοπορία, ποδηλασία, παρατήρηση και φωτογράφηση ζώων και φυτών. Αποτελούν στην κυριολεξία ένα ζωντανό μουσείο με τεράστιο ερευνητικό και εκπαιδευτικό ενδιαφέρον. Στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα συνεχώς ανερχόμενο ενδιαφέρον προς αυτή την κατεύθυνση με την ανάπτυξη του Οικοτουρισμού. Επειδή όμως η αναμενόμενη μεγάλη προσέλευση επισκεπτών ίσως αποβεί ζημιογόνος για τα ευαίσθητα οικοσυστήματα χρειάζονται να ληφθούν ορισμένα μέτρα και να θεσπιστούν ειδικοί κανονισμοί συμπεριφοράς των επισκεπτών. Τέτοια μέτρα έχουν ήδη ληφθεί σε ορισμένες τέτοιες περιοχές (Πρέσπες, Δαδιά, κλπ)

Κίνδυνοι - Απειλές

Οι αποξηράνσεις αποτελούν την παλαιότερη απειλή για τους υγρότοπους τόσο της Ελλάδας όσο και ολόκληρης της Μεσογείου. Αρχικά, βασικοί λόγοι για τις αποξηράνσεις ήταν η αύξηση της γεωργικής γης και του διαθέσιμου αρδευτικού νερού, η μείωση των πλημμυρών που κατέστρεφαν τις σοδειές και η αντιμετώπιση του προβλήματος της ελονοσίας. Συνολικά, από το 1920 μέχρι τις μέρες μας αποξηράνθηκε το 60% των ελληνικών υγρότοπων.
Σήμερα οι υγρότοποι της χώρας μας συνεχίζουν να υποβαθμίζονται, χωρίς όμως να ευθύνονται πλέον γι' αυτό αποκλειστικά οι ανάγκες σε γεωργική γη, αλλά - όλο και περισσότερο - λόγοι οικιστικής και τουριστικής ανάπτυξης.
Υπάρχουν τέσσερις βασικοί παράγοντες υποβάθμισης των ελληνικών υγρότοπων: α) Η μεταβολή της ποιότητας του νερού εξαιτίας της ρύπανσης (αστικά, γεωργικά και βιομηχανικά απόβλητα). Μελέτες που έγιναν το διάστημα 1992-1997 στη λεκάνη του Αξιού έδειξαν ότι στο 50% των γεωτρήσεων πόσιμου νερού υπάρχουν ίχνη λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων, συχνά σε συγκεντρώσεις υψηλότερες των επιτρεπόμενων ορίων.β) Η εξάντληση των υγροτοπικών πόρων (αποξηράνσεις, αμμοληψίες, εκχερσώσεις, υπερβολική ή/και παράνομη θήρα, υλοτομία, αλιεία). Είναι χαρακτηριστικό, ότι η αλιευτική παραγωγή των μεγάλων ελληνικών λιμνών έχει μειωθεί σε λιγότερο από το μισό της παραγωγής του 1930, φαινόμενο που οφείλεται κυρίως στην εισαγωγή νέων αλιευτικών εργαλείων. γ) Η απώλεια υγροτοπικών εκτάσεων (οικιστική ανάπτυξη, τουρισμός, αναψυχή, επέκταση καλλιεργειών και κτηνοτροφίας). Η Μεσόγειος κάθε χρόνο φιλοξενεί το 30% των τουριστών παγκοσμίως, και οι υγρότοποι αποτελούν όλο και πιο δημοφιλή προορισμό.
δ) Η μεταβολή του υδρολογικού καθεστώτος, με την κατασκευή φραγμάτων, αρδευτικών δικτύων κτλ.

ΟΙ ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ



Στη χώρα μας έχουν καταγραφεί περισσότεροι από τετρακόσιοι υγρότοποι. Από τον Έβρο έως την Κρήτη υπάρχουν υδρολίβαδα, λιμνοθάλασσες, λίμνες, πηγές, έλη, τέλματα, αλμυρόβαλτοι, γλυκόβαλτοι, ποταμοί, αλυκές όπου όλα αυτά αποτελούν ένα ανεπανάληπτο και μοναδικό υγροτοπικό μωσαϊκό που η ομορφιά του αποτελεί πολύτιμο στοιχείο του περιβαλλοντικού πλούτου.
Οι σημαντικότεροι και με διεθνή σημασία υγρότοποι, στη χώρα μας, που προστατεύονται από τη συνθήκη Ραμσάρ είναι οι παρακάτω:
· Δέλτα ΄Εβρου.
· Λίμνη Βιστωνίδα και Λιμνοθάλασσες Πόρτο Λάγος, Λάφρη και Λαφρούδα.
· Λίμνη Ισμαρίδα (Μητρικού) και Λιμνοθάλασσες Ροδόπης (Πτελέα - ΄Ελος, Μέση, Αρωγή, Φανάρι).
· Δέλτα Νέστου και Λιμνοθάλασσες ΒΔ Κεραμωτής (Ερατεινό, Βάσοβα, Αγίασμα).
· Λίμνη Κορώνεια και Βόλβη
· Λίμνη Κερκίνη.
· Δέλτα ποταμών Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα και Αλυκή Κίτρους
· Δέλτα Λούρου και Αράχθου (Αμβρακικός).
· Λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και Αιτωλικού – Δέλτα Αχελώου, Ευήνου.
· Λιμνοθάλασσα Κοτύχι – Δάσος Στροφυλιάς και γύρω υγρότοποι.
· Λίμνη Μικρής Πρέσπας.
Επίσης υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί Ελληνικοί Υγρότοποι όπως:
Λίμνες Αιτωοακαρνανίας (Τριχωνίδα, Λυσιμαχία, Οζερός, Αμβρακία, Βουλκαριά), Λίμνες Θεσπρωτίας (Καλοδίκι, Λιμνοπούλα, Προντάνη κ.α), Δέλτα Καλαμά, Λιμνοθάλασσα Πύλου, εκβολή Ευρώτα, Λίμνη Στυμφαλία, υγρότοποι Τροιζηνίας, έλος Μαραθώνα, Λίμνη Δύστου, υγρότοποι Κρήτης, Λιμνοθάλασσα Ιστιαίας, Δέλτα Σπερχειού, Ταμιευτήρες Κάρλας, Δέλτα Πηνειού, Λιμνοθάλασσα Επανωμής – Αγγελοχωρίου, Λιμνοθάλασσα Λήμνου, Λιμνοθάλασσα Ιστιαίας, Λίμνες Δυτικής Μακεδονίας (Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτις, Ζαζάρη), Λιμνοθάλασσα Λήμνου (Χορταρόλιμνη, Αλυκή, κ.α), Λιμνοθάλασσα Κω (Ψαλίδι, Τιγκάκι), Λιμνοθάλασσα Λέσβου (Καλλονή Πολύχνιτος κ.α)

Οι μεγάλες λιμνοθάλασσες του Αμβρακικού

Φθινόπωρο στη λίμνη Κερκίνη, Σέρρες
Το νότιο τμήμα του δέλτα του Καλαμά, στη Θεσπρωτία

Ρυζοχώραφα στο δέλτα του Αξιού
Νερολούλουδα στο δέλτα του Έβρου

Νούφαρα και καλαμώνες στον Λούρο Αμβρακικού
Η λίμνη Βόλβη
Φωλιά ποταμογλάρονου στο Δέλτα του Έβρου

Προστασία των Υγροτόπων

Η σημασία των υγροτόπων, όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και για τις ισορροπίες στο φυσικό περιβάλλον του πλανήτη, οδήγησε στην μελέτη τους και στη θέσπιση μέτρων προστασίας τους σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η σύμβαση Ramsar

Η Σύμβαση Ramsar (υπογράφτηκε στην ομώνυμη πόλη του Ιράν το Φεβρουάριο του 1971), είναι διεθνής και έχει υπογραφτεί και από τη χώρα μας. Σύμφωνα με αυτήν οι υγρότοποι χωρίζονται σε διεθνούς και εθνικής σημασίας. Σαν διεθνούς σημασίας χαρακτηρίζεται ένας υγρότοπος: α) αν φιλοξενεί τουλάχιστον το 1% του μεταναστευτικού πληθυσμού της βιογεωγραφικής περιοχής,(όρος που χρησιμοποιείται από τους ορνιθολόγους οι οποίοι έχουν χωρίσει την γη σε διάφορες ζώνες για την ευκολότερη μελέτη της ορνιθοπανίδας) από ένα υδρόβιο είδος, φτάνει ο αριθμός των πουλιών να μην είναι μικρότερος από 100 άτομα, β) αν σταματούν εκεί τουλάχιστον 10.000 πάπιες ή φαλαρίδες και γ) αν φιλοξενεί ένα σημαντικό αριθμό ζώων και φυτών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Σαν υγρότοπος εθνικής σημασίας χαρακτηρίζεται αυτός στον οποίο α) σταματούν εκεί τουλάχιστον 5.000 υδρόβια πουλιά, β) σταματούν εκεί τουλάχιστον το 1% του ολικού πληθυσμού της χώρας από ένα υδρόβιο είδος. Στην Ελλάδα υπάρχουν 11 υγρότοποι διεθνούς σημασίας που έχουν προαναφερθεί και πάνω από 100 εθνικής σημασίας. Από αυτούς, οι 8 διεθνούς σημασίας και πάνω από 60 εθνικής, βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα.

Η πρωτοβουλία MedWet

Η μεσογειακή επιτροπή για τους υγρότοπους (MedWet) είναι μια πρωτοβουλία που γεννήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και εξελίχθηκε σα μια προσπάθεια μακροπρόθεσμης συνεργασίας ανάμεσα σε κυβερνήσεις, διεθνείς συμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), περιβαλλοντικές οργανώσεις, ιδρύματα και οργανισμούς καθώς και μεμονωμένα άτομα για την προστασία, μελέτη και διαχείριση υγροτόπων της μεσογειακής λεκάνης και τελεί υπό την αιγίδα της Σύμβασης Ramsar με την υποστήριξη της Ε.Ε.
Το Νοέμβριο του 1996 καθορίστηκαν οι προτεραιότητες δράσης της επιτροπής που είναι οι κάτωθι:

Να γίνουν γνωστές οι λειτουργίες και οι αξίες των υγροτόπων για τον άνθρωπο, τόσο σε εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις, όσο και στο ευρύτερο κοινό.
Να προωθηθεί η ολοκληρωμένη διαχείριση σημαντικών περιοχών να ενδυναμωθούν οι θεσμοί διαχείρισης των υγροτόπων, ειδικά μέσω της κατάρτισης.
Να ενθαρρυνθεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των υγροτόπων, λαμβάνοντας υπόψη τα ενδιαφέροντα όλων των εμπλεκόμενων μερών.

Στην πρώτη συνάντηση της επιτροπής (Θεσ/νίκη, Μάρτιος 1998) προτάθηκε να ενσωματωθούν αυτές οι προτεραιότητες σε επίπεδο Μεσογείου, σε εθνικό και σε τοπικό επίπεδο.
Στις αρχές της Διακήρυξης της Βενετίας η επιτροπή τόνισε ότι:

οι προσπάθειες για την διατήρηση της βιοποικιλότητας θα πρέπει να λάβουν υπόψη τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών μέσα στο πλαίσιο της αειφορικής χρήσης των φυσικών πόρων των υγροτόπων.
οι υγρότοποι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του υδατικού κύκλου στη λεκάνη απορροής τους
μια πολύπλευρη προσέγγιση διαχείρισης που εμπλέκει όλους τους ενδιαφερόμενους, συμπεριλαμβανομένων των τοπικών πληθυσμών, είναι ο καλύτερος τρόπος για τη διατήρηση των υγροτόπων και τη συνετή διαχείριση των υγροτοπικών πόρων.

Το Δίκτυο Natura 2000

Το δίκτυο Natura 2000 είναι το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ειδικών Ζωνών Διατήρησης και προβλέπεται από το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής οδηγίας 92/43/ΕΟΚ της 21/2/1992 για την διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας. Αυτό το δίκτυο δεν αφορά βέβαια μόνο υγρότοπους, αλλά και όλες τις άλλες μορφές οικοσυστημάτων (ορεινά, δασικά, θαλάσσια, νησιώτικα, κλπ) Η ελληνική πρόταση για το δίκτυο περιλαμβάνει 264 τόπους, άλλους ήδη προστατευόμενους από την ελληνική νομοθεσία, άλλους που είναι ήδη αντικείμενο μελετών και περιλαμβάνονται σε αντίστοιχα χρηματοδοτικά προγράμματα, καθώς και διάφορες άλλες περιοχές που παρουσιάζουν αξιόλογα οικολογικά χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες

Ευαισθητοποίηση των πολιτών-Κέντρα πληροφόρησης υγροτόπων

Ως γνωστό, μόνο η νομοθεσία, οι έρευνες και οι προτάσεις δεν αρκούν για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Χρειάζεται και η ανάλογη ευαισθητοποίηση των πολιτών, τόσο αυτών που έχουν ευκαιριακή επαφή με αυτό, όσο και αυτών που ζουν καθημερινά δίπλα σε αυτό, ώστε να αρχίσουμε να τοποθετούμε την προστασία του περιβάλλοντος στις άμεσες προτεραιότητες των δραστηριοτήτων μας. Μέσω Κοινοτικών Προγραμμάτων έχουν δημιουργηθεί υποδομές στους περισσότερους υγρότοπους της συνθήκης Ramsar (Κέντρα πληροφόρησης, παρατηρητήρια, φυλάκια, κλπ) για την προώθηση της προστασίας της φύσης, την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κοινού στις λειτουργίες και αξίες των υγροτόπων.
Τα Κέντρα Πληροφόρησης είναι στελεχωμένα με επιστημονικό προσωπικό και ξεναγούς και είναι κατάλληλα διαμορφωμένα και εξοπλισμένα ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες της υλοποίησης των στόχων τους. Αυτοί είναι κυρίως η επαφή με την τοπική κοινωνία με σκοπό την από κοινού αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων, δίνοντας ταυτόχρονα στις περιοχές μια προοπτική ανάδειξης του σημαντικού πλούτου τους. Έτσι διοργανώνονται ημερίδες όπου συμμετέχουν διάφοροι τοπικοί παράγοντες, γίνονται επισκέψεις, ξεναγήσεις και προγράμματα περιβαλλοντικής εκπαίδευσης από σχολεία των γύρω περιοχών.
Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια ο θεσμός των Κέντρων Πληροφόρησης περνάει κρίση λόγω της κρατικής αδιαφορίας και λόγω χρηματοδοτικών προβλημάτων.


2. ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ ΣΤΗΝ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ

Η ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΒΟΥ

Η λιμνοθάλασσα του Κούταβου βρίσκεται στο μυχό του κόλπου του Αργοστολίου. Έχει έκταση 1300 στρέμματα, μέσο βάθος νερών 80 εκατοστά και μήκος ακτογραμμών περίπου τέσσερα χιλιόμετρα. Χωρίζεται από τον κόλπο του Αργοστολίου με την ιστορικής σημασίας γέφυρα του Κούταβου. Τα τόξα που δημιουργούν οι βάσεις στήριξης επιτρέπουν την επικοινωνία των νερών της λιμνοθάλασσας με τα νερά της θάλασσας. Βόρεια της λιμνοθάλασσας υπάρχει αλσύλλιο ευκαλύπτων και ακολουθεί η πλατιά πεδιάδα της Κρανιάς. Στις ανατολικές όχθες της λιμνοθάλασσας βρίσκονται πηγές γλυκού νερού. Το νερό της μεγαλύτερης από αυτές, που ονομάζεται Νερομάνα, χρησιμοποιείται για την ύδρευση της πόλης του Αργοστολίου.
Η λιμνοθάλασσα κάποτε ήταν ιδεώδης ψαρότοπος. Πριν μερικά χρόνια μάλιστα κατά το τέλος του χειμώνα ένα είδος γοβιού έμπαινε στη λιμνοθάλασσα για να γεννήσει. Οι ψαράδες ψάρευαν τα ψάρια αυτά με ειδικά δίκτυα που τοποθετούσαν στις καμάρες της γέφυρας. Τα αυγόμενα αυτά ψάρια ονομάζονται από τους ντόπιους «μπακανέτι». Σήμερα υπάρχουν μύδια, κυδώνια και αχιβάδες, χταπόδια και σουπιές, κέφαλοι, χέλια, μουρμούρια, λαβράκια κ.λ.π. ωστόσο τα ψάρια έχουν μειωθεί και το ψάρεμα στη λιμνοθάλασσα επιτρέπεται μόνο με πετονιά. Σημαντική είναι η ορνιθοπανίδα της περιοχής. Στη λιμνοθάλασσα καταγράφηκαν 29 από τα συνολικά 245 είδη πουλιών της Κεφαλονιάς. Ο επισκέπτης έχει την ευκαιρία να παρατηρήσει υπέροχους κύκνους, λευκοτσικνάδες, σταχτοτσικνιάδες, χουλαρόπαπιες, πρασινοκέφαλες, νερόκοτες, χαλκόκοτες, ψευτομαχητές, ασημόγλαρους, αλκυόνες, καστανοκέφαλους γλάρους, μαυροβουτηχτάρια, κοτσύφια, καρδερίνες, κίσσες κ.α. Αξίζει να επισημανθεί ότι 12 από τα 29 είδη της ορνιθοπανίδας της λιμνοθάλασσας ανήκουν στα απειλούμενα.
Η βλάστηση της ευρύτερης περιοχής αποτελείται κυρίως από μακκία, φρύγανα, δασικούς σχηματισμούς, καλαμώνες και υδρόβια φυτά. Η χλωρίδα της περιοχής αποτελείται από 450 περίπου είδη μεταξύ των οποίων υπάρχουν είδη με σπάνιες ή περιορισμένες εμφανίσεις στην Ελλάδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περιοχή έχει εντοπιστεί το ενδημικό είδος Allium ionicum, το οποίο έχει χαρακτηριστεί σπάνιο και απαιτείται η προστασία του. Επίσης στην περιοχή έχουν καταγραφεί 16 είδη ερπετών (κεφαλονίτικο κονάκι, μολυντήρι, ταρέντολα, ονυχοχελώνα, κυρτοδάκτυλος κ.α.) και οκτώ θηλαστικών (σκάντζόχοιρος, δασοποντικός, νυφίτσα, κουνάβι, νανονυχτερίδα κ.α.).
Τα τελευταία χρόνια στην περιοχή της λιμνοθάλασσας δημιουργήθηκε Κέντρο Περιβαλλοντικής Ενημέρωσης, διαμορφώθηκαν ελεύθεροι χώροι και σύστημα πεζοδρόμων και ποδηλατοδρόμων. Η περιοχή σήμερα αποτελεί περιαστικό οικολογικό πάρκο με μεγάλο ενδιαφέρον και σημασία για τη γενικότερη ανάπτυξη του τόπου.
Η ονομασία «Κούταβος», προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «Κότταβος», που σημαίνει λεκάνη. Η ανοικτή χάλκινη φιάλη των αρχαίων, που χρησίμευε για παίγνιο στα συμπόσια, εξελίχτηκε με το χρόνο στο δοχείο απορριμμάτων των συμποσιαστών. Σε αντιστοιχία η λεκάνη του μυχού του κόλπου Αργοστολίου που για χρόνια δεχόταν τα φυσικά και τα ανθρώπινα απορρίμματα της περιοχής συνιστούσε ένα φυσικό κότταβο. Χαρακτηρισμός που καθόλου δεν απέχει από την ονομασία Κούταβος, που προσδιορίζει αυτόν τον ιδιόμορφο χώρο. Μάλιστα σύμφωνα με τους φιλόλογους το θέσει μακρόν όμικρον (επειδή βρίσκεται μπρος από τα δύο ταφ), προεκτείνεται σε –ου, αποβάλλοντας το ένα ταφ.
Η ιστορική διαδρομή της λιμνοθάλασσας είναι μεγάλη και ξεκινάει από τα αρχαία χρόνια, με μεγάλη πιθανότητα να υπήρχε στο σημείο αυτό λιμάνι, που εξυπηρετούσε μικρά πλοία. Την εποχή εκείνη στο μυχό της λιμνοθάλασσας ήταν χτισμένη η Κράνη, μία από τις τέσσερις πόλεις που αποτελούσαν την Κεφαλληνιακή Τετράπολη. Μεγάλο μέρος από τα τείχη της που χρονολογούνται τον 6ο ή 7ο π.χ. αιώνα, σώζονται μέχρι σήμερα και αποτελούν ιστορική μαρτυρία της αρχαίας ελληνικής οχυρωματικής τέχνης. Διακρίνονται επίσης ερείπια ενός Δωρικού ναού που μάλλον ανήκε στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη.
Μνείες υπάρχουν επίσης για πιθανή ύπαρξη ερειπίων ναυπηγίου στο μυχό του Κούταβου, το οποίο θα πρέπει να τοποθετηθεί χρονολογικά στους Ρωμαϊκούς ή μετεγενέστερους χρόνους. Κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, η περιοχή του Κούταβου αποτελούσε περίφημο όρμο για τον ισπανικό και ενετικό στόλο. Τα πλοία της εποχής εκείνης προτιμούσαν να αράζουν στον Κούταβο παρά στο εξωτερικό λιμάνι γιατί δεν κινδύνευαν από θαλασσοταραχές και συγχρόνως τα πληρώματα έβρισκαν γλυκό νερό από τις άφθονες πηγές που χύνονταν στις ακτές του.
Η γέφυρα του Δοβεσέτου, είναι πέτρινη με καμάρες και έχει μήκος 900 περίπου μέτρα. Χωρίζει τη λιμνοθάλασσα του Κούταβου από τον ανοικτό κόλπο και ενώνει το Αργοστόλι με την απέναντι στεριά και τα Νεκροταφεία τριών δογμάτων (Ορθόδοξο, Καθολικό, Εβραϊκό). Ονομάζεται και γέφυρα του Κούταβου.
Μέχρι το 1812 αυτή η γέφυρα δεν υπήρχε. Την εποχή εκείνη η πόλη του Αργοστολιού ήταν ουσιαστική απομονωμένη από την βορειοανατολική ύπαιθρο της, οι χωρικοί ήταν υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν βάρκες για να αποφεύγουν τον ιδιαίτερα κοπιαστικό και μεγάλο γύρο του Κούταβου, που εκτός των άλλων ήταν δύσβατος και τις νυκτερινές ώρες επίφοβος. Επίσης, πρόβλημα είχαν όσοι κατοικούσαν στο Αργοστόλι, ιδιαίτερα οι εισοδηματίες αγρότες που έπρεπε να πηγαίνουν στις αγροικίες τους.
Την εποχή εκείνη όλα τα νησιά ήταν σε Βρετανική Προστασία. Στην Κεφαλονιά διορίστηκε διοικητής, ένας Ελβετός που ανήκε στην υπηρεσία του Βρετανικού στρατού, ο Δε Βοσσέτ (Δεβοσέτος). Η πρώτη φροντίδα του Δε Βοσσέτ ήταν η εξασφάλιση καλύτερης επικοινωνίας της πρωτεύουσας με την ύπαιθρο, που θα γινόταν δυνατή με την κατασκευή γέφυρας στον Κούταβο. Το έργο το ανέλαβε ο ίδιος ο Δε Βοσσέτ, το 1812 με μεγάλο ζήλο και μετά από 15 μέρες παραδόθηκε στην κυκλοφορία η πρώτη γέφυρα, που ήταν ξύλινη αψιδωτή και στηριζόταν σε πασσάλους.
Αμέσως μετά, με βάση αυτή την ξύλινη διάβαση, κατασκευάστηκαν πέτρινα στηρίγματα στο βυθό, τα οποία ενώθηκαν με χοντρά δρύινα δοκάρια, πάνω στα οποία καρφώθηκαν σανίδες πάχους 5-8 εκατοστών, από αυτές που χρησιμοποιούνται στις ναυπηγικές κατασκευές. Αυτό το δεύτερο έργο χρειάστηκε 3-4 χρόνια για να τελειώσει. Στη μέση της γέφυρας, εκεί που τα νερά είναι ρηχά, στήθηκε μια λίθινη αρμονική πυραμίδα, η Κολόνα. Είναι το αναθηματικό μνημείο της γέφυρας που διαιωνίζει το επίτευγμα και τους κατασκευαστές του. Πάνω στην πέτρα χαράκτηκαν στα ελληνικά, αγγλικά, ιταλικά και λατινικά:

ΤΗ ΔΟΞΗ ΤΩΝ ΒΡΕΤΤΑΝΩΝ
ΟΙ ΚΕΦΑΛΛΗΝΕΣ
ΕΤΕΙ 1813

Τριάντα χρόνια αργότερα ο χρόνος και η χρήση έφεραν τη γέφυρα στα όρια της κατάρρευσης. Τότε, το 1842 έγινε ανάπλαση της γέφυρας την οποία προώθησε ο τοποτηρητής βαρόνος Έβερτον. Η νέα γέφυρα κατασκευάστηκε εξ ολοκλήρου από πέτρα, με πολλές καμάρες και στερεώθηκε πάνω σε 16 ομοιόμορφα ελλειπτικά τόξα, σε σωστές αναλογίες και με μεγαλύτερο πλάτος. Στα άκρα κατασκευάστηκαν πέτρινα στηθαία από πωρόλιθο με κατά διαστήματα περίτεχνα κιγκλιδώματα που καθιστούσαν την κατασκευή ανθεκτική και αρχιτεκτονικά αρμονική. Η διάβαση των πεζών και οχημάτων ιδίως κατά τη διάρκεια του χειμώνα, με τους σφοδρούς ανέμους και το ύψος των κυμάτων ήταν δυνατή και ασφαλής.
Αυτή την μορφή είχε η γέφυρα μέχρι τους σεισμούς του 1953 που έπαθε σοβαρές ζημιές. Τα έργα συντήρησης, σταθεροποίησαν τη γέφυρα, ωστόσο δεν ακολούθησαν την αρχιτεκτονική του μνημείου. Τότε, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο ιστορικός και ερευνητής Αγγελοδιονύσης Δεμπόνος «περισσότερο από τη φύση κατάστρεψε τη γέφυρα η ανθρώπινη βεβήλωση». Το 1970, η γέφυρα χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Καμιά ιστόρηση, σχετική με τον Κούταβο, δεν κρίνεται ικανοποιητική χωρίς εκτεταμένη αναφορά στη Γέφυρα! Η γέφυρα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Κούταβου, επειδή, αναμφισβήτητα, με την κατασκευή της επηρέασε το περιβάλλον αλλάζοντας του τη δομή. Μέχρι το οικοσύστημα να αναπροσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, υποβλήθηκε σε δοκιμασίες αδυσώπητης ισορροπίας, για τις ζωές, που φιλοξενούσε! Χωρίς να ‘χουμε συγκριτικά στοιχεία του, πριν το 1822, βιοτόπου, αδίστακτα μπορούμε να ισχυριστούμε πως το σκεύασμα που λέγεται γέφυρα, δεν ήταν μια πράξη φιλική προς το οικοσύστημα του Κούταβου.

Η ΛΙΜΝΗ ΑΒΥΘΟΣ

Η Άβυθος είναι μια μικρή λίμνη με έκταση περίπου δύο στρέμματα. Βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 300 μ. πολύ κοντά στο χωριό ‘Αγιος Νικόλαος σε ένα βαθούλωμα στη ρίζα του βουνού Στάβερη που υψώνεται σχεδόν κάθετα από πάνω της. Είναι γνωστή και με την ονομασία Άκωλη.
Η σκιά του βουνού πέφτει τις περισσότερες ώρες της ημέρας στη λίμνη και έτσι τα νερά της παίρνουν ένα βαθύ σκούρο χρώμα, που προκαλεί δέος στον επισκέπτη. Αυτό το δέος ίσως ήταν η αιτία που δημιούργησε ένα σωρό φαντασιώσεις και θεωρίες για τη λίμνη. Λέγανε λοιπόν πως αν ρίξεις μέσα μια πέτρα δεν πρόκειται να φτάσει μέχρι το βυθό, γιατί η λίμνη δεν έχει βυθό! Από εδώ προήλθε και η ονομασία της «Άβυθος» ή «Άκωλη». Μέχρι που καθώς κάποιος καθάριζε τα καλάμια, έφτιαξε μια σχεδία, ανέβηκε πάνω, κρέμασε ένα βαρύ σίδερο σε ένα γερό σκοινί και μέτρησε το βάθος της. Βρέθηκε λοιπόν ότι η περίφημη Άκωλη έχει βάθος μόλις 11 μέτρα!
Στην περιοχή της Αβύθου παρατηρήθηκαν τρίτωνες κάτι πολύ ασυνήθιστο για ένα νησί. Ωστόσο το οικοσύστημα της λίμνης δεν έχει μελετηθεί μέχρι τώρα. Η λίμνη είναι ουσιαστικά λιμνοπηγή που τροφοδοτείται συνεχώς από τα νερά του βουνού Στάβερη. Εξαιτίας της πλούσιας υδροφορίας η υπερχείλιση της λίμνης είναι συνεχής. Τα νερά μέσα από ένα τσιμεντένιο αυλάκι κυλούν στη ρεματιά του Αγίου Νικολάου και χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα νερά που καταλήγουν στη ρεματιά για αδρεύσεις μικρών κήπων και καλλιεργήσιμων εκτάσεων στην πεδινή περιοχή των Τζανάτων.
Αυτή η ρεματιά μέσα στην οποία κυλάει το νερό που τρέχει από την Άβυθο, ώσπου να χυθεί στη θάλασσα του Πόρου είναι από τις ωραιότερες της Κεφαλονιάς! Είναι καταπράσινη, γεμάτη πλατιά πλατάνια, κερασιές, βυσσινιές, καρυδιές και άλλα δέντρα, που στα φυλλώματα τους φωλιάζουν αηδόνια, κοτσύφια και άλλα πουλιά. Στη ρεματιά αυτή υπήρχαν και υδρόμυλοι. Ορισμένοι από αυτούς λειτουργούσαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μετά σιγά σιγά καταστράφηκαν. Σήμερα σώζονται μόνο μερικά ερείπια από αυτούς.

ΒΟΧΥΝΑΣ, ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ

Ο μικρός ποταμός Βόχυνας πηγάζει από τη λίμνη Άβυθο και κυλάει μέσα από το φαράγγι του Πόρου. Στις εκβολές του υπήρχε λιμάνι μέχρι το 1932 και μετά η κοίτη του διαμορφώθηκε με τεχνητά έργα. Κατά τη διάρκεια των έργων ήρθαν στο φως αρχαίες δέστρες πλοίων και νομίσματα του 4ου π.Χ. αιώνα. Το λιμάνι του Βόχυνα σύμφωνα με ορισμένες θεωρίες είναι το ομηρικό λιμάνι του Ρείθρου. Επίσης στις εκβολές του Βόχυνα σύμφωνα με τις ίδιες θεωρίες προσάραξε το πλοίο που μετέφερε τους ναύτες του Τηλέμαχου από την Πύλο.
Το φαράγγι του Πόρου έχει μήκος 4 χιλιομέτρων και είναι ένα από τα ομορφότερα τοπία της Κεφαλονιάς. Είναι γνωστό ως «Στενό του Πόρου» ενώ ο αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος το χαρακτήρισε ως τα «τα Τέμπη της Κεφαλονιάς». Πρόκειται για μια βαθιά χαράδρα ύψους 80 μ. με απότομες σχεδόν κάθετες πλευρές. Πολλοί είναι εκείνοι που πεζοί ακολουθούν την κοίτη του Βόχυνα και μέσω του φαραγγιού καταλήγουν στις παρυφές του Αίνου.
Στο φαράγγι φυτρώνουν τα ενδημικά φυτά Silene cephallenia ssp. και Stachys ionica. Οι όχθες του Βόχυνα είναι γεμάτες πλατάνια. Επίσης μέσα στο φαράγγι βρίσκονται μικρά σπήλαια. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το σπήλαιο της Δρακοσπηλιάς που βρίσκεται στη νότια πλευρά του φαραγγγιού σε υψόμετρο 70 μέτρων και είναι μέχρι στιγμής μη επισκέψιμο. Κατά την προϊστορική εποχή χρησιμοποιήθηκε ως χώρος κατοικίας, ενώ κατά τους ιστορικούς χρόνους αποτέλεσε ιερό χώρο, συνδεμένο με τη λατρεία των Νυμφών.
Σύμφωνα με μία παράδοση στο «Στενό του Πόρου» ζούσε η Αλκμήνη με το Ηρακλή. Λέγεται μάλιστα ότι το όνομα του χωριού Αγία Ειρήνη που είναι γνωστό ως Αράκλι, προέρχεται από τον Ηρακλή. Διάφορα βαθουλώματα πάνω στους βράχους και άλλα παρόμοια σημάδια στο βάθος της πεδιάδας θεωρούνται από τους ντόπιους ίχνη των υπερφυσικών ποδιών και των τεράστιων βημάτων του Ηρακλή.
Μία άλλη παράδοση αποδίδει τα σημάδια σε ένα δράκο που ζούσε στο «Στενό του Πόρου» γύρω στον 7ο π.Χ. αιώνα. Ο δράκος αυτός μπορούσε να πηδά από τη μια μεριά στην άλλη. Μια μέρα ο δράκος διαφώνησε με κάποιο θεό που του έλεγε ότι δεν μπορεί να φτάσει απέναντι. Ο δράκος στην προσπάθεια του να περάσει δεν τα κατάφερε και σκοτώθηκε πέφτοντας πάνω σε μια πέτρα όπου και άφησε την πατημασιά του.

Ο ΥΓΡΟΤΟΠΟΣ ΛΙΒΑΔΙ

Ο υγρότοπος Λιβάδι βρίσκεται στο μυχό του ομώνυμου κόλπου στο βορειοδυτικό τμήμα της επαρχίας Πάλλης σε απόσταση 8 χ.λ.μ. βόρεια του Ληξουριού. Αποτελείται από:

ü βαλτώδη περιοχή συνολικής έκτασης 1.000 περίπου στρεμμάτων, 300 από τα οποία χρησιμοποιούνται για καλλιέργεια ζωοτροφών. Το μεγαλύτερο μέρος του βάλτου ιδιαίτερα το καλοκαίρι, όπου τα νερά μειώνονται σημαντικά αποτελεί χώρο βόσκησης. Το χειμώνα η έκταση του βάλτου καλύπτεται από νερά και είναι άβατη. Στο βάλτο σχηματίζονται μικρές λίμνες (η Μεγάλη Λίμνη, η Φούρνη, η Λομπάρια, η λίμνη του Μάρκου και η Βλιχάδα) που το χειμώνα το βάθος των νερών τους φτάνει το ένα μέτρο. Σε ένα μέρος του υγρότοπου, οι ρίζες των υδρόβιων φυτών (καλάμια, βούρλα) σχημάτισαν βατή επιφάνεια. Η περιοχή αυτή ονομάζεται τρεμούλα, γιατί τρέμει με το βάδισμα. Στον υγρότοπο υπάρχει τεχνητά διαμορφωμένο δίκτυο αποστραγγιστικών καναλιών.
ü Μεγάλη θαλάσσια έκταση με ρηχά νερά στον κόλπο του Λιβαδιού. Η θαλάσσια περιοχή του υγρότοπου χωρίζεται από τη βαλτώδη περιοχή με το δρόμο που συνδέει το Ληξούρι με το Αργοστόλι. Για την επικοινωνία των νερών έχουν κατασκευαστεί τρία γεφύρια.

Οι κάτοικοι των γύρω χωριών ασχολούνται με γεωργοκτηνοτροφικές και τουριστικές δραστηριότητες. Στο νότιο τμήμα του υγρότοπου υπάρχει λατομείο αδρανών υλικών. Αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται σε λοφώδεις εκτάσεις πάνω από τον υγρότοπο, στο λόφο του Κρίκελου, ενώ στις όχθες στον κόλπο του Λιβαδιού υπάρχει μισοερειπωμένο το κτίριο των αγροτικών φυλακών, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Στην ευρύτερη περιοχή του υγρότοπου υπάρχουν οι εγκαταστάσεις του Ιχθυοτροφείου Κεφαλονιάς Α.Ε. – κάθετη μονάδα παραγωγής με ιχθυογεννητικό σταθμό και ιχυοκλωβούς εκτροφής αλιευμάτων (τσιπούρα, λαβράκι). Στην περιοχή του υγρότοπου σύμφωνα με διάφορες θεωρίες ήταν το ομηρικό λιμάνι του Ρείθρου. Επίσης η ομηρική πόλη της Ιθάκης ήταν στους λόφους που βρίσκονται πάνω από το σημερινό χωριό Λιβάδι ενώ στο λόφο του Κρίκελου βρισκόταν το παλάτι του Οδυσσέα.
Στον υγρότοπο και ιδιαίτερα στη θάλασσια έκταση του υπάρχουν κυπρίνοι, χέλια, κέφαλοι και λαβράκια. Από τα απειλούμενα είδη συναντώνται Ποσειδωνίες (Posidonia oceanica), η φώκια Monachus-monachus και η χελώνα Caretta-caretta. Η χλωρίδα του υγροτοπου αποτελείται από βιολέτες, αλμυρίκια, ασφόδελους, καλάμια, βούρλα, νούφαρα, λειχήνες, κρινάκια και ψαθιά. Με τα ψαθιά, παλαιότερα έφτιαχναν ψάθινες καρέκλες. Η πανίδα αποτελείται από φίδια, βατράχια, χελώνες, κουνάβια και σκαντζόχοιρους.
Η περιοχή έχει χαρακτηριστεί από το Υπουργείο Γεωργίας ως μόνιμο καταφύγιο άγριας ζωής. Έχουν καταγραφεί 107 είδη πουλιών, φωλιάζοντα και διερχόμενα (το 44% των ειδών που έχουν καταγραφεί συνολικά στην Κεφαλονιά και το 25% των ειδών όλης της Ελλάδας). Από αυτά 27 είδη, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο, είναι απειλούμενα. Εύκολα ο παρατηρητής θα δει ερωδιούς, καλαμοκανάδες, αβοκέτες, πάπιες, φαλαρίνες, νερόκοτες, αγριόχηνες, τσικνόπαπιες κ.α. Επίσης το «τρουδί», αποδημητικό παπί, διέρχεται σε κοπάδια από την Κεφαλονιά και φιλοξενείται στον κόλπο και στο βάλτο του Λιβαδιού. Αξίζει να τονιστεί ότι ο υγρότοπος παρά την ιδιαίτερη οικολογική σημασία του μέχρι σήμερα δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ολοκληρωμένης επιστημονικής έρευνας και μελέτης ως προς την υπάρχουσα χερσαία και θαλάσσια πανίδα (και ορνιθοπανίδα) και χλωρίδα.
Τα στάσιμα νερά των υγροτόπων είναι ιδανικός τόπος αναπαραγωγής των κουνουπιών. Από την άλλη οι άνθρωποι έχουν φροντίσει να μειώσουν τον πληθυσμό πολλών ειδών που η τροφή τους στηρίζεται κυρίως στα κουνούπια, όπως είναι τα βατράχια (αμφίβια, που ευαίσθητα στη ρύπανση) και τα πουλιά (κυνήγι, ρύπανση των υγροτόπων, αποξηράνσεις υγροτοπικών εκτάσεων). Και είναι αλήθεια ότι όσο μειώνονται οι εχθροί των κουνουπιών, τόσο αυξάνονται τα κουνούπια… έτσι οι οικισμοί που βρίσκονται κοντά στους βάλτους υποφέρουν τους καλοκαιρινούς μήνες. Το επόμενο στάδιο είναι ο ψεκασμός, πολύ συχνά αεροψεκασμός με εντομοκτόνα δηλητήρια. Τα εντομοκτόνα όμως έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα. Μειώνουν τον πληθυσμό των βατράχων και των παραυδάτιων πουλιών. Ιδιαίτερα μειώνουν την αναπαραγωγή των πουλιών, αφού τα αυγά δεν εκκολάπτονται ή σχηματίζουν λευκό κέλυφος και σπάζουν κατά την επώαση. Έτσι και πάλι ο αριθμός των κουνουπιών θα αυξηθεί αφού έχουν μειωθεί οι κυνηγοί τους. Η τροφική αλυσίδα έχει διαταραχθεί. Τότε αρχίζουν και πάλι οι ψεκασμοί αλλά δεν είναι λύση.

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ ΤΩΝ ΒΑΤΣΩΝ

Στο νότιο τμήμα της χερσονήσου της Πάλλης, κοντά στο ακρωτήριο Βραχηνάρι, βρίσκεται το μικρό λιμανάκι και το ποτάμι των Βάτσων. Στην περιοχή έχουν βρεθεί ψηφιδωτά με παραστάσεις δελφινιών και τρίαινες που πιστοποιούν τη λατρεία του Ποσειδώνα. Σήμερα το ποτάμι διατηρεί αρκετό νερό και είναι ένα μέρος ιδανικό για ανάπαυλα και ψάρεμα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Παρασκευή Βασσάλα, Οι μαθητές της Ελλάδας στην Κεφαλονιά.
2. Καρπαδάκης Κώστας, Υγρότοποι της Ελλάδας (Αξίες-Κίνδυνοι-Προστασία), Virtual School, The sciences of Education Online, τόμος 2, τεύχος 4 http://www.auth.gr/virtualschool/2.4/youngs/Karpadakis.htm, 2001.
3. Βασιλακοπούλου Ρούλα κ.α. «Υγρότοπος Κερκίνης» Ενημερωτκό τεύχος, Αναπτυξιακή Εταιρεία Σερρών Α.Ε. Διακρατική Συνεργασία Leader II.
4. Γεράκης Π.Α.-Τσιούρης Σ.Ε. (1991) «Υγρότοποι της Ελλάδας» ΑΠΘ, Τμήμα γεωπονίας
5. ΕΚΒΥ (Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων) (1998) Μεσογειακή επιτροπή για τους υγροτόπους (MEDCOM 1) περιοδικό «Αμφίβιον» τ. 19/Μάρτιος 1998
6. Ε.Ο.Ε (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία) (1999) «Επιπτώσεις έργων και δραστηριοτήτων στα πτηνά και τους βιοτόπους τους �Διαχείριση βιοτόπων Ορνιθοπανίδας» Επιμέλεια Διονυσία Χατζηλάκου, Ε.Ο.Ε.
7. Κούκουρας Θ. κ.α.(1986) «Ερμηνευτικό Λεξικό Οικολογικών και Συναφών Ορων» Γαρταγάνης
8. Μπλιώνης Γιώργος (2000) «Τα βουβάλια της Βόλβης» περιοδικό «Το υδρόβιο» του Κέντρου πληροφόρησης υγρότοπου Κορώνειας-Βόλβης τ. 6/2000
9. Σαφέτη Αντιγόνη κ.α. (1998) «Το επιχειρησιακό πρόγραμμα περιβάλλοντος» περιοδικό «Το υδρόβιο» του Κέντρου πληροφόρησης υγρότοπου Κορώνειας-Βόλβης τ. 1/1998
10. Σαφέτη Αντιγόνη (1998) «Το κέντρο πληροφόρησης υγρότοπου Κορώνειας-Βόλβης: ο ρόλος και οι δραστηριότητές του», περιοδικό «Το υδρόβιο» του Κέντρου πληροφόρησης υγρότοπου Κορώνειας-Βόλβης τ. 1/1998
11. Σφήκας Γ.- Τσούνης Γρ.(1993) «Οικοτουριστικός οδηγός της Ελλάδας» Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς-Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, Αθήνα 1993
12. ΥΠΕΧΩΔΕ « Η οδηγία των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ και το δίκτυο NATURA 2000»
13. Φλογαΐτη Ευγενία (1993) «Περιβαλλοντική Εκπαίδευση» Ελληνικές Πανεπιστημιακές εκδόσεις
14. Φυτώκα Ε. (2000) «Οι προσπάθειες για την απογραφή των Ελληνικών υγροτόπων» Περιοδικό «Αμφίβιον» τ. 32/Μάιος-Ιούνιος 2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: