Συνολικές προβολές σελίδας

1ο Γυμνάσιο Λάρισας: "Υφαντήρια – Βαφεία. Ιστορική αναδρομή" Πρόγραμμα Πολιτιστικών Θεμάτων

Συντονίστρια του Προγράμματος: Κυρατζή Αθανασία

Παιδαγωγική Ομάδα: Γεωργίου Σταματία, Τσιβερτάρα Ασπασία

Ο μύθος της αράχνης
Την εποχή που οι θεοί βασίλευαν γαλήνιοι και παντοδύναμοι στα συννεφένια
κάστρα του Ολύμπου, σε μια μικρή πολιτεία της Λυδίας, τα Ύπαιπα, ζούσε η
Αράχνη, κόρη του βαφέα Ίδμονα από την Κολοφώνα, υφάντρα ξακουστή σε όλον
τον κόσμο για τα υφαντά που έφτιαχνε στον αργαλειό της αλλά και για τη
απαράμιλλη ομορφιά της.
Ήταν τέτοια η τέχνη της Αράχνης στην υφαντική, που ο κόσμος πίστευε ότι την
είχε διδαχθεί από την ίδια τη θεά Αθηνά, που ήταν και προστάτιδα τούτης της
τέχνης και ακόμα και οι Νύμφες πήγαιναν για να θαυμάσουν τα έργα της.
Αυτό όμως, δεν άρεσε στην Αράχνη, που δεν σταματούσε όχι μόνο να
διατυμπανίζει ότι την τέχνη την έχει μάθει μόνη της, αλλά και να καυχάται ότι τα
δικά της υφαντά ήταν ασυγκρίτως καλύτερα από εκείνα της θεάς. Και σε μια
στιγμή έπαρσή της, τόλμησε να καλέσει την ίδια την Αθηνά σε αγώνα υφαντικής.
Η Αθηνά μεταμορφώθηκε σε γριά και συμβούλεψε την κοπέλα ότι ήταν ασέβεια
να προσπαθεί κάποιος να αναμετρηθεί με τους θεούς. Όμως η Αράχνη δεν
άκουσε τις συμβουλές της και συνέχισε να προκαλεί τη θεά.
Αυτή η πρόκληση δεν μπορούσε, βέβαια, ν’ αφήσει αδιάφορη την κόρη του Δία,
πολύ περισσότερο αφού προερχόταν από μια θνητή. Κατέβηκε, λοιπόν, η Αθηνά
στη γη και παρουσιάστηκε στην Αράχνη σε όλο της το θεϊκό μεγαλείο.
Και ο αγώνας άρχισε : ύφαινε και κεντούσε η Αθηνά την Ακρόπολη και τον
αγώνα της με τον Ποσειδώνα, που θα έκρινε ποιος από τους δύο θα κέρδιζε την
Αθήνα. Κι ακόμη, κεντούσε την ιστορία του βασιλιά της Θράκης Αίμου που μαζί με
Τη δύναμη του Δία και της Ήρας και γι’ αυτή τους την ασέβεια ο βασιλιάς του
Ολύμπου τους μεταμόρφωσε σε βουνά.
Ύφαινε και κεντούσε η Αθηνά τα όμορφα παραμύθια των θεών και των
ανθρώπων, ύφαινε και κεντούσε κι η Αράχνη διάφορες ιστορίες των θεών και
έδειχνε σ’ αυτές τις πολλές μεταμορφώσεις του Δία, που άλλοτε γινόταν ταύρος,
άλλοτε κύκνος, άλλοτε χρυσή βροχή.
Κι όταν τελείωσε ο αγώνας και η Αθηνά πήρε στα χέρια της το κέντημα της
Αράχνης, άδικα προσπάθησε να βρεί κάποιο ψεγάδι. Ήταν πραγματικά το
καλύτερο που είχε δεί ποτέ της και ασφαλώς καλύτερο από το υφαντό που είχε
φτιάξει η ίδια.
Όμως, παρόλο που σε τούτον τον πρωτότυπο αγώνα είχε νικήσει η Αράχνη, η
Αθηνά δεν ήταν δυνατό ν’ αφήσει ατιμώρητη την ασέβεια και την αλαζονεία της.
Γι’ αυτό την άγγιξε στο μέτωπο με την χρυσή σαΐτα της κι εκείνη, τρελή απ’ το
κακό της, τύλιξε στο λαιμό της όση κλωστή είχε περισσέψει στο αδράχτι της και μ’
αυτήν κρεμάστηκε από το ταβάνι του σπιτιού της.
Τη λυπήθηκε τότε η θεά και την άφησε να ζήσει, καταδικασμένη,
όμως, να κρέμεται πάντα από τα ταβάνια και τους τοίχους των σπιτιών
κι έτσι κρεμασμένη να υφαίνει τον ιστό της.
Κι από τότε η Αράχνη έπαψε να είναι όμορφη κοπέλα κι έγινε ένα μικρό
άσχημο έντομο που κρέμεται άλλοτε στο ταβάνι, άλλοτε στις γωνίες των τοίχων κι
άλλοτε ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων. Απλώνει εκεί τις κλωστές της και
υφαίνει αδιάκοπα, γιατί, παρόλο που μεταμορφώθηκε σε έντομο, δεν μπόρεσε να
ξεχάσει την παλιά της τέχνη..

Ο αργαλειός ως οικιακό εργαλείο είναι αρχαιότατο και αναφέρεται από τον
Όμηρο ως ιστός. Η Πηνελόπη ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα για να ξεγελά
με αυτό τον τρόπο τους «μνηστήρες» ώστε να την περιμένουν ώσπου να τελειώσει
Το «διασίδι» της. Η θεά Αθηνά στην αρχαιότητα προστάτευε την υφαντική τέχνη
γι΄ αυτό ονομαζόταν «Εργάνη Αθηνά».
Πολλά από τα δημοτικά μας τραγούδια είναι αφιερωμένα στον αργαλειό και
την ύφανση.

• Πόσα και πόσα όνειρα , δουλεύοντας τον αργαλειό με την βοήθεια του αχνοφέγγοντος λυχναριού, μοναχή η ανύπανδρη ή παντρεμένη κοπελιά, κάνει γλυκές σκέψεις για αντάμωμα, για φιλί, για στεφάνι, για αγκάλιασμα, για τον ερχομό του καλού της… ΕΓΩ ΤΟ ΨΑΔΙ ΘΑ ΓΕΝΩ, ΚΑΙ ΕΚΕΙΝΟΣ ΤΟ ΣΤΙΜΟΝΙ – ΠΟΥ ΝΑ ΜΠΛΕΧΤΕΙ ΜΕΣ’ ΤΟ ΠΑΝΙ, ΚΑΙ ΠΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΓΛΥΤΩΝΕΙ. Σκιρτήματα ψυχής, ρομαντικές σκέψεις, κρυφοί καημοί, αναστεναγμοί και απογοητεύσεις…και όλα αυτά τα συναισθήματα σαν ξαλάφρωμα ψυχής τα συντροφεύει με λυπητερό ή χαρούμενο προσμονής τραγούδι: ΤΑΚΟΥ – ΤΑΚΟΥ Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ ΜΟΥ – ΤΑΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΜΟΥ.. και για τις ανύπαντρες: ΤΑΚΟΥ ΚΑΙ ΣΕ ΛΙΓΟ ΦΤΑΝΕΙ, ΜΕ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΜΕ ΣΤΕΦΑΝΙ…Και οι νέοι περνόντας κάτω από τα παραθύρια των αγαπημένων τους τραγουδούσαν: “ΠΕΡΑ -ΔΩΘΕ Ο ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ ΣΟΥ, ΠΕΡΑ -ΔΩΘΕ ΟΙ ΣΑΪΤΕΣ / ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΑΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΙ, ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΓΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΙΡΝΕΙ / ΝΑΜΟΥΝΑ ΣΤΗΝ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΣΟΥ, ΝΑ ΓΕΝΩ ΠΟΥΛΙ ΓΑΛΑΖΙΟ / ΝΑΡΘΩ ΠΑΛΙ ΣΤΙΣ ΣΑΪΤΕΣ, ΝΑ ΚΑΘΙΣΩ ΚΑΙ ΣΤΟ ΚΤΕΝΙ / ΝΑ ΚΑΘΙΣΩ ΣΤΑ ΜΙΤΑΡΙΑ, ΣΑΝ ΜΙΚΡΟ ΠΟΥΛΙ ΓΑΛΑΖΙΟ.”

Η ιστορία της υφαντικής αρχίζει από τη Νεολιθική εποχή. Οι βασικές υφαντικές ίνες ήταν το μαλλί και, κυρίως, το λινάρι.
Κατά τους μινωικούς χρόνους ξεχωριστή κατηγορία υφασμάτων αποτελούσαν τα πολύ λεπτά υφάσματα (αραχνοΰφαντα), όπως αυτά που απεικονίζονται σε μινωικές τοιχογραφίες της Κρήτης και της Θήρας. Στη Θήρα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή τα φλοκωτά υφάσματα. Ο Πλίνιος περιγράφει λεπτομερώς τον τρόπο βαφής των κλωστών με φυτικές ουσίες.
Η υφαντική έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της κατά τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια. Η παραγωγή των μεταξωτών άρχισε όταν τον 6ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός (527-565) έστειλε δυο καλόγερους στην κεντρική Ασία για να κηρύξουν τη χριστιανική θρησκεία και να μάθουν τα μυστικά της σηροτροφίας.
Τον 17ο και 18ο αιώνα ξεκίνησε η παραγωγή των πρώτων υλών (κόκκινα νήματα) και υφαντών που προορίζονταν για εμπόριο. Ενώ η υφαντική ως οικοτεχνία ήταν έργο των γυναικών, ως εργαστηριακή τέχνη απασχολούσε κυρίως τους άνδρες.
Στα Αμπελάκια Θεσσαλίας το 1778 ιδρύθηκε ο πρώτος στον κόσμο συνεταιρισμός βαφής και κατεργασίας βαμβακιού, με υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη.
Η βιομηχανική ανάπτυξη στις χώρες της δυτικής Ευρώπης προκάλεσε ύφεση στην παραδοσιακή υφαντική.
Σήμερα οι παραδοσιακές υφάντρες εξακολουθούν να υφαίνουν όχι από επιτακτική ανάγκη αλλά από αγάπη για την τέχνη.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΓΑΛΕΙΟΥ
ΚΑΘΕΤΟΣ
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι Οµηρικοί Έλληνες, αλλά και µέχρι τον 19ο αιώνα η
φυλή των Ινδιάνων της Αµερικής Ναβάχο (Navaho) χρησιµοποιούσαν τον κάθετο αργαλειό.
Κάθετος αργαλειός µε βαρίδια (6.000 π.Χ.). θεωρείται ότι αναπτύχθηκε στην Ευρώπη κατά τη Νεολιθική Εποχή. Ο πρωτόγονος υφαντής για να ξεπεράσει το πρόβλημα της ευλυγισίας των νημάτων στημονιού, αρχικά έδενε το ένα άκρο τους σε κάποιο οριζόντιο κλαδί δέντρου, ενώ στο άλλο έδενε πέτρες, που χρησίμευαν σαν βαρίδια για να διατηρούνται τα νήματα τεντωμένα.
Η διάταξη αυτή προσφερόταν για την αποτελεσματική διαπλοκή των νημάτων υφαδιού κάθετα προς το στημόνι, για να παραχθεί ύφασμα.
Το µέγιστο µήκος υφάσµατος δεν ξεπερνούσε τα δύο µέτρα, όσο το ύψος που μπορούσε να φθάσει η υφάντρια για να περάσει το υφάδι.
Ο κάθετος αργαλειός παρέµεινε ο πιο συνηθισµένος τύπος αργαλειού για
χιλιετηρίδες.
ΟΡΙΖΟΝΤΙΟΣ ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
Στην Ευρώπη κατά τον 13ο αιώνα µ.Χ., ο κάθετος αργαλειός πέρασε στο περιθώριο και αντικαταστήθηκε από τον νέο πλέον και πιο βολικό οριζόντιο αργαλειό, τον οποίο γνώριζαν στην Αρχαία Αίγυπτο, από το 3.000 π.Χ..
Η πρώτη σηµαντική εξέλιξη που συνέβη στον αργαλειό ήταν η δυνατότητα στο να ξετυλίγεται το στηµόνι από τη µία πλευρά και να τυλίγεται το ύφασµα που παραγόταν στο αντί από τη µεριά της υφάντρας. Στη συνέχεια, προστέθηκαν τελάρα που διευκόλυναν το άνοιγµα του στηµονιού, απ' όπου µε τη βοήθεια της σαΐτας περνούσε το υφάδι.
Ο οριζόντιος αργαλειός είναι σίγουρα πιο σταθερός και πιο γερός σε σχέση µε τον κάθετο, εφόσον ξύλα είναι τα εξαρτήματα που αποτελούν το σκελετό του και όχι βαρίδια από πέτρες. Επιπλέον στηρίζεται καλά στο πάτωµα. Με τον οριζόντιο αργαλειό µπορεί να δουλεύει η υφάντρα πιο άνετα και πιο εύκολα.
Οι λειτουργίες του οριζόντιου αργαλειού που είχαν επινοηθεί χιλιάδες χρόνια πριν, παραµένουν µέχρι και σήµερα αναλλοίωτες. Προέκυψαν κάποιες µεταβολές µε στόχο τη βελτίωση των µηχανικών µέσων, όπως ήταν η δηµιουργία της ιπτάµενης σαΐτας. Η εισαγωγή περισσότερων τελάρων αποτελούσε την ποικιλία των υφαντικών σχεδίων, για να καταλήξουµε σήµερα στους αυτοµατισµούς ενός σύγχρονου αργαλειού.

ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ ΤΟΥ ΛΑΚΚΟΥ
Αυτός είναι ίδιος με τον καθιστό, αλλά πιο πρόχειρος στην κατασκευή του.
Τοποθετούνταν πάντα εκτός σπιτιού, στην ύπαιθρο. Είναι ο πιο απλός επειδή απαιτεί λιγότερη τέχνη και υλικά σε σχέση με τους άλλους. Λέγεται έτσι από
τον απαραίτητο λάκκο στον οποίο στήνονταν ο αργαλειός. Η υφάντρια καθόταν σε κινητό σκαμνί μέσα στο λάκκο. Στη λειτουργία του δεν διαφέρει από τον καθιστό αργαλειό. Μειονέκτημά του ήταν η έκθεσή του στις άσχημες καιρικές συνθήκες. Πλεονέκτημά του ότι παρέμεινε μόνιμα στημένος χειμώνα-καλοκαίρι δίχως να στέκεται εμπόδιο στις δουλειές του σπιτιού. Τέτοιοι αργαλειοί χρησιμοποιούνταν από νομάδες και κτηνοτρόφους.
 ΧΑΡΑΡΙΣΙΟΣ ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ
Μοιάζει με τον όρθιο, τοποθετείται όμως υπό γωνία. Σ’ αυτόν ύφαιναν λινάτσες, χαράρια, αλωνοχάραρα, σακιά μέσα στα οποία μετέφεραν τα άχυρα, τροβάδες, δισάκια, σακούλια, τρίχινα στρωσίδια κ. ά.

• Η προετοιμασία του αργαλειού για την ύφανση. Εξαρτήματα αργαλειού :
Το στήσιµο του αργαλειού δεν ήταν πολύ εύκολη διαδικασία, γιατί ήθελε σταθερότητα και ζύγισµα, για να µη µετατοπίζεται µε τα τραντάγµατα από τις κινήσεις που έκανε η νοικοκυρά κατά την ύφανση.
Ο αργαλειός αποτελείται από πολλά εξαρτήµατα. Όταν όλα αυτά τοποθετηθούν σωστά στην κατάλληλη θέση και προστεθεί στο τέλος το στηµόνι, τότε ο αργαλειός είναι έτοιµος για να ξεκινήσει η διαδικασία της ύφανσης του υφαδιού.
Ο αργαλειός φτιαχνόταν από τέσσερα γερά και βαριά ίδιου µεγέθους όρθια ξύλα δέντρου, που συνδέονταν και µε άλλα ξύλα, µε ειδικούς αρµούς ή ήταν µια απλή κατασκευή από ξύλο µε τη µορφή χονδρών σανίδων ή ορθογώνιας διατοµής µακρόστενων καδρονιών και είχε τα εξής εξαρτήµατα:
• Αντιά : Δύο στρογγυλά ξύλα που έχουν διάµετρο 10-15 εκατοστά που στο ένα άκρο έχουν τετράγωνη κατάληξη µε τέσσερις τρύπες.
Tο µπροστινό αντί που αλλιώς λέγεται προστάντι βρισκόταν στο μέρος που καθόταν η υφάντρια, είχε κατά μήκος του μια σχισμή απ’ όπου περνούσε το υφάδι και στην άκρη του είχε τρύπες, όπου η υφάντρια τοποθετούσε ένα ξύλο το σφίχτη(κουρούνα), για αντίσταση και το στερέωνε για να μην περιστρέφεται. Πάνω σ` αυτό τυλίγεται το υφαντό καθώς φτιάχνεται.
Ενώ το άλλο αντί βρίσκεται στο πίσω µέρος και ονοµάζεται πισάντι, πάνω στο οποίο τυλίγεται το στηµόνι και το συγκρατεί η ποταµίστρα.
• Κουρούνα : Κοντόχοντρο κυλινδρικό ξύλο που πάνω του στηρίζει το προστάντι και το συγκρατεί.
• Ποταμίστρα : Μακρύ κυλινδρικό ξύλο που στηρίζει και συγκρατεί το πισάντι.
• Χτένι : Έχει σχήµα παραλληλόγραµµου µε ύψος 10-12 εκατοστά περίπου. Είναι κατακόρυφοι ράβδοι, τοποθετηµένοι εγκάρσια προς την κατεύθυνση των νηµάτων. Αποτελείται από πλήθος
µικρών τεµαχίων καλαµιού ή σύρµατος που προσαρµόζονται σε δύο στενά παράλληλα τεµάχια
σανιδιών, καλαµιών ή ξύλων.
• Μιτάρια: Κυλινδρικά ξύλα τοποθετηµένα παράλληλα µεταξύ τους. Πάνω στα ξύλα είναι δεµένοι
πολλοί λεπτοί σπάγκοι. Χρησιµοποιούσαν άλλοτε δύοκαι άλλοτε τέσσερα µιτάρια ανάλογα το υφαντό.
• Ξυλόχτενο : Δύο οριζόντια ξύλα µε αυλακιές.Αυτά δένονταν κάθετα µε δύο µικρότερα ξύλα.
Μέσα τους τοποθετείται κατάλληλα το χτένι το οποίο χτυπάει το υφάδι.
• Σαΐτα : Είναι µακρόστενο ροµβοειδές ή ελλειψοειδές ξύλο που ήταν σκαµµένο εσωτερικά και
κατά µήκος συγκρατεί µια βέργα. Στη βέργα τύλιγαν το βαµβακερό νήµα και έπειτα το πετούσαν µέσα στο στηµόνι για να ξετυλιχτεί το νήµα.
• Μασούρι: Λεπτό ξύλο, µήκους 40-50 εκατοστών που τύλιγαν πάνω του το µάλλινο νήµα και µε το πέταγµα περνούσε µέσα στο στηµόνι.
• Ποδαρικά: δύο μικρά ξύλα συνδεδεμένα με τα μιτάρια που τα πατούσαν διαδοχικά οι υφάντρες.
Με το πάτημα του ποδιού της η υφάντρα ανέβαζε πότε το ένα και πότε το άλλο μετακινώντας
αντίστοιχα και τις κλωστές του στημονιού, τις μισές πάνω και τις μισές κάτω. Έτσι άνοιγε το στημόνι (το στόμα) για να περνάει η σαΐτα, να μπλέκει το στημόνι με την κλωστή του μασουριού και να γίνεται το ύφασμα.

• Τα βασικά εργαλεία για την ύφανση και οι πρώτες ύλες
Όπως λοιπόν µπορούµε να διαπιστώσουµε εύλογα, ο αργαλειός είναι ο βασικός κορµός για την ύφανση. Οφείλουµε όµως να µην παραλείψουμε µια σειρά από άλλα εργαλεία που αν δεν υπήρχαν αυτά, δεν θα µπορούσαµε να υφαίνουµε µε επιτυχία.
• Τα χειρόχτενα, ήταν βασικά για να ξαίνουν τα µαλλιά.
• Στη συνέχεια, τα τοποθετούσαν στη ρόκα  και
• Με την βοήθεια του αδραχτιού ή δρούγας δηµιουργούσαν το νήµα.
• Έπειτα από την επεξεργασία του νήματος το έβαζαν στην ανέµη
• και το τύλιγαν σε καλάµια(μασούρια) ή σε σαΐτες.
Σε κάθε χωριό τουλάχιστο µία γυναίκα ήξερε να ‘µετρά και να αδειάζει’ όπως έλεγαν, το στηµόνι. Έπειτα από το άδειασµα ή διάσιμο που γινόταν σε ανοικτούς κυρίως χώρους ακολουθούσε το
πέρασα του στον αργαλειό, για να στήσουν εκεί πάνω τα σχέδια τους.
Κάθε νήµα του στηµονιού έπρεπε να περάσει από τα μιτάρια που ήταν συνδεδεμένα µε τις πατητήρες. Μετά από τα μιτάρια περνούσε στο χτένι που ήταν το βασικό εργαλείο και βρισκόταν μπροστά στην υφάντρα. Τα νήµατα υφαδιού και στηµονιού µε τη βοήθεια της υφάντρας μετατρέπονται σε μοναδικά σχέδια και ανεκτίµητα έργα τέχνης.
Κύριες πρώτες ύλες για την ύφανση ήταν το µαλλί, το βαµβάκι, το λινάρι και το µετάξι. Ήταν προϊόντα που τα έβρισκαν σχετικά εύκολα, γιατί οι άνθρωποι ήταν κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Για να φτάσουν αυτά τα υλικά στον αργαλειό, έπρεπε να προηγηθεί σίγουρα µια µακριά διαδικασία.
Η επεξεργασία του μαλλιού από το κούρεμα ως τον αργαλειό
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή για να δούμε πώς ύφαιναν παλιά.
Το κούρεμα, o "κούρος", των προβάτων, γινόταν από τις αρχές Απριλίου μέχρι τα μέσα του Ιουνίου. Στην αρχή γινόταν το κολοκούρισμα. Τα "κολόκρια", ήταν το μαλλί από το κούρεμα της κοιλιάς και γύρω από την ουρά και ήταν κατώτερης ποιότητας.
Ακολουθούσε το κούρεμα του υπόλοιπου σώματος του προβάτου, απ’ όπου έβγαινε το "ποκάρι", το καλύτερο μαλλί.
Το πλύσιμο (ζεμάτισμα) : Τα μαλλιά τα τοποθετούσαν σε καζάνια και τα ζεμάτιζαν με ζεστό νερό, για να φύγουν οι βρωμιές και το φυσικό λίπος τους. Αφού τα άφηναν, περίπου δώδεκα ώρες να μουλιάσουν, τα έβγαζαν και τα μετέφεραν, μέσα σε πανέρια, στη βρύση όπου τα ξέπλεναν με άφθονο νερό. Τα καθάριζαν από τις κολλιτσίδες και τα αγκάθια και στη συνέχεια τα κρεμούσαν να στραγγίσουν και να στεγνώσουν, στους φράχτες.
Αφού στέγνωναν τα επεξεργάζονταν στα λανάρια, τα "λανάριζαν ". Με τα λανάρια χτένιζαν τα μαλλιά και ετοίμαζαν τις τουλούπες για το γνέσιμο, δηλαδή τη μετατροπή του μαλλιού σε νήμα. Τα λανάρια ήταν ξύλινα και είχαν συρμάτινα δόντια ή χονδρά σιδερένια καρφιά.
Με το λανάρισμα τα μαλλιά ξαίνονταν και τακτοποιούνταν. Τότε γινόταν και το διάλεγμα. Χώριζαν τα μακριά μαλλιά, που ήταν κατάλληλα για καρπέτες και φλοκάτες.
Τα κοντά μαλλιά, τα χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή των σκουτιών, των κιλιμιών και των άλλων υφαντών αυτού του είδους.
• Το γνέσιμο γινόταν με τρία κλωστικά εργαλεία: Τη ρόκα, το αδράχτι και το σφοντύλι.

• Η ρόκα
Ήταν ένα απλό εργαλείο με το οποίο οι γιαγιάδες μας έφτιαχναν το νήμα για το ρουχισμό του σπιτιού, που δεν άλλαξε στη μορφή του και δεν εγκαταλείφθηκε για χιλιετίες, παρά μόνο πριν από
πενήντα χρόνια.
Πάνω στη ρόκα στερέωναν τις τουλούπες για να τις γνέσουν. Μια ξύλινη διχάλα με συνολικό μήκος γύρω στους ογδόντα πόντους ήταν στην απλούστερη μορφή της η ρόκα.
Οι μερακλήδες όμως έφτιαχναν περίτεχνες ρόκες από ελατάκια, λυγιές και άλλα ξύλα,
που γύριζαν εύκολα. Διάλεγαν λοιπόν το ξύλο, ίσαμε δυο-τρία δάχτυλα χοντρό και το έκοβαν σε ένα σταυρό. Τα πραχάλια, τα κλωνάρια δηλαδή που εκφύονταν από το σταυρό, τα γύριζαν με προσοχή σε σχήμα κύκλου και με διάμετρο γύρω στους τριάντα πόντους για να μπαίνει εκεί η «τουλούπα», το ξασμένο μαλλί με άλλα λόγια.
Είναι επίσης γνωστό και το δημοτικό τραγούδι που μιλάει για τη ρόκα .
«Πάρε Μαριώ μ` τη ρόκα σου,
Ωχ, κι έλα τη φράχτη-φράχτη
Βάσανα πω` χει η αγάπη!
Πάρε, Μαριώ μ` τη ρόκα σου
Ωχ, κι εγώ τον ταμπουρά μου
Βάσανα πω `χει η καρδιά μου.»
Το αδράχτι , ήταν σύνεργο με το οποίο οι γυναίκες στα χωριά έγνεθαν το μακρόινο νήμα (συνήθως από μαλλί). Ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και έμοιαζε με λαμπάδα. Στο επάνω άκρο είχε ένα λεπτό άγκιστρο, για να αγκιστρώνεται το νήμα και στο κάτω μέρος προσαρμοζόταν το σφοντύλι.
Άλλος τύπος αδραχτιού ήταν η δρούγα που χρησίμευε για την κλώση του κοντόινου μαλλιού. Είναι σχεδόν καθόλα όμοια με το αδράχτι που μπορεί εξάλλου να την υποκαταστήσει. Το σφοντύλι όμως στη δρούγα είναι σταθερό και βρίσκεται στο επάνω μέρος του αδρακτιού. Ο λόγος είναι ότι η δρούγα
δεν δουλευόταν κρεμαστή όπως το αδράκτι αλλά μέσα στη χούφτα της κλώστριας.
Το στρίψιμο γινόταν με περιστροφή της δρούγας από αριστερά προς τα δεξιά μεταξύ των δακτύλων και του αντίχειρα ή επάνω στο μηρό. Η δρούγα χρησίμευε επίσης και για στρίψιμο δύο νημάτων μαζί.
Το σφοντύλι ήταν ένα στρογγυλό και πλακουδερό ξύλο με διάμετρο γύρω στους έξι πόντους, που με το βάρος του έδινε τη δυνατότητα στο αδράχτι να γυρίζει γρήγορα και να στρίβει το μαλλί.

Το γνέσιμο
Κύριο στάδιο της υφαντικής προεργασίας, είναι το γνέσιμο. Το γνέσιμο του μαλλιού ή του λιναριού, ήταν μια χρονοβόρα διαδικασία και η εργασία αυτή απαιτούσε πολύ υπομονή, προκειμένου να παραχθεί λεπτό νήμα. Έτσι οι γυναίκες έπρεπε να κλέβουν χρόνο για το γνέσιμο, από άλλες εργασίες, ιδιαίτερα αν αυτές ήταν στην ύπαιθρο. Αναγκαστικά, το γνέσιμο έπρεπε να συνδυάζεται με άλλες οικιακές ή αγροτικές δραστηριότητες. Μπορούσαν να γνέθουν όρθιες ή καθιστές ακόμη και
περπατώντας. Η ρόκα δεν τις καθήλωνε στην ίδια θέση, όπως τις καθήλωνε ο αργαλειός.
Έπαιρναν τη ρόκα τους και γύριζαν από πόρτα σε πόρτα, από γειτονιά σε γειτονιά και από ρούγα σε ρούγα. Έκαναν τη βόλτα τους, μάθαιναν τα νέα του χωριού και παράλληλα γινόταν και η δουλειά τους. Οι γνέστρες στερέωναν τη ρόκα στη ζώνη της φουστάνας τους ή κάτω από τη μασχάλη τους. Από το λαναρισμένο μαλλί έπαιρναν μια ποσότητα, την τουλούπα και την περνούσαν στη ρόκα, (ηλακάτη). Με το αριστερό χέρι τραβούσαν απαλά λίγο μαλλί από το κάτω μέρος της τουλούπας, που ήταν στερεωμένη στη ρόκα, το έστρωναν με τα δάχτυλά τους και το έστριβαν, μετά πάλι το έστριβαν με τον αντίχειρα και το δείκτη του δεξιού χεριού κι έδεναν την αρχή του νήματος στο αδράχτι. Στη συνέχεια, γύριζαν δυνατά το αδράχτι όπως γυρίζουμε τη σβούρα και έτσι λίγο- λίγο το μαλλί περιστρέφονταν και γίνονταν κλωστή. Η περιστροφή του αδραχτιού επιτυγχάνονταν με τη βοήθεια του σφοντυλιού, ανάποδος κώνος με τρύπα στη μέση για να μπαίνει το αδράχτι.
Αν το νήμα το ήθελαν χονδρό, έπιαναν περισσότερο μαλλί. Αν το ήθελαν λεπτό, έπιαναν λιγότερο.
Η άριστη και έμπειρη κλώστρια, είχε τη δυνατότητα να παράγει λεπτοκαμωμένη, καλοστριμμένη και ομοιόμορφη κλωστή.

Ανεβαίνει, κατεβαίνει και χωρίς να τρώει παχαίνει. Μοναχά στριφογυρίζει, την κοιλίτσα του γεμίζει. Τι είναι;
Απάντηση : Το αδράχτι

Οι γνέστρες συνέχιζαν να τραβούν πάλι μαλλί από τη ρόκα, ξαναέστριβαν, τύλιγαν κι
έτσι συνεχιζόταν το γνέσιμο. Όταν γέμιζε το αδράχτι έπρεπε να βγάλουν την κλωστή
για να μπορέσουν να γνέσουν κι άλλο. Γι’ αυτό είχαν το τυλιγάδι. Το "τυλιγάδι",
ήταν ένα ξύλο μακρύ, μια πήχη περίπου, πού είχε διχάλες στις δυο του άκρες. Αν δεν
είχαν τυλιγάδι μπορούσαν να το κάνουν και με τα χέρια τους χρησιμοποιώντας τη διχάλα
που σχηματίζει ο αντίχειρας και ο δείκτης με τον αγκώνα. Έτσι η κλωστή γινόταν μια
κουλούρα.

• Η βαφή των νημάτων
Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα τα μόνα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στην υφαντική ήταν παρμένα από τη φύση. Τα χρώματα αυτά δεν είναι "καθαρά" αλλά αποτελούν μείγματα χρωμάτων, μερικά από τα οποία είναι οξειδωμένοι τύποι των καθαρών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι τα χρώματα δεν είναι έντονα, όπως τα τεχνητά, αλλά επιτυγχάνουν αρμονικούς χρωματικούς συνδυασμούς. Η επιλογή των χρωμάτων από την υφάντρα εξαρτιόταν από τα τοπικά φυτικά είδη που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βαφικά και από τις γνώσεις συνταγών βαφής.
Ωστόσο, σήμερα τα περισσότερα από τα φυτικά χρώματα έχουν αντικατασταθεί ή συνδυαστεί με τα τεχνητά της ανιλίνης, τα οποία δεν απαιτούν τη χρονοβόρα επεξεργασία των φυτικών.
Τα νήματα βάφονταν σε κουλούρες (τσιλέδες) και βέβαια βάφονταν μόνο όσες ήταν από άσπρα μαλλιά. Τα φυσικά μαύρα, τα "λάϊα", δεν βάφονταν, ούτε και τα καστανόχρωμα.

Η διαδικασία της βαφής
Πριν βαφεί, η υφαντική ύλη περνούσε από μια ειδική επεξεργασία, την πρόστυψη, που περιλάμβανε το πλύσιμο με διάλυση στύψης (διπλό θειικό άλας του αργιλίου και του καλίου). Αφού τη στράγγιζαν, την έβαφαν σε βραστό νερό που περιείχε τα φυτά τα οποία θα έδιναν το ανάλογο χρώμα.

Τα χρώματα
1. Το κόκκινο
Το αγαπημένο χρώμα των υφάντρων ήταν το κόκκινο. Γι‘ αυτό χρησιμοποιούσαν:
- Το πρινοκούκκι ή κερμέζ, ένα έντομο ως παράσιτο πάνω στο πουρνάρι.
- Τη ρίζα του φυτού ερυθρόδανου γνωστή ως ριζάρι.
- Το φυτό κρόκος

2. Tο μαύρο
Δεύτερο σε προτιμήσεις έρχεται το μαύρο χρώμα. Μαύρο έβαφαν με:
- Το ξύλο του σκλήθρου
- Το φλοιό της φτελιάς
- Τα φύλλα και το φλοιό της βελανιδιάς
- Το φλοιό της μελιάς

3. Το κίτρινο
Κίτρινο έβαφαν με:
- Τα φύλλα της μουριάς
- Τα φύλλα της αμυγδαλιάς

4. Το χρώμα του σάπιου μήλου
Το χρώμα του σάπιου μήλου το πετύχαιναν με:
- Τα φύλλα της καρυδιάς
- Το φλοιό της άγριας μηλιάς
- Τις φλούδες των ξερών κρεμμυδιών

5. Το πράσινο
- Πράσινο έβαφαν με το φυτό λαδανιά και συνδυασμούς διαφόρων φυτών.

6. Το καφέ
Καφέ έβαφαν με:
- Τις πράσινες φλούδες καρυδιών
- Το φλοιό του πεύκου

7. Το γαλάζιο
- Γαλάζιο έβαφαν με το λουλάκι (τροπικό ινδικό φυτό)

Επιτυγχάνονταν έτσι στέρεοι χρωματισμοί, αλλά παρουσίαζαν δυσκολίες στην
εύρεση του ακριβούς τόνου. Οι καιρικές συνθήκες της χρονιάς, η σύσταση του εδάφους, η
σκληρότητα του νερού, επιδρούσαν στην περιεκτικότητα του διαλύματος σε χρωστικές ουσίες. Έτσι οι συνταγές δεν ήταν σταθερές και η επιτυχία της βαφής εξαρτιόταν από την
ικανότητα της τεχνίτριας να βρει το σωστό τόνο. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν οι μπογιές του εμπορίου, πού, όταν ήταν καλής ποιότητας, έδιναν σίγουρο και σταθερό αποτέλεσμα.
Για τη σταθεροποίηση των χρωμάτων γινόταν το τελικό λουτρό των βαμμένων νημάτων σε διάλυση στύψης. Μετά το στέγνωμα, το νήμα ήταν έτοιμο για να υφανθεί στον αργαλειό.
Μετά το στέγνωμα, τα μαλλιά, ήταν έτοιμα για την ύφανση, που γινόταν στον "ξύλινο" αργαλειό. Πρώτα όμως οι κουλούρες ή τσιλέδες θα πήγαιναν στην ανέμη. και με το ροδάνι θα τυλίγονταν στα
μασούρια για να πάνε για ύφανση. Έμπαιναν λοιπόν στην ανέμη που μπορούσε να περιστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα και μαζεύονταν στα μασούρια.

"Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην ανέμη τυλιγμένη,
Δώσ’ της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει…"

Το μετάξι
Το μετάξι παράγεται από τα κουκούλια του μεταξοσκώληκα (είδος κάμπιας).
Η εκτροφή του γινόταν από τα τέλη του Απριλίου έως τα μέσα του Ιουνίου. Οι
μεταξοσκώληκες τοποθετούνται σε σκοτεινό μέρος σε μια επίπεδη επιφάνεια, όπου τρέφονται με
φύλλα μουριάς. Επειτα από 40-50 μέρες αρχίζουν να πλέκουν ένα κουκούλι, το λεγόμενο βομβύκιο, γύρω από το σώμα τους. Υστερα από επτά μέρες οι μεταξοσκώληκες έχουν μεταμορφωθεί σε πεταλούδα. Τα κουκούλια ξεραίνονται στον ήλιο ή στο φούρνο προτού ακόμη οι πεταλούδες προλάβουν να τα τρυπήσουν. Στη συνέχεια, τα βράζουν για να μαλακώσει η μεταξοκλωστή. Καθώς η κλωστή μαλακώνει, η γυναίκα την τραβά με ένα διχαλωτό ξυλαράκι. Στη συνέχεια, η κλωστή τυλίγεται σε περιστρεφόμενα ανέμη.

Το βαμβάκι
Το βαμβάκι σπέρνεται την άνοιξη και συλλέγεται το φθινόπωρο. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα όλο το χειμώνα οι γυναίκες ασχολούνταν με το καθάρισμα της ίνας του βαμβακιού από τους σπόρους του, το ξεκούκκισμα.
Τα Αµπελάκια, η Τσαρίτσανη, ο Τίρναβος, οι Σέρρες και η Αγιά ευημερούσαν χάρη σ' αυτό. Γι‘ αυτό
χρησιμοποιούσαν ένα ειδικό εργαλείο, το μαγκάνι. Οταν πλέον το βαμβάκι ήταν καθαρό από σπόρους, ακολουθούσε η διαδικασία του "κοψίματος" του με το δοξάρι, που αντιστοιχεί στη διαδικασία του λαναρίσματος του μαλλιού. Στη συνέχεια, τούφες άσπρου πουπουλένιου βαμβακιού γίνονταν κλωστή με τη ρόκα και το αδράχτι.

Το Λινό νήμα
Το λινάρι ανήκει στην κατηγορία φυτών που παρέχουν ίνες στελέχους κατάλληλες για κλωστοϋφαντουργική χρήση. Υπάρχουν πάνω από 200 είδη φυτών λιναριού.
Οι καθαρές δέσμες ινών λιναριού περνούν από μια σειρά χτενιών, όπου επιτελείται ο διαχωρισμός των πιο λεπτών και μακρύτερων ινών λιναριού.
Αυτές οι ίνες νηματοποιούνται για την κατασκευή λεπτών πολυτελών υφασμάτων. Οι υπόλοιπες ίνες που είναι κοντύτερες και οι πιο χονδρές χρησιμοποιούνται στην παραγωγή νημάτων χαμηλής ποιότητας. Οι πιο χονδρές ίνες χρησιμοποιούνται στην κατασκευή σάκων.

• Η προετοιμασία του αργαλειού για την ύφανση
Μετά το γνέσιμο και τη βαφή του μαλλιού, ακολουθεί το "ντύσιμο" του αργαλειού με τα νήματα για την ύφανση. Κατά μήκος του αργαλειού στερεώνεται το στημόνι, τεντωμένες κλωστές με τις οποίες θα διασταυρωθεί κάθετα το υφάδι τυλιγμένο στη σαΐτα για την ύφανση.
Το υφάδι μπαίνει στη σαΐτα και ακολουθεί η διαδικασία του διασίματος για την προετοιμασία του στημονιού. Με το διάσιμο ρυθμίζεται το μήκος του στημονιού, σύμφωνα με το μάκρος του υφάσματος που πρόκειται να υφανθεί. Στη συνέχεια ακολουθεί το τύλιγμα του στημονιού στο πίσω αντί του αργαλειού, το πέρασμα του στα μιτάρια, και τέλος στο χτένι. Από το χτένι οι κλωστές του στημονιού θα στερεωθούν στο μπροστινό αντί όπου και θα τυλίγεται το έτοιμο ύφασμα. Ακολουθεί η ένωση των μιταριών με τις πατήτρες και ο αργαλειός είναι έτοιμος για να αρχίσει η ύφανση.
Όταν η ύφανση προχωρούσε, τότε η υφάντρα έβγαζε το μεγάλο ξύλο, που ασφάλιζε το πίσω αντί, έβγαζε και το σφίχτη από το αντί και μάζευε το πανί γυρίζοντας το αντί καιτο πίσω αντί. Τα δεσίματα γίνονταν όταν τελείωνε το υφαντό και έκοβαν τις κλωστές.
Μετά έπαιρναν δυο - δυο τις κλωστές και τις δένανε σταυρωτά (σταυρόκομπος).
Για να γίνει μια κουβέρτα ή ένα όποιο αποτέλεσμα, χρειαζόταν πολύ υπομονή και πολλές ώρες δουλειάς.

• Η διακόσμηση των υφαντών
Τα υφαντά χωρίζονται στα ριγωτά, με πλατιές ή λεπτές ρίγες, και στα κεντητά ή ξομπλιαστά, με γεωμετρικά σχέδια ή θέματα παρμένα από τη φύση. Τα κεντητά υφαντά είναι περίτεχνα, αφού η υφάντρα κρατά στα χέρια της κουβαράκια διαφορετικών χρωμάτων και, σαν να κεντά, τα εναλλάσσει για να δημιουργηθούν τα σχέδια της.

• Οι κατηγορίες των υφαντών
Από την άποψη του σχεδίου τα υφαντά διαιρούνται σε δυο κατηγορίες που καθεμιά τους
έχει ιδιαίτερη τεχνική ύφανσης, στα "ριγωτά" και στα "κεντητά στον αργαλειό".
Τα ριγωτά αποτελούνται από αλλεπάλληλες λωρίδες χρωματιστές. Αυτό επιτυγχάνεται με την αλλαγή, κατά διαστήματα, του χρώματος του υφαδιού.
Στα κεντητά στον αργαλειό η τεχνική είναι περισσότερο πολύπλοκη και δύσκολη αλλά και το αποτέλεσμα είναι πολύ πιο ενδιαφέρον.
Τα διακοσμητικά θέματα δημιουργούνται με την κατάλληλη συνεχή εναλλαγή του χρώματος του υφαδιού στην ίδια σειρά. Τα διάφορα χρωματιστά υφάδια θηλιάζονται μεταξύ τους για να μη χωρίζει το υφαντό. Προσεκτικά μετρήματα επιτρέπουν στην υφάντρια ή στον υφαντή να δημιουργεί πάνω στην επιφάνεια του υφαντού ποικίλα πολύχρωμα πλουμίδια: γλάστρες, πουλιά, ανθρώπους, βάζα,
γεωμετρικά σχήματα.
• Συχνή είναι η παρουσία μικτού είδους, όπου για ορισμένο μήκος εφαρμόζεται η τεχνική του ριγωτού, ύστερα γίνονται κεντητά στον αργαλειό και οι δύο τεχνικές εναλλάσσονται σ' όλο το μάκρος του υφαντού.
• Ιδιαίτερη τεχνική απαιτούσε ένα άλλο είδος υφαντών, τα "φλοκάτα". Σ' αυτά, κατά την ύφανση,
τοποθετούσαν σ' όλη την επιφάνεια άστριφτα κρόσσια, πού τα στερέωναν ανάμεσα στα στημόνια και τα υφάδια. Έτσι όλο το υφαντό παρουσίαζε μια θυσανωτή επιφάνεια μαλακή και ζεστή. Τα φλοκάτα ήταν συνήθως μονόχρωμα.

• Χρήσεις των υφαντών
Οι χρήσεις των μάλλινων υφαντών ήταν ποικίλες :
• Με το σκουτί, που ήταν ύφασμα για τις φορεσιές, οι γυναίκες κατασκεύαζαν: φουστάνια, ζακέτες, μεσοφόρια, ποδιές, φανέλες, γιορντάνια και μπούστα, για τον εαυτό τους.
• Για τους άνδρες έφτιαχναν σακάκια, παντελόνια, πουκάμισα, βράκες, φανέλες, κάπες με τις κουκούλες.
Οι κάπες ήταν κατασκευασμένες από κατσικίσιο μαλλί και τις φορούσαν οι βοσκοί. Επίσης έφτιαχναν μάλλινα άσπρα σεντόνια.

Μερικά από τα υφαντά για το σπίτι ήταν:
• Οι αντρομίδες, χοντρά μάλλινα υφαντά κλινοσκέπασμα με σχέδια.
• Οι μπατανίες σκεπάσματα με διάφορα χρώματα και σχέδια, είχαν κεφαλάρια, δηλαδή χρωματιστές οριζόντιες ραβδώσεις στις δύο στενές πλευρές των υφαντών.
• Οι βελέντζες, με ή χωρίς φλόκια, χονδρά σκεπάσματα κόκκινα και μαύρα με ποικίλα διακοσμητικά θέματα.
• Τα σαΐσματα, χοντρά στρωσίδια από κατσικίσιο μαλλί.
• Τα τράγια τσόλια, που ήταν χαλιά από κατσικίσιο μαλλί.
• Οι μαξιλάρες ή προσκέφαλα , για τη στήριξη του κεφαλιού.
• Τα κιλίμια, χαλιά που είχαν πάνινο (στρίμα) στημόνι και μάλλινο υφάδι. Ήταν μαύρα, κόκκινα, καφέ, κ.ά . Ήταν μεγαλύτερα συνήθως από τα άλλα υφαντά και στρώνονταν στο πάτωμα.
• Τα χράμια, χοντρά στρωσίδια μικρότερων διαστάσεων και με μακριά κρόσσια, που στρώνονταν και πάνω στα σαμάρια των μεταφορικών ζώων τις επίσημες ημέρες.
• Οι κουρελούδες, πρόχειρα χαλιά υφασμένα από μικρά διαφορετικά κουρελάκια (παλιά υφάσματα) .
• Οι τσαντίλες, αραιοϋφασμένα πανιά για την αποστράγγιση του τυριού.
• Οι τάβλες, που ήταν μικρά τετράγωνα υφαντά από πρόβειο μαλλί και τα κρεμούσαν στο χειμωνιάτικο από τις τέσσερις γωνίες τους, για να βάζουν μέσα το ψωμί.
• Οι ντορβάδες (σακούλια), μικροί σάκοι, ανοιχτοί επάνω, που χρησίμευαν για τη μεταφορά τροφίμων ή μικρών γεωργικών εργαλείων. Τους κρεμούσαν από τον ώμο με μάλλινο επίσης κορδόνι και με φούντα τις επίσημες μέρες. Ντορβάδες, καμωμένους από τραγόμαλλο, χρησιμοποιούσαν για το τάισμα των αλόγων και των άλλων μεγάλων ζώων.
Απ' αυτά τα είδη, οι βελέντζες και τα σαΐσματα είχαν και μια επιπρόσθετη επεξεργασία.
Τα πηγαίνανε υποχρεωτικά στη νεροτριβή (σ' αυτή έστριβε το νερό ο μυλωνάς, όταν δεν
είχε άλεσμα). Τα βάζανε σε μια μεγάλη φυσική (συνήθως) γούρνα, όπου έπεφτε από ψηλά τρεχούμενο νερό. Αυτό συνεχιζότανε για μια βδομάδα περίπου και είχε σαν αποτέλεσμα, με το συνεχές κτύπημα του νερού, να φουσκώνουν, να βγάζουν χνούδι κι
έτσι να γίνονται πιο απαλά στη χρήση τους.

• Συχνά χρησιμοποιούμε μεταφορικές εκφράσεις που σχετίζονται με την υφαντική. Ξέρεις τι σημαίνουν;
«Βρήκα μαλλί να ξάνω»: έχω επινοήσει μια ασχολία ώστε να φαίνομαι διαρκώς απασχολημένος.
«Πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος»: επιδίωκα το κέρδος, αλλά βγήκα ζημιωμένος.
«Πόσο πάει το μαλλί»: πόσο κοστίζει.
«Μάλλιασε η γλώσσα μου»: κουράστηκα να εξηγώ κάτι.
«Γίναμε μαλλιά κουβάρια»: μπλεχτήκαμε, τσακωθήκαμε.
«Σφάζω με το βαμβάκι»: λέω κάτι δηκτικό ή αιχμηρό χρησιμοποιώντας ήπιες λέξεις και εκφράσεις.
«Του λιναριού τα πάθη»: ταλαιπωρίες που διαδέχονται η μια την άλλη.
«Πάει η γλώσσα του ροδάνι»: μιλάει ακατάπαυτα.
«Έφτασε ο κόμπος στο χτένι»: έφτασε το πράγμα στο απροχώρητο.

• Είδη ύφανσης
Ύφανση είναι η διασταύρωση του στημονιού και του υφαδιού υπό ορθή γωνία.
Στημόνι ονομάζεται το σύνολο των νημάτων που βρίσκονται κατά μήκος του υφάσματος στη φάση
της παραγωγής και είναι παράλληλο προς την ούγια του υφάσματος.
Υφάδι ονομάζεται το σύνολο των νημάτων που βρίσκεται κατά πλάτος του υφάσματος στη φάση της παραγωγής και είναι κάθετο προς την ούγια.
Τα νήματα στημονιού είναι κατά κανόνα ανθεκτικότερα από αυτά του υφαδιού, γιατί υφίστανται μεγαλύτερη μηχανική καταπόνηση.

• Οι πιο απλές υφάνσεις είναι η απλή ύφανση και η διαγωνάλ.
Σχέδιο απλής ύφανσης ή τέλλα.
Η επανάληψη του σχεδίου της απλής ύφανσης είναι 2x2, δηλαδή το βασικό σχέδιο το αποτελούν δύο
κλωστές στημονιού και δύο κλωστές υφαδιού.
• Σχέδιο Σέρζ υφαδιού ή διαγωνάλ ή δίμιτο.
Η επανάληψη του σχεδίου της διαγωνάλ ύφανσης είναι 3x3, δηλαδή το βασικό σχέδιο το αποτελούν τρείς κλωστές στημονιού και τρείς κλωστές υφαδιού.

• ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΜΑΣ ΒΟΗΘΗΣΑΝ ΝΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΟΥΜΕ ΤΙΣ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΤΗΤΕΣ :
• ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΟΜΑΔΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ 1ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΣΤΗ «ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ»
• Η ξενάγηση περιελάμβανε :
• Ενημέρωση για το Ιστορικό της ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ
Το Ιστορικό της Εταιρείας ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ
• Το 1950 στο χωριό Σαμαρίνα της Πίνδου ιδρύεται από τον Ιωάννη Καντώνια η πρώτη εταιρία, ως εργαστήρι οικοτεχνίας νημάτων. Ο Ιωάννης Καντώνιας δημιουργεί μια ισχυρή, για τα δεδομένα της περιοχής, οικοτεχνία επεξεργασίας μαλλιού και το 1955 η εταιρία μεταφέρεται στη Λάρισα και παίρνει την εταιρική μορφή της Ο.Ε.. Διορατικός, ο ιδρυτής της Βιοκαρπέτ, προβλέπει τις δυνατότητες της φλοκάτης σαν εναλλακτικό είδος χαλιού. Έτσι, το 1963 ξεκινά την διερεύνηση αυτής της προοπτικής σε μαζική παραγωγή. Τα αποτελέσματα της έρευνας και η επιτυχής εφαρμογή τους από πλευράς παραγωγής, σύντομα εκτοξεύουν την εταιρία στην κορυφή της αγοράς ως επικεφαλής του είδους. Πράγματι, η Βιοκαρπέτ είναι η πρώτη εταιρία που προχωρεί στη μαζική παραγωγή φλοκάτης. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ορισμένα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, όπως η νεροτριβή στις πηγές της ορεινής Πίνδου, παραμένουν μέχρι και σήμερα αναλλοίωτες.
Σήμερα, μετά από 60 χρόνια, το προϊόν αυτό συνεχίζει να ταξιδεύει σε διάφορα μέρη του κόσμου.
• Το 1970 η εταιρία μετατρέπεται σε Ανώνυμο Εταιρία με την επωνυμία «ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ Α.Ε. ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΑΠΗΤΩΝ». Το 1972 τα γραφεία και η παραγωγή μεταφέρονται στις νέες ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στο 5ο χλμ. Λάρισας-Αθήνας στη πόλη της Λάρισας συνεχίζοντας την παραγωγή φλοκάτης, κιλιμιών και κουβερτών.
Το 1973 αρχίζει η παραγωγή μάλλινων χαλιών. Η μικρή οικοτεχνία μεταμορφώνεται σε αυτό που σήμερα είναι η Βιοκαρπέτ, η μεγαλύτερη εταιρία χαλιών και φλοκάτης στην Ελλάδα και από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Τα προϊόντα της ταξιδεύουν καθημερινά σε όλη την υφήλιο και βραβεύονται για την ποιότητά τους, αποσπώντας διεθνή βραβεία στις μεγαλύτερες διεθνείς εμπορικές εκθέσεις.
• Το 1990 η Βιοκαρπέτ καταφέρνει και εισάγεται στη Παράλληλη Αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Την ίδια χρονιά, καθώς η Βιοκαρπέτ βρίσκεται σε διαρκή ανάπτυξη, δημιουργεί την θυγατρική εταιρία Biojapan CO LTD. Η συγκεκριμένη εταιρία είναι ένας από τους κύριους άξονες προώθησης των προϊόντων της Βιοκαρπέτ στην διεθνή αγορά με έδρα το Τόκιο. Η Biojapan ανοίγει το δρόμο στα προϊόντα της εταιρίας σε όλη την Ιαπωνική αγορά και τα πολυκαταστήματα της χώρας.
• Το 1997 η Βιοκαρπέτ δημιουργεί και αναπτύσσει δυναμικά με την μέθοδο δικαιόχρησης (franchising), μια σειρά καταστημάτων. Ο λόγος που συνέβαλε στην επιλογή αυτή είναι η ευρύτερη προβολή και προώθηση των προϊόντων με το σήμα της Βιοκαρπέτ. Σήμερα η Βιοκαρπέτ είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρίες στον κόσμο σε ανάπτυξη δικτύου με 52 καταστήματα, από τα οποία τα 40 λειτουργούν στον Ελλαδικό χώρο και τα υπόλοιπα 12 καταστήματα στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα, λειτουργούν καταστήματα στη Ρουμανία, στη Βουλγαρία, στη Κύπρο, στη Πολωνία και στην Αλβανία.
• Από το 2004 έως το 2005 ο Όμιλος Βιοκαρπέτ κάνει σημαντικές επενδύσεις και επεκτείνεται στα Βαλκάνια, ιδρύοντας την Biokarpet Bulgaria στη Βουλγαρία το 2004 και την Biokarpet Romania στη Ρουμανία το 2005.
• Το 2006,η Βιοκαρπέτ επεκτείνεται και στο τομέα οικιακού ιματισμού με την ολοκληρωμένη συλλογή της Biokarpet Home, η οποία διαθέτει προϊόντα όπως λευκά είδη, κουρτίνες, υφάσματα επιπλώσεων και ταπετσαρίες.
Η Βιοκαρπέτ σήμερα
• Η Βιοκαρπέτ σήμερα αποτελεί τη κορυφαία Ελληνική βιομηχανία παραγωγής χαλιών, φλοκάτης και μοκετών και είναι η μεγαλύτερη Ελληνική εταιρία στο τομέα εμπορίας χειροποίητου χαλιού. Τα στελέχη της ταξιδεύουν στο Αφγανιστάν, την Ινδία, την Κίνα, την Περσία και το Πακιστάν σε ένα γοητευτικό οδοιπορικό αναζήτησης των πιο ξεχωριστών χειροποίητων χαλιών.
• Τα τελευταία χρόνια έχει εξασφαλίσει επώνυμες συνεργασίες με οίκους του εξωτερικού. Συγκεκριμένα συνεργάζεται με την εταιρία Disney για την παραγωγή αποκλειστικών σχεδίων για παιδικά χαλιά, μοκέτες και λευκά είδη και είναι αποκλειστικός αντιπρόσωπος των χαλιών των οίκων Pierre Cardin και Cacharel.
• Επίσης, η Βιοκαρπέτ είναι ο αποκλειστικός αντιπρόσωπος στην Ελλάδα του Ισπανικού οίκου ΚΑ International, που διαθέτει προϊόντα όπως υφάσματα επιπλώσεων, κουρτίνες, ριχτάρια, ψάθες, διακοσμητικά και έπιπλα.
Έχοντας πλέον μια ολοκληρωμένη ποικιλία προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας, η εταιρία δραστηριοποιείται και στον χώρο των δαπέδων με την εμπορία ξύλινων πατωμάτων (εσωτερικού & εξωτερικού χώρου)και στον τομέα του οικιακού ιματισμού με τα προϊόντα της Biokarpet Home, που είναι τα λευκά είδη, υφάσματα επιπλώσεων, κουρτίνες και ταπετσαρίες.
• Επίσης η Βιοκαρπέτ δραστηριοποιείται και στο τομέα επαγγελματικής χρήσης ως Biokarpet Contract, προσφέροντας ολοκληρωμένες προτάσεις εφαρμογών, σε Ξενοδοχεία, Casino, Συνεδριακά Κέντρα, Τράπεζες, Γραφεία, Πλοία, Εστιατόρια, Club, καταστήματα, κ.λ.π.).
• Όλα τα προϊόντα της Βιοκαρπέτ συνδυάζουν υψηλή αντοχή και αισθητική στο χώρο και καλύπτουν όλα τα διεθνή standards.
Μέλλον της Βιοκαρπέτ
• H Βιοκαρπέτ είναι ένας ζωντανός οργανισμός που συμπλέει με την διεθνή πραγματικότητα και τους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης. Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες όπως και οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται. Άμεσοι στόχοι μας; Η διατήρηση της ποιότητας, η επέκταση των πωλήσεων σε περισσότερες χώρες, η υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων σε νέες καινοτομίες, καθώς και η επέκταση των franchising πανευρωπαϊκά. Επίσης στόχοι μας είναι η πιο άμεση και καλύτερη επικοινωνία με το καταναλωτικό κοινό, που χρόνια μας εμπιστεύεται και η διαρκής αναβάθμιση της σχέση μας τόσο με το ανθρώπινο δυναμικό της εταιρίας μας, όσο και με τους συνεργάτες μας.

• Τη Γραμμή Παραγωγής της Φλοκάτης
Βιοκαρπέτ-φλοκάτη
Η ΒΙΟΚΑΡΠΕΤ Α.Ε είναι η μεγαλύτερη παραγωγός εταιρία της παραδοσιακήςφλοκάτης για παραπάνω από 60 χρόνια. Ο ιδρυτής της ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΝΤΩΝΙΑΣ ήταν ο πρώτος που αποφάσισε την ένταξη της φλοκάτης στην βιομηχανική παραγωγή με μεγάλη επιτυχία που καθιέρωσε το προϊόν στην παγκόσμια αγορά. Σήμερα αυτό το παραδοσιακό αλλά ταυτόχρονα μοντέρνο “shaggy type” χαλί παράγεται με μηχανολογικό εξοπλισμό τελευταίας τεχνολογίας αλλά διατηρεί την διαδικασία πλυσίματος στις νεροτριβές με τον παραδοσιακό τρόπο. Η διαδικασία της νεροτριβής γίνεται από την αρχή στο βουνό της Πίνδου στις παραδοσιακές νεροτριβές. Σήμερα όμως ακολουθούνται όλα τα Ευρωπαϊκά Οικολογικά Πρότυπα κατά την διαδικασία της νεροτριβής και ο συνεχής έλεγχος με ειδικά φίλτρα κατακράτησης στερεών σωματιδίων και εργαστηριακούς ελέγχους του νερού πριν και μετά την διαδικασία σε συνδυασμό με την χρήση απολύτως φυσικών πρώτων υλών και οικολογικών βαφών καθιστούν την λειτουργία απολύτως ασφαλή για το περιβάλλον χωρίς κανένα κίνδυνο επιβάρυνσης ή μόλυνσης της παραδοσιακής Ελληνικής φύσης.
Η φλοκάτη παράγεται σε τρεις διαφορετικές ποιότητες σύμφωνα με το βάρος ανά τετραγωνικό μέτρο και εκτός του φυσικού λευκού χρώματος μπορεί να παραχθεί σε μεγάλο αριθμό βασικών ή κατόπιν ειδικής παραγγελίας χρωμάτων.

Η Γραμμή Παραγωγής της Φλοκάτης
1o Στάδιο Παραγωγής
• Το μηχάνημα λέγεται Λύκος και εκεί μπαίνει η πρώτη ύλη(μαλλί ακατέργαστο) μόλις το παραλάβουν για ν' ανοιχτεί. Αλλιώς λέγεται και ανοιχτικό μηχάνημα.
2o Στάδιο Παραγωγής
• Το μηχάνημα αυτό λέγεται τιναχτήρας και ονομάζεται έτσι γιατί τινάζει και απομακρύνει τη σκόνη και τυχόν σκουπίδια που υπάρχουν στο μαλλί.
3o Στάδιο Παραγωγής
• Το μηχάνημα αυτό λέγεται ΛΑΝΑΡΑ Η ΧΑΡΤΖΙ όπου οι ίνες του μαλλιού χτενίζονται και παραλληλοποιούνται.
4o Στάδιο Παραγωγής
• Οι μηχανές λέγονται κλώστριες, όπου το πρόνημα με τις χτενισμένες και παραλληλι-σμένες ίνες μαλλιού κλωστοποι-είται, δηλαδή κατασκευάζο-νται τα νήματα.
5o Στάδιο Παραγωγής
• Η μηχανή αυτή λέγεται μπομπινουάρ, όπου το νήμα από τα μασούρια της κλώστριας μεταγυρίζονται σε μπομπίνες για να χρησιμοποιη-θούν σε επόμενο στάδιο της παραγωγής.
6o Στάδιο Παραγωγής
• Τα παραπάνω μηχανήματα λέγονται αργαλειοί, όπου υφαίνεται το υπόστρωμα της φλοκάτης.
7o Στάδιο Παραγωγής
• Στη μηχανή της φωτογραφίας καρφώνουν τα φλόκια και σε αυτό το στάδιο ολοκληρώνεται η κατασκευή της φλοκάτης.
8o Στάδιο Παραγωγής
• Μετά την ύφανση της φλοκάτης(αργαλειός) το προϊόν πηγαίνει στην νεροτριβή για να πλυθεί και ν' ανοίξει ο φλόκος.
9o Στάδιο Παραγωγής
• Καθαρίζουν τις φλοκάτες από τα επιπλέον χνούδια και τις άλλες ξένες ύλες.

• Το Τμήμα Ηλεκτρονικού Σχεδιασμού χαλιών

• Την Έκθεση Φλοκάτης και Χειροποίητων Χαλιών

• Την Έκθεση των προϊόντων της Biokarpet Home

• ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΥΦΑΝΤΩΝ ΜΕ ΑΠΛΗ ΥΦΑΝΣΗ ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΟΥ 1ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΩΝ ΑΡΓΑΛΕΙΩΝ
• Τα κορίτσια έπιασαν το εργόχειρο … Όχι κέντημα, ούτε πλέξιμο, αλλά ύφανση.
Σαν καλές Πηνελόπες υφαίνουν υπομονετικά και καρτερικά όχι βέβαια περιμένοντας τον Οδυσσέα, αλλά για να έχουν το περίτεχνο υφαντό...

• ΤΥΠΟΒΑΦΗ ΜΕ ΕΞΑΧΝΩΣΗ ΑΠΟ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΤΟΥ 1ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΛΑΡΙΣΑΣ
• Εξάχνωση είναι μια διαδικασία με την οποία η μελάνη μεταφέρεται από το ένα υλικό στο άλλο.
• Εξάχνωση μελάνης είναι εκτύπωση επάνω σε ένα φύλλο από ειδικό χαρτί. Στη συνέχεια μεταφέρεται η μελάνη στο τελικό προϊόν με τη χρήση ενός τύπου θερμότητας.
• Εργαστήκαμε σε τρία στάδια :
• 1ο στάδιο : Εκτύπωση σε ειδικό χαρτί (σιδερότυπο).
• 2ο στάδιο : Με τη χρήση ηλεκτρικού σίδερου μεταφέρθηκε η μελάνη σε ύφασμα.
• 3ο στάδιο : Έγινε πλαστικοποίηση προκειμένου να εκθέσουμε το τυπωμένο με εξάχνωση ύφασμα.

• Εκπαιδευτική μονοήμερη εκδρομή μαθητών της Β’ Τάξης στα « Αμπελάκια »
Επισκεφτήκαμε :
• Το Κέντρο Πολιτιστικής Κληρονομιάς και
• Το Λαογραφικό μουσείο των Αμπελακίων




Δεν υπάρχουν σχόλια: