Συντονιστής Εκπαιδευτικός: Βουλάγκας Ευάγγελος
Παιδαγωγική Ομάδα: Καμάρης Περικλής
Συντονιστής Εκπαιδευτικός: Ράιδος Δημήτριος
Παιδαγωγική Ομάδα: Καμάρης Περικλής
Νεαρόν Ύδωρ…
To δημώδες όνομα νερό προέρχεται από τη βυζαντινή φράση νεαρόν ύδωρ το οποίο σήμαινε τρεχούμενο ύδωρ (που μόλις βγήκε από την πηγή), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαία ελληνική (και την καθαρεύουσα) φράση νήρον ύδωρ για το νερό. Στα βυζαντινά χρόνια ο νερουλάς, περιφέρονταν στις γειτονιές της πόλης και φώναζε «νεαρόν ύδωρ», δηλαδή φρέσκο ύδωρ, για να κατέβουν οι νοικοκυρές να γεμίσουν την κανάτα. Αργότερα για συντόμευση, φώναζε μονό «νεαρό»και σιγά σιγά έφτασε η λέξη νερό να σημαίνει ύδωρ Από την επίσημη ονομασία ύδωρ έχουν προκύψει όλοι οι σχετικοί επιστημονικοί όροι.
Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2011-2012 στο Γυμνάσιο Αγιάς υλοποιήθηκε πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης από μαθητές της Γ τάξης με θέμα: “Το Νερό”.
Στα πλαίσια αυτά οργανώσαμε μια σειρά παρουσιάσεων και δραστηριοτήτων παράλληλα με τις επιμέρους εργασίες των μελών της περιβαλλοντικής ομάδας. Πραγματοποιήσαμε επίσκεψη στο Κέντρο περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μουζακίου, συμμετείχαμε στις δραστηριότητες του Δήμου Αγιάς για την Ώρα της Γης. Στις 22 Απριλίου (Παγκόσμια ημέρα της Γης) ενημερώσαμε τους πολίτες της Αγιάς και πραγματοποιήσαμε έρευνα για τις απόψεις και τις συνήθειές τους όσον αφορά το πόσιμο νερό.
Κατά τη διάρκεια της δράσης αυτής τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους, να διερευνήσουν και να μάθουν το ρόλο και τη σημασία του νερού στη ζωή μας.
Πέρα όμως από το γνωστικό τομέα και την ευαισθητοποίηση των μαθητών και μαθητριών σχετικά με το περιβάλλον, πιστεύουμε ότι δόθηκε στα παιδιά μια επιπλέον ευκαιρία για κοινωνικοποίηση μέσα από τη συνεργασία, την ομαδική εργασία και την χαρά της δημιουργίας.
Η Περιβαλλοντική ομάδα του Γυμνασίου Αγιάς ασχολήθηκε με δύο σημαντικά θέματα τα οποία απασχολούν ολόκληρο τον πλανήτη. Πρόκειται για το νερό και την ενέργεια. Για την έλλειψη και την ποιότητα του πόσιμου νερού και την μετάβαση στη χρήση ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Καθώς διαβάζετε την εργασία μας, θα καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι για εμάς αλλά και για όλους τους ζωντανούς οργανισμούς το νερό. Χάρη σε αυτό μπορούσαμε, μπορούμε και θα μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά πράγματα και πάνω από όλα να επιβιώσουμε.
Πριν από 4δις χρόνια πρωτοεμφανίστηκαν και οι πρώτοι ζωντανοί οργανισμοί στη γη μέσα στο νερό ,θαύμα της φύσης. Με την εξέλιξη των ειδών φτάνουμε στο ΣΗΜΕΡΑ. Ο άνθρωπος αξιοποίησε επίσης το νερό σε πολλές τεχνολογικές εφαρμογές (υδροηλεκτρική ενέργεια, κτλ.). Ωστόσο, με την κλιματική αλλαγή και την αλόγιστη χρήση, είμαστε υπεύθυνοι για την μείωση των αποθεμάτων. Αν δεν σταματήσουμε εγκαίρως, θα είναι πολύ αργά για τη σωτηρία του πλανήτη.
Κατά τη διάρκεια της συλλογής πληροφοριών για την εργασία μας, ανακαλύψαμε και άλλους ρόλους του νερού στη ζωή μας. Συμπέρασμα…το νερό είναι περισσότερο σημαντικό για όλους μας από όσο νομίζουμε. Τι πρέπει να κάνουμε για να του ανταποδώσουμε όλα αυτά που μας προσφέρει; Πολλές απαντήσεις και όμως μία είναι η ιδανική…να το ΣΕΒΑΣΤΟΥΜΕ!!!
ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ
1. Η χημεία του νερού
Τσιοβαλιού Καλλιόπη - Σάλια Άντζελα - Σοφολόγης Δημήτρης
2. Νερό - Υγεία - Βιολογία
Χρύσα Γουργιώτη - Δέσποινα Γρίβα - Σταματία Γκαρανέ
3. Νερό στη Λάρισα και στη Θεσσαλία
Κολοβός Στέργιος – Παπακανάκη Βίκυ – Κουρούκα Παρασκευή
4. Ρύπανση και μόλυνση του νερού
Μιχαέλα Γουργιώτη - Ιωάννα Καΐπη - Μάριο Αβραδέ
5. Κύκλος του νερού
Δάμο Μ. - Κασίδα Λ. - Παπαρισούλη Λ.
6. Υγρότοποι - Υγροβιότοποι
Μπεκιάρη Αναστασία – Μυλωνά Γεωργία – Χριστοδούλου Πηνελόπη
1. Η ΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
1. Δομή του μορίου του νερού
2. Σύσταση του νερού
3. Φυσικές ιδιότητες του νερού
4. Χημικές ιδιότητες του νερού
5. Πόσιμο νερό
6. Άλατα και αποσκλήρυνση
7. Το νερό ως διαλύτης
8. Χημεία υδατικών διαλυμάτων
9. pH και νερό
10. Είδη νερού
11. Έλεγχος ποιότητας νερού
12. Βιβλιογραφία
ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΜΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το μόριο του νερού δεν είναι γραμμικό, δηλαδή οι δεσμοί Ο-Η δε βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία, αλλά σχηματίζουν γωνία 104,5°. Το μήκος του δεσμού Ο-Η είναι 0,96 Å (Άγκστρεμ, 1 Å = 10−8 cm). Λόγω της γωνιακής διάταξης του δεσμού Ο-Η, το μόριο του νερού είναι ασύμμετρο και έχει υψηλή διπολική ροπή. Το κέντρο του θετικού φορτίου βρίσκεται προς την πλευρά του υδρογόνου και του αρνητικού προς την πλευρά του οξυγόνου. Ο υψηλός πολικός χαρακτήρας του μορίου εξηγεί τη μεγάλη του διηλεκτρική σταθερά (78 στους 25°C) και άλλες ιδιότητες αυτού, όπως είναι η διάλυση ιοντικών ενώσεων, ιδιότητα που το καθιστά το καλύτερο διαλυτικό μέσο.
Το νερό παρουσιάζει έντονα το φαινόμενο της σύζευξης, με τη δημιουργία μεταξύ των μορίων του δεσμών υδρογόνου. Τα μόρια δηλαδή του νερού σχηματίζουν γέφυρες μεταξύ του ηλεκτροθετικού υδρογόνου ενός μορίου και του ηλεκτραρνητικού οξυγόνου άλλου μορίου.
Δεσμοί υδρογόνου μεταξύ των μορίων του νερού εξακολουθούν να υπάρχουν και σε υψηλή σχετικά θερμοκρασία, όπως το μόλις λιωμένο νερό στο οποίο έχουν σπάσει το 15 % των δεσμών υδρογόνου. Έτσι, στους 25°C ο αριθμός των δεσμών υδρογόνου μεταξύ των μορίων του νερού έχει τέτοια τιμή, ώστε ο στοιχειομετρικός τύπος του, στους 25°C, δεν είναι ο γνωστός H2O, αλλά H180O90. Αυτοί οι σχηματισμοί είναι αποτέλεσμα των δεσμών υδρογόνου και ονομάζονται παγοειδή συγκροτήματα, ενώ το μοντέλο που περιγράφει τη συμπεριφορά του νερού με αυτόν τον τρόπο ονομάζεται ταλαντευόμενο συγκρότημα.
ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Οι διαλυμένες ή αιωρούμενες ενώσεις των φυσικών νερών μπορούν να διακριθούν ανάλογα με την αφθονία τους σε κύρια και δευτερεύοντα συστατικά και σε ιχνοστοιχεία και ανάλογα με τη χημική τους φύση σε οργανικές και ανόργανες ουσίες.
Στα κύρια συστατικά των φυσικών νερών συγκαταλέγονται οι ενώσεις των οποίων οι συγκεντρώσεις κυμαίνονται μεταξύ 0,1 και 10 meq/l (ιόντα ασβεστίου, μαγνησίου, νατρίου, χλωρίου, καλίου, ανθρακικά και θειικά άλατα κ.ά.). Τα παραπάνω ιόντα και ενώσεις αποτελούν γενικά τα μακροθρεπτικά συστατικά των υδρόβιων οργανισμών, ενώ κάποια από αυτά (Ca++, HCO3-) παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του pH του νερού
Στα δευτερεύοντα συστατικά των νερών συγκαταλέγονται ενώσεις με συγκεντρώσεις μικρότερες από 1mg/l (φωσφορικά, νιτρικά, πυριτικά ιόντα). Τα δευτερεύοντα ιόντα αποτελούν τα βασικά θρεπτικά συστατικά των φυτικών οργανισμών διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην αφθονία των οργανισμών και συνεπώς στην παραγωγικότητα μιας υδάτινης έκτασης. Αν και η παρουσία διαφόρων ειδών φυτοπλαγκτόν σε μια λίμνη σχετίζεται με τη συγκέντρωση ορισμένων κύριων ιόντων, η αύξηση των πληθυσμών τους εξαρτάται από τη σχετική αφθονία των δευτερευόντων ιόντων (φαινόμενο ευτροφισμού). Τα φωσφορικά, νιτρικά και πυριτικά ιόντα είναι αυτά που διαμορφώνουν κυρίως την τροφική κατάσταση των λιμνών και καθορίζουν τις ολιγότροφες, μεσότροφες και εύτροφες συνθήκες. Σε περιπτώσεις υψηλής ρύπανσης οι συγκεντρώσεις των δευτερευόντων ιόντων μπορεί να ξεπεράσουν κατά πολύ το 1mg/l.
Στα φυσικά νερά ανιχνεύονται επίσης κατιόντα σιδήρου, χαλκού, μαγγανίου, ψευδαργύρου και άλλων στοιχείων, που βρίσκονται σε μικρές συγκεντρώσεις (ιχνοστοιχεία) και αποτελούν τα απαραίτητα μικροθρεπτικά συστατικά για τους υδρόβιους οργανισμούς, καθώς και ποικιλία οργανικών ουσιών.
Τα οργανικά συστατικά του νερού προέρχονται από τη διάσπαση ουσιών που υπάρχουν στη φύση, στα αστικά, γεωργοκτηνοτροφικά (υπολείμματα χρησιμοποιούμενων λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κ.ά.) και στα βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από τη νεκρή φυτική βιομάζα που εμπλουτίζει τον υδάτινο αποδέκτη. Η διάσπαση του οργανικού υλικού (αποσύνθεση) συντελείται κυρίως από μικροοργανισμούς και απαιτείται η κατανάλωση οξυγόνου. Στις περιπτώσεις όπου η συγκέντρωση των οργανικών ουσιών στο νερό είναι μεγάλη (οργανική ρύπανση), οι ρυθμοί αποσύνθεσής τους και συνεπώς κατανάλωσης οξυγόνου εντείνονται, γεγονός που μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες ανοξίας και να προκαλέσει το θάνατο μεγάλου μέρους της ιχθυοπανίδας και της ασπόνδυλης πανίδας του νερού.
Στο σημείο αυτό σκόπιμο είναι να αναφερθεί ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό των παραπάνω θρεπτικών στοιχείων βρίσκεται διαλυμένο στο νερό της λίμνης και είναι άμεσα διαθέσιμο στα βιοτικά στοιχεία του συστήματος. το μεγαλύτερο τμήμα τους βρίσκεται σε ιζήματα στο βυθό της λίμνης, συνιστώντας ένα απόθεμα θρεπτικών.
ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το νερό είναι υγρό, διαυγές, άχρωμο σε λεπτά στρώματα, κυανίζον σε μεγάλους όγκους. Η καθαρή ουσία είναι άγευστη, ενώ το καλό πόσιμο νερό έχει ευχάριστη γεύση, που οφείλεται στα διαλυμένα άλατα και αέρια. Η πυκνότητα του νερού είναι διαφορετική σε διάφορες θερμοκρασίες, με μέγιστη στους 4°C.
ΠΥΚΝΟΤΗΤΕΣ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΓΟΥ
Θερμοκρασία σε °C Πυκνότητα (gr/cm3)
100 0,9586
80 0,9719
60 0,9833
40 0,9923
20 0,9982
10 0,9997
5 0,9999
3,98 1,0000
0 (νερό) 0,9998
0 (πάγος) 0,9170
Από τον πίνακα φαίνεται πως το νερό σε στερεή κατάσταση έχει μικρότερη πυκνότητα απ' ότι στην υγρή. Ο όγκος μιας συγκεκριμένης ποσότητας νερού αυξάνεται κατά την ψύξη, γιατί η μοριακή δομή του πάγου στηρίζεται στους δεσμούς υδρογόνου, οι οποίοι συγκρατούν τα μόρια σε θέσεις με αρκετά κενά μεταξύ τους. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή στον πλανήτη μας: Οι πάγοι επιπλέουν στο νερό και δρουν ως μονωτικά, εμποδίζοντας το νερό που βρίσκεται από κάτω να παγώσει, μ' όλες τις ευεργετικές συνέπειες στη ζωή του υδρόβιου κόσμου.
Δεσμοί υδρογόνου στο νερό
Χωρίς την "ανωμαλία" αυτή της πυκνότητας του νερού, η ζωή στον πλανήτη μας δε θα υπήρχε, τουλάχιστον με τη σημερινή της μορφή, εξαιτίας της βαθμιαίας ψύξης του νερού της επιφάνειας της Γης.
Η ιδιορρυθμία της πυκνότητας του νερού είναι επίσης και η αιτία της αποσάθρωσης των βράχων. Το νερό που εισέρχεται στις ρωγμές των βράχων στερεοποιείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα και προκαλεί την αποσάθρωσή τους. Ακόμα, το σπάσιμο των σωλήνων διανομής του νερού κατά το χειμώνα οφείλεται στην αύξηση του όγκου του νερού κατά τη μετάβαση από την υγρή στη στερεή κατάσταση.
Η ανωμαλία αυτή διαρκεί μέχρι τους 4°C περίπου και έπειτα η συμπεριφορά είναι η γνωστή, όταν η θερμοκρασία αυξάνεται, αυξάνεται και ο όγκος.
Το νερό έχει πολύ μεγάλη ειδική θερμότητα (θερμοχωρητικότητα, οι μεταβολές δηλαδή στη θερμοκρασία του συντελούνται με σχετικά αργούς ρυθμούς) και γι αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα ως ψυκτικό μέσο και ως φορέας θερμότητας στα καλοριφέρ παραπάνω ιδιότητα του νερού οφείλεται στην υψηλή ειδική του θερμότητα (για να ανέβει η θερμοκρασία 1g νερού κατά 1οC απαιτείται 1cal). Συνεπώς στο νερό αποθηκεύονται τεράστια ποσά θερμότητας σε σχέση με τα περισσότερα γνωστά υλικά χωρίς να αυξάνεται σημαντικά η θερμοκρασία του. Έτσι μπορούν να επιβιώνουν οι οργανισμοί των λιμνών στον ισημερινό, παρόλη την έντονη ηλιακή ακτινοβολία. Βέβαια η θερμοκρασία του νερού μειώνεται και λόγω εξάτμισης. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο οι θάλασσες, οι ωκεανοί, οι λίμνες και άλλες υδατοσυλλογές λειτουργούν σαν τεράστιοι θερμοσυσσωρευτές. απορροφούν δηλαδή θερμότητα, όταν η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας είναι υψηλή και αποδίδουν θερμότητα στην ατμόσφαιρα, όταν ο καιρός είναι ψυχρός. Έτσι οι περιοχές που γειτνιάζουν με το νερό δεν έχουν απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές με αποτέλεσμα το κλίμα να είναι ηπιότερο και η μετάβαση από εποχή σε εποχή πιο ομαλή.
Το ιξώδες του νερού είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας που καθορίζει το σχήμα των ψαριών και των λαρβών των εντόμων, που ζουν σε ποτάμια και λίμνες.
Τέλος, το νερό έχει μεγάλη θερμότητα εξαέρωσης (540cal/g). για την εξάτμιση μιας μικρής ποσότητας νερού απαιτείται μεγάλη ποσότητα θερμότητας. Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία για τους ζωντανούς οργανισμούς αλλά και για τα οικοσυστήματα γενικότερα. Για παράδειγμα, οι οργανισμοί μπορούν να αποβάλλουν, μέσω εφίδρωσης, μεγάλες ποσότητες θερμότητας με περιορισμένες απώλειες νερού.
ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το νερό έχει ποικίλη χημική δράση. Σχηματίζει "ενώσεις διά προσθήκης" με πολλά άλατα, καθώς και με πολλά μόρια άλλων ουσιών. Οι ενώσεις αυτές ονομάζονται υδρίτες ή ένυδρες ενώσεις. Οι δυνάμεις που ενώνουν τα μόρια των ουσιών και του νερού είναι:
Ελκτικές δυνάμεις μεταξύ του θετικού ιόντος του μετάλλου και του αρνητικού οξυγόνου του πολωμένου μορίου του νερού
Σχηματισμός ημιπολικού δεσμού μεταξύ του ατόμου του οξυγόνου και του ιόντος του μετάλλου με ένα ζεύγος ηλεκτρονίων.
Σχηματισμός γέφυρας υδρογόνου μεταξύ του μορίου του νερού και της ουσίας.
Άλλος σημαντικός τύπος αντίδρασης του νερού είναι η υδρόλυση (διάσπαση ενώσεων με τη βοήθεια νερού).
Το νερό επιτελεί αντιδράσεις οξειδοαναγωγής, όπου δρα άλλοτε ως οξειδωτικό και άλλοτε ως αναγωγικό μέσο.
ΠΟΣΙΜΟ ΝΕΡΟ
Το πόσιμο νερό πρέπει να είναι διαυγές, άχρωμο, άοσμο, δροσερό (θερμοκρασίας 7 – 11 Βαθμών Κελσίου). Πρέπει να περιέχει μικρή ποσότητα ανόργανων αλάτων (0,5 γραμμ. Στο λίτρο), γιατί το καθαρό νερό χωρίς διαλυμένα άλατα είναι βλαβερό για τον οργανισμό, εξαιτίας της μεγάλης διαπιδυτότητας των κυττάρων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα θαλασσινά ψάρια πεθαίνουν όταν μεταφερθούν σε γλυκό νερό και ψάρια του γλυκού νερού πεθαίνουν αμέσως μόλις τοποθετηθούν μέσα σε αποσταγμένο νερό, γιατί καταστρέφονται τα ερυθράαιμοσφαίρια (αιμόλυση). Το πόσιμο νερό περιέχει διαλυμένο οξυγόνο, άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, ελάχιστα ίχνη οργανικών ουσιών, καθώς και ίχνη φυτικών μικροοργανισμών.
ΑΛΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
Όλα σχεδόν τα πόσιμα νερά περιέχουν, εκτός από τα όξινα ανθρακικά άλατα, και άλλα που διαλύονται στο νερό, όταν αυτό τα συναντά στο έδαφος, όπως χλωριούχο νάτριο (ΝaCl), θειϊκό ασβέστιο (CaSΟ4), θειϊκό μαγνήσιο (ΜgSΟ4) κ.λ.π. Όταν το νερό περιέχει μεγάλη ποσότητα διαλυμένων αλάτων, λέγεται σκληρό νερό. Το σκληρό νερό είναι ακατάλληλο για την πλύση με σαπούνι, γιατί σχηματίζονται σ' αυτό αδιάλυτοι σάπωνες ασβεστίου και μαγνησίου, δηλ. ελαϊκά, παλμιτικά και στεατικά άλατα ασβεστίου και μαγνησίου που δεν έχουν καμία απορρυπαντική ικανότητα και επιπλέον δε σχηματίζεται καθόλου αφρός σαπουνιού. Το σκληρό νερό προκαλεί διάφορες σοβαρές βιομηχανικές ενοχλήσεις στους ατμολέβητες και αφήνει μετά την εξάτμιση σημαντικές ποσότητες στερεών αποθεμάτων (πουρί).
Παλαιότερα, η αποσκλήρυνση του νερού, η αφαίρεση δηλαδή των όξινων ανθρακικών αλάτων του ασβεστίου και του μαγνησίου, γινόταν χημικώς, αναμειγνύοντας και αναταράζοντας το νερό με γάλα ασβέστου. Μετά την ανατάραξη κατακαθόταν το ευδιάλυτο όξινο ανθρακικό ασβέστιο ως αδιάλυτο ανθρακικό ασβέστιο. Αφηνόταν να καταπέσει το στερεό ανθρακικό ασβέστιο (CaCΟ3) και λαμβανόταν το διαυγές νερό, που ήταν σχεδόν χωρίς σκληρότητα. Άλλωστε στην αντίδραση αυτή οφείλεται ο σχηματισμός των σταλακτιτών (από την οροφή του σπηλαίου) και των σταλαγμιτών (από το δάπεδο).
Εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιείται η μέθοδος αποσκλήρυνσης με περμουτίτες. Οι περμουτίτες είναι τεχνητοί ζεόλιθοι (ένυδρα πολυπυριτικο - αργιλικά άλατα αλκαλίων, όπως π.χ. ο νατρόλιθος). Το σκληρό νερό αφήνεται να κατέλθει από ένα στενό πύργο γεμάτο με κόκκους περμουτίτη, οπότε τα κατιόντα του ασβεστίου και του μαγνησίου που περιέχονται στο σκληρό νερό ανταλλάσσονται με ισοδύναμη ποσότητα κατιόντων νατρίου από το ζεόλιθο, ενώ τα ανιόντα παραμένουν στο νερό. Η ανταλλαγή αυτή είναι αμφίδρομη, και όταν εξαντληθεί ο ζεόλιθος, δηλ. όταν όλο το νάτριο αντικατασταθεί από ασβέστιο και μαγνήσιο, τότε διαβιβάζεται από τον πύργο διάλυμα χλωριούχου νατρίου, το οποίο εκτοπίζει το ασβέστιο ή το μαγνήσιο που είναι ενωμένο με το ζεόλιθο και έτσι "αναγεννιέται" ο ζεόλιθος.
Πιο σύγχρονη μέθοδος αποσκλήρυνσης του νερού είναι η μέθοδος με ιοναλλαγή. Κατά τη μέθοδο αυτή είναι δυνατό να αφαιρούνται και τα θετικά και τα αρνητικά ιόντα με χρησιμοποίηση κατάλληλων συνθετικών ρητινών από γιγαντιαία οργανικά μόρια. Το νερό αυτό χρησιμοποιείται ως αποσταγμένο.
Το πόσιμο νερό πρέπει να είναι διαυγές, άχρωμο, άοσμο, δροσερό (θερμοκρασίας 7 - 11 βαθμών Κελσίου). Πρέπει να περιέχει μικρή ποσότητα ανόργανων αλάτων (0,5 g/L), γιατί το καθαρό νερό χωρίς διαλυμένα άλατα είναι βλαβερό για τον οργανισμό, εξαιτίας της μεγάλης διαπιδυτότητας των κυττάρων. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο τα θαλασσινά ψάρια πεθαίνουν όταν μεταφερθούν σε γλυκό νερό και ψάρια του γλυκού νερού πεθαίνουν αμέσως μόλις τοποθετηθούν μέσα σε αποσταγμένο νερό, γιατί καταστρέφονται τα ερυθρά αιμοσφαίρια (αιμόλυση). Το πόσιμο νερό περιέχει διαλυμένο οξυγόνο, άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, ελάχιστα ίχνη οργανικών ουσιών, καθώς και ίχνη φυτικών μικροοργανισμών. Το πόσιμο νερό πρέπει να εξετάζεται φυσικά (θερμοκρασία, διαύγεια, γεύση, οσμή), χημικώς (ποιοτικός και ποσοτικός έλεγχος ουσιών, σκληρομετρία), μικροσκοπικά (έρευνα μικροοργανισμών), βακτηριολογικά (καλλιέργεια των μικροβίων του νερού) και τοπογραφικά (θέση πηγής, διαδρομής του νερού).
ΤΟ ΝΕΡΟ ΩΣ ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Η πολύ μεγάλη διπολική ροπή του μορίου του νερού το καθιστά έναν από τους καλύτερους διαλύτες και επομένως, ένα άριστο μέσο για τη μεταφορά ιόντων και μορίων στο περιβάλλον και σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Οι ουσίες που διαλύονται κυρίως στο νερό είναι ιοντικές και πολικές μοριακές ενώσεις. Ο μεγαλύτερος αριθμός των μη πολικών μοριακών ενώσεων δεν διαλύονται στο νερό σε μεγάλη έκταση.
Για να διαλυθεί μια ιοντική ένωση στο νερό, θα πρέπει η έλξη που ασκούν τα δίπολα μόρια του νερού στα ιόντα του ιοντικού στερεού να είναι ισχυρότερη από την ηλεκτροστατική έλξη μεταξύ των ιόντων του ιοντικού στερεού. Ο μηχανισμός διάλυσης των ιοντικών ενώσεων περιλαμβάνει δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο έχουμε τη λύση της συνέχειας του κρυσταλλικού πλέγματος του στερεού, που οφείλεται στις ισχυρότατες έλξεις που ασκούν τα δίπολα μόρια του νερού στα ιόντα του στερεού. Η διεργασία αυτή, ως διεργασία διάσπασης χημικού δεσμού, είναι πάντα ενδόθερμη. Στο δεύτερο στάδιο έχουμε την προσέγγιση των μορίων νερού με τα ιόντα του στερεού, δηλαδή όλα τα ιόντα μέσα στο υδατικό διάλυμα περιβάλλονται από μόρια νερού. Τα θετικά ιόντα περιβάλλονται από μόρια νερού που τα προσεγγίζουν με το αρνητικό μέρος του δίπολου λόγω της ηλεκτροστατικής έλξης, ενώ τα αρνητικά ιόντα περιβάλλονται πάλι από μόρια νερού, μόνο που η προσέγγιση εδώ γίνεται με το θετικό μέρος του δίπολου.
Μηχανισμός διάλυσης ιοντικών ενώσεων στο νερό.
Η διεργασία αυτή ονομάζεται ενυδάτωση (hydration) και ως διεργασία σχηματισμού χημικού δεσμού είναι πάντα εξώθερμη. Ο αριθμός των μορίων νερού που περιβάλλουν κάθε ιόν εξαρτάται από το είδος του ιόντος. Το ποσό της θερμότητας που ελευθερώνεται κατά την ενυδάτωση των ιόντων ονομάζεται θερμότητα ενυδάτωσης.
Το μέγεθος της θερμότητας ενυδάτωσης των ιόντων εξαρτάται από το λόγο φορτίο ιόντος/μέγεθος ιόντος. Όταν ο λόγος αυτός μεγαλώνει, αυξάνει το ποσό της θερμότητας που ελευθερώνεται κατά την ενυδάτωση των ιόντων.
ΧΗΜΕΙΑ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΛΥΜΑΤΩΝ
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός χημικών αντιδράσεων λαμβάνει χώρα εντός υδατικών διαλυμάτων.
Αυτό θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι λογικό, αναλογιζόμενος ότι το νερό είναι ένα από τα κυρίαρχα συστατικά της γης και ταυτόχρονα ένα από τα άκρως απαραίτητα συστατικά για την ύπαρξη ζωής στον πλανήτη μας. Ποιες είναι όμως εκείνες οι ιδιότητες που προσδίδουν στο νερό αυτόν τον κυρίαρχο χαρακτήρα; Από χημική άποψη, η σπουδαιότητα του νερού έγκειται στην ύπαρξη ενός συνόλου μοναδικών ιδιοτήτων, του κεφαλαίου μαζί με την αναλυτική περιγραφή των χημικών φαινομένων που λαμβάνουν χώρα εντός των υδατικών διαλυμάτων.
pH ΚΑΙ ΝΕΡΟ
Έτσι, τι σημαίνει για το pH του νερού; Βασικά, η τιμή του pH είναι ένας καλός δείκτης του κατά πόσο το νερό είναι σκληρό ή μαλακό . Το pH του καθαρού νερού είναι 7. Σε γενικές γραμμές, το νερό με pH κάτω του 7 θεωρείται όξινο, και με pH μεγαλύτερο από 7 θεωρείται βασική. Το φυσιολογικό εύρος για το pH σε επιφανειακά ύδατα συστήματα είναι 6,5 σε 8,5, και η περιοχή του pH για τα υπόγεια συστήματα είναι μεταξύ 6 και 8,5. Αλκαλικότητα είναι ένα μέτρο της ικανότητας του νερού να αντισταθεί σε μια αλλαγή στο pH που θα τείνουν να κάνουν το νερό πιο όξινο. Η μέτρηση της αλκαλικότητας και pH είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό της διαβρωτικής ικανότητας του νερού.
Σε γενικές γραμμές, το νερό με pH <6,5 θα μπορούσε να είναι όξινο, μαλακό, και διαβρωτικές. Το όξινο νερό μπορεί να περιέχει ιόντα μετάλλων, όπως σιδήρου ,μαγγανίου , χαλκού , μολύβδου , και ψευδαργύρου . Με άλλα λόγια, όξινο νερό περιέχει υψηλά επίπεδα τοξικών μετάλλων. Το όξινο νερό μπορεί να προκαλέσει πρόωρη βλάβη μεταλλικές σωληνώσεις, και έχουν σχέση αισθητικά προβλήματα, όπως μεταλλική ή ξινή γεύση. Μπορεί επίσης να λεκιάσει πλυντήριο και να προκαλέσει "μπλε-πράσινο» χρώμα στην χρώση νεροχύτες και αποχετεύσεις. Το πιο σημαντικό, υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία που συνδέονται με αυτές τις τοξίνες. Ο κύριος τρόπος για την αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης νερού είναι το pH με τη χρήση ενός εξουδετερωτή. Η εξουδετέρωση τροφοδοτεί μια λύση μέσα στο νερό για να αποτρέψει το νερό από αντιδρώντας με τα υδραυλικά νοικοκυριό ή από συμβάλλουν στην ηλεκτρολυτική διάβρωση. Ένα τυπικό εξουδετέρωσης χημικών είναι ανθρακικό νάτριο. Επίσης γνωστό ως ανθρακικό νάτριο, ανθρακικό νάτριο εργάζεται για να αυξήσει την περιεκτικότητα σε νάτριο, το οποίο αυξάνει το pH. Νερό με pH> 8,5 θα μπορούσε να δείξει ότι το νερό είναι σκληρό. Το σκληρό νερό δεν αποτελεί κίνδυνο για την υγεία, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει αισθητικά προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά περιλαμβάνουν μια αλκαλική γεύση στο νερό (κάνοντας ότι η γεύση του καφέ το πρωί πικρή!), Σχηματισμό αλάτων στα πιάτα, σκεύη, πλυντήριο και λεκάνες, δυσκολία στο να πάρει τα σαπούνια και τα απορρυπαντικά σε σαπουνάδα, και το σχηματισμό αδιάλυτων ιζημάτων στα ρούχα.
Σύμφωνα με μία μελέτη του Πανεπιστημίου Γουίλκς, η ένωση του pH με ατμοσφαιρικά αέρια και η θερμοκρασία είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο τα δείγματα του νερού πρέπει να ελέγχεται σε τακτική βάση. Η μελέτη αναφέρει ότι η τιμή του pH του νερού δεν είναι ένα μέτρο της δύναμης από την όξινη ή βασική λύση, και από μόνη της δεν μπορεί να παρέχει μια πλήρη εικόνα των χαρακτηριστικών ή περιορισμούς με την παροχή νερού.
Ενώ το ιδανικό επίπεδο pH του πόσιμου νερού πρέπει να είναι μεταξύ 6 έως 8,5, το ανθρώπινο σώμα διατηρεί το pH ισορροπίας σε συνεχή βάση και δεν θα επηρεαστεί από την κατανάλωση νερού. Για παράδειγμα, τα στομάχια μας έχουν φυσικά χαμηλό pH επίπεδο του 2, το οποίο είναι ένα ευεργετικό οξύτητα που μας βοηθά με την πέψη της τροφής.
ΕΙΔΗ ΝΕΡΟΥ
Γλυκό Νερό
Τα "γλυκά νερά" (freshwater) αποτελούν ένα πεπερασμένο πόρο ο οποίος δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μόνο ελάχιστα.
Παρά το γεγονός ότι το 71% της επιφάνειας της Γης καλύπτεται από νερό, στις "αποθήκες" γλυκών υδάτων αντιστοιχεί μόλις το 2,6% του συνολικού νερού της γης.
Αυτό μοιράζεται σε ταμιευτήρες όπως:
Λίμνες, ποτάμια και χείμαρροι
Πολικούς πάγους,
Υπόγεια γλυκά νερά
Εδαφική και υπεδαφική υγρασία
Ατμοσφαιρική υγρασία.
Όλα τα προηγούμενα λοιπόν αποτελούν το σύνολο του γλυκού νερού που υπάρχει στη γη.
Το υπόλοιπο 97,4% αντιστοιχεί στο νερό του Ωκεανού.
Στην ουσία όλες οι μικρότερες θάλασσες και οι ωκεανοί του πλανήτη είναι ενωμένες, απαρτίζοντας με αυτόν τον τρόπο έναν ενιαίο και αδιαίρετο όγκο νερού.
Από το σύνολο των γλυκών υδάτων που αναφέραμε το 98% έχει μορφή πάγου ή υπόγειου νερού, και μόνο το 2% καταλαμβάνει την επιφάνεια της Γης με τη μορφή ποταμών, λιμνών και άλλων ταμιευτήρων.
Σε αυτό το μικρό ποσοστό στηρίζεται όλη η άγρια ζωή για να επιβιώσει καθώς και εμείς για ύδρευση, ενέργεια και πολλές άλλες δραστηριότητες για τις οποίες είναι αναγκαίο.
Ήδη σε πολλές περιοχές του πλανήτη σημειώνεται σοβαρή έλλειψη ενώ σε άλλες έχει μολυνθεί τόσο πολύ από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που πλέον είναι ακατάλληλο για κάθε χρήση.
Φυσικό μεταλλικό νερό
Ως φυσικό μεταλλικό νερό, νοείται ένα νερό που έχει υπόγεια προέλευση και που υπόκειται σε εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες φυσικές εξόδους μίας πηγής ή από τεχνητές εξόδους μετά από γεώτρηση ή άλλα τεχνικά έργα και που είναι μικροβιολογικά κατάλληλα. Διακρίνεται από τη φυσιολογική του σύσταση, που χαρακτηρίζεται από την περιεκτικότητά του σε ανόργανα άλατα, ιχνοστοιχεία ή άλλα συστατικά και σε ορισμένες περιπτώσεις από ορισμένα αποτελέσματα στον ανθρώπινο οργανισμό. Από την αρχική του φυσική κατάσταση που έχει διατηρηθεί άθικτη λόγω της υπόγειας προελεύσεως του νερού το οποίο είναι προστατευμένο από κάθε κίνδυνο ρύπανσης. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένα από τα κριτήρια χαρακτηρισμού των μεταλλικών νερών:
Χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα. Η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα υπολογισμένη ως σταθερό υπόλειμμα δεν είναι ανώτερη από 500 mg/l.
Πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα. Η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα υπολογισμένη ως σταθερό υπόλειμμα δεν είναι ανώτερη από 50 mg/l.
Πλούσιο σε ανόργανα άλατα. Η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα υπολογισμένη ως σταθερό υπόλειμμα είναι ανώτερη των 1500 mg/l. - Οξυανθρακικό HCO3>600 mg/l. Θειικό SO4-->200 mg/l Χλωριούχο.Cl->20. mg/l. Ασβεστούχο.Ca++>150 mg/l. Μαγνησιούχο Mg++>50 mg/l. Φθοριούχο.F->1 mg/l. Σιδηρούχο Fe++>1 mg/l. Υπόξινο CO2>250 mg/l. Νατριούχο Na+>250 mg/l. Κατάλληλο για δίαιτα πτωχή σε νάτριο Na+<20 mg/l
Τα χαρακτηριστικά του νερού πρέπει να είναι, ικανά να προσδίδουν στο φυσικό μεταλλικό νερό τις ευνοϊκές για την υγεία ιδιότητές του, ενώ πρέπει να έχουν εκτιμηθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία: από γεωλογικής και υδρολογικής άποψης και από φυσικής, χημικής, φυσικοχημικής μικροβιολογικής άποψης και φαρμακολογικής, φυσιολογικής κλινικής άποψης αν είναι ανάγκη. Ένα φυσικό μεταλλικό νερό όπως παρουσιάζεται στην έξοδο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άλλης κατεργασίας εκτός από: όταν γίνει διαχωρισμός των ασταθών στοιχείων όπως οι ενώσεις σιδήρου, θείου, με διήθηση ή καθίζηση αφού προηγουμένως προηγηθεί οξυγόνωση. Διαχωρισμός των ενώσεων σιδήρου, μαγγανίου, θείου καθώς και αρσενικού δια κατεργασίας εμπλουτισμού με όζον. Ένα φυσικό μεταλλικό νερό όπως παρουσιάζεται στην έξοδο δεν μπορεί να υποστεί προσθήκες άλλες από τον εμπλουτισμό ή τον επανεμπλουτισμό με διοξείδιο του άνθρακα υπό συνθήκες που προβλέπονται από τη νομοθεσία. Απαγορεύεται κάθε επεξεργασία απολύμανσης του νερού με οποιοδήποτε μέθοδο και αν γίνεται.
Βαρύ και υπερβαρύ ύδωρ
Εκτός από το συνηθισμένο νερό (Η2Ο), που είναι το οξείδιο του πρωτίου (H), έχουμε και το βαρύ ύδωρ, που είναι το οξείδιο του δευτερίου (D2Ο), καθώς και το υπερβαρύ ύδωρ, που είναι το οξείδιο του τριτίου (Τ2Ο). Βρέθηκε ότι στο φυσικό νερό περιέχεται το D2Ο (βαρύ ύδωρ) σε ποσότητα 1:6.000 περίπου. Καθαρό D2Ο παρασκευάζεται με εξαντλητική ηλεκτρόλυση υδατικών διαλυμάτων αλκαλίων, γιατί ηλεκτρολύεται κατά προτίμηση το κοινό νερό και συνεπώς, τα υπολείμματα της ηλεκτρόλυσης του νερού εμπλουτίζονται σε βαρύ νερό.
Εμφιαλωμένο Νερό
Οι πιθανές επιμολύνσεις και η γεύση του νερού δικτύου έχουν οδηγήσει σε ραγδαία ανάπτυξη της κατανάλωσης εμφιαλωμένου νερού. Το εμφιαλωμένο νερό χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: Το φυσικό μεταλλικό και το επιτραπέζιο. Το φυσικό νερό εμφιαλώνεται στην πηγή χωρίς να υποστεί καμία επεξεργασία, ενώ το επιτραπέζιο νερό έχει υποστεί επεξεργασία (χλωρίωση, όζον, αντίστροφη όσμωση, κτλ).
Το εμφιαλωμένο νερό που παράγεται από τις σοβαρότερες εταιρείες του χώρου περιέχει λιγότερους μολυντές από το μη-επεξεργασμένο νερό βρύσης, καθώς αρκετά χημικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελέγχονται σε διάφορες φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας.
Ωστόσο, έχουν υπάρξει πάρα πολλές περιπτώσεις που μεγάλες εταιρείες αναγκάστηκαν να αποσύρουν από την κατανάλωση παρτίδες εμφιαλωμένου νερού λόγω προβλημάτων (παρουσία επικίνδυνων βακτηριδίων, ψευδομονάδος, ύπαρξη χημικών ουσιών, αλλοίωση οργανοληπτικών χαρακτηριστικών, κτλ) τα οποία δεν ανιχνεύτηκαν κατά τους εσωτερικούς ελέγχους. Τέτοια προβλήματα στο εμφιαλωμένο νερό έχουν παρουσιαστεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Αξίζει όμως να αναρωτηθεί κανείς αν ακόμη και το εμφιαλωμένο νερό που ελέγχεται σωστά και τα μικρόβια και οι μολυσματικοί παράγοντες που περιέχει είναι εντός των ορίων του νόμου, παραμένει στην ίδια καλή κατάσταση όταν καταναλώνεται.
Το εμφιαλωμένο νερό, όπως αναγράφεται συνήθως και πάνω στη συσκευασία, πρέπει να φυλάσσεται σε δροσερό και σκιερό μέρος, σε θερμοκρασία όχι μεγαλύτερη από 180 C. Δυστυχώς όμως, η σύσταση αυτή δεν τηρείται πάντα, ειδικά το καλοκαίρι, και το εμφιαλωμένο νερό αρκετές φορές μεταφέρεται με ανοιχτά φορτηγά ή αποθηκεύεται σε πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες. Ως αποτέλεσμα πολλές φορές φτάνει στα χέρια των καταναλωτών ήδη αλλοιωμένο. Οι κακές συνθήκες μεταφοράς και αποθήκευσης συμβάλλουν στη ραγδαία ανάπτυξη μικροοργανισμών, ή ακόμη και στην αλλοίωση της πλαστικής συσκευασίας και μεταφορά τοξινών από το πλαστικό στο νερό.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει το εμφιαλωμένο νερό να απολυμαίνεται πριν καταναλωθεί από βρέφη.
Παράλληλα, το εμφιαλωμένο νερό δεν είναι πρακτικό για κατανάλωση στο σπίτι γιατί χρειάζεται μεταφορά και κατάλληλο αποθηκευτικό χώρο, ενώ έχει μεγάλο κόστος σε σύγκριση με την επεξεργασία του νερού με αντίστροφη όσμωση στο σπίτι.
Επίσης, η παραγωγή και κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού έχει σοβαρότατες συνέπειες για το περιβάλλον. Για να παραχθούν οι φιάλες απαιτούνται χημικά παράγωγα πετρελαίου, ενώ δαπανάται τεράστια ποσότητα ενέργειας για την εμφιάλωση και τη μεταφορά του από το εργοστάσιο εμφιάλωσης στο σημείο πώλησης, με αντίστοιχη εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τέλος, μετά την κατανάλωση, εκατομμύρια άδειων μπουκαλιών καταλήγουν σε χωματερές, ή ακόμη χειρότερα σε παραλίες και πάρκα επιβαρύνοντας άδικα το περιβάλλον με σκουπίδια που χρειάζονται πολλές δεκαετίες για να αποικοδομηθούν.
Το συμπέρασμα είναι ότι το εμφιαλωμένο νερό μπορεί να είναι καλύτερο από το νερό της βρύσης εάν έχουν τηρηθεί οι σωστές διαδικασίες ελέγχου, μεταφοράς και αποθήκευσής του, σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να έχει σοβαρούς μολυσματικούς παράγοντες, ενώ είναι πολύ πιο ακριβό, λιγότερο πρακτικό και ζημιογόνο για το περιβάλλον συγκρινόμενο με ένα σωστό σύστημα επεξεργασίας νερού για το σπίτι.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΝΕΡΟΥ
Το πόσιμο νερό αποτελούσε ανά τους αιώνες πολύτιμο αγαθό. Στα σύγχρονα αστικά και οικιστικά κέντρα η διασφάλιση της ποιότητας του είναι ένα ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Ως πόσιμο νερό χαρακτηρίζεται το νερό το οποίο είναι «καθαρό» από χημική και μικροβιολογική άποψη και το οποίο μπορεί να καταναλωθεί από τον άνθρωπο χωρίς να κινδυνεύει η υγεία του βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του πρέπει να μην περιλαμβάνουν την παρουσία οσμής, γεύσης η χρώματος.
Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας οι υπεύθυνοι ύδρευσης (λ.χ. Δ.Ε.Υ.Α. για τις υδρεύσεις δήμων, νόμιμοι εκπρόσωποι για βιομηχανίες, ιδρύματα κλπ) φέρουν τον λεγόμενο πρώτο βαθμό ευθύνης. Φέρουν δηλαδή την ευθύνη για την μελέτη, κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση του συστήματος ύδρευσης, την διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων και την ευθύνη γενικά για την λήψη κάθε μέτρου, προκειμένου να παρέχεται πόσιμο νερό στον υδρευόμενο πληθυσμό.
Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε ένα δίκτυο ύδρευσης πόσιμου νερού πρέπει να ελέγχονται 50 περίπου χημικές και μικροβιολογικές παράμετροι όπως ορίζονται στην Κ.Υ.Α. Υ2/2600/2001, με συχνότητα που εξαρτάται από τον πληθυσμό που εξυπηρετείται. Επιβάλλεται από την νομοθεσία λοιπόν, να παρακολουθείται η χημική, μικροβιολογική αλλά και η οργανοληπτική ποιότητα του νερού, σε τακτά χρονικά διαστήματα, από εργαστήρια τα οποία πρέπει να είναι διαπιστευμένα ως προς την ικανότητα τους να εκτελούν τέτοιου είδους δοκιμές σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο ISO 17025.
Οι παραμετρικές τιμές για το νερό ορίζονται έτσι, ώστε να υπάρχει ένα περιθώριο ασφαλείας για την υγεία των καταναλωτών του νερού ακόμη και εάν προκύψουν μικρές αποκλίσεις. Σε περίπτωση αποκλίσεων από αυτές τις τιμές, ο διαχειριστής της ύδρευσης έχει την δυνατότητα να αναλάβει δράσεις για την άρση των αιτίων που τις προκαλούν ή και την εξάλειψη της κακής ποιότητας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων με μηχανικές, φυσικοχημικές και βιολογικές διορθωτικές ενέργειες.
Εκτός από τους υπεύθυνους ύδρευσης είναι καλό και ο κάθε πολίτης μόνος του να ελέγχει συνεχώς τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (γεύση, οσμή, χρώμα) του νερού που καταναλώνει.
Σε περίπτωση που για τον τελευταίο αλλά και για οιονδήποτε άλλο λόγο έχει βάσιμη υποψία για μη ικανοποιητική ποιότητα του πόσιμου νερού, μπορεί να στείλει ένα δείγμα του νερού που κρίνεται ως πιθανώς ρυπασμένο ή και επιμολυσμένο, σε ένα εργαστήριο, για έλεγχο (Γενικό Χημείο του Κράτους-Γ.Χ.Κ στην τοπική Χημική Υπηρεσία ή σε κάποιο Ιδιωτικό Εργαστήριο Χημικών και Μικροβιολογικών Αναλύσεων). Το εργαστήριο αυτό κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι διαπιστευμένο για την ικανότητα του να πραγματοποιεί αναλύσεις, σύμφωνα με το προαναφερθέν διεθνές πρότυπο ISO 17025.
Η κατανάλωση νερού καλής ποιότητας είναι ύψιστης σημασίας για την διατήρηση της υγείας και του επιπέδου ευεξίας των ανθρώπων και ο συνεχής έλεγχος του αποτελεί σημαντικό έργο που θα πρέπει όλοι οι αρμόδιοι φορείς αλλά και οι πολίτες ανάλογα με τις αρμοδιότητες και τις δυνατότητές τους, οι μεν πολίτες να το προστατεύουν, να το στηρίζουν και να το απαιτούν, οι δε φορείς να το υλοποιούν.
12. Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
1. Google
2. Wikipedia
2. ΝΕΡΟ-ΥΓΕΙΑ-ΒΙΟΛΟΓΙΑ
1.Το κύτταρο
2.Ιαματικές πηγές
3.Η σημασία του νερού
4.Η εμφάνιση της ζωής στη Γη
5.Βιβλιογραφία
ΚΥΤΤΑΡΟ
Κατά την Βιολογία, κύτταρο ονομάζεται η βασική δομική και λειτουργική μονάδα που εκδηλώνει το φαινόμενο της ζωής. Έτσι, ως κύτταρο νοείται το μικρότερο δομικό συστατικό της έμβιας ύλης, που αποτελείται από μια συστηματικά οργανωμένη ομάδα μορίων, που βρίσκονται σε δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Το κύτταρο διαθέτει μορφολογική, φυσική και χημική οργάνωση και την ικανότητα της αφομοίωσης, της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής. Είναι μια μονάδα της ζωής ανεξάρτητη ως προς την αυτορύθμιση και την προσαρμοστικότητά του σε σχέση με το περιβάλλον. Εκ του υφιστάμενου αριθμού αυτών οι οργανισμοί διακρίνονται σε μονοκύτταρους και πολυκύτταρους. Ο χώρος εντός του οποίου βιώνουν τα κύτταρα των πολυκυττάρων οργανισμών ονομάζεται μεσοκυττάριο υγρό. Μεγάλες ομάδες ομοειδών κυττάρων, κατά σύσταση και ορισμένη φυσιολογική λειτουργία, χαρακτηρίζονται ιστοί, (π.χ. μυϊκός ιστός), οι οποίοι και αποτελούν την μονάδα δεύτερης τάξης στον ανθρώπινο οργανισμό, μετά τα κύτταρα.
Είδη κυττάρων
Τα κύτταρα διακρίνονται σε προκαρυωτικά και ευκαρυωτικά, ανάλογα με το αν διαθέτουν σχηματισμένο πυρήνα (ευκαρυωτικά) ή όχι (προκαρυωτικά). Σε αυτή την ταξινόμηση εξαίρεση αποτελούν οι ιοί, και οι φάγοι, μια ιδιαίτερη κατηγορία «οργανισμών» με δυνατότητα παρέμβασης στις κυτταρικές λειτουργίες. Άλλη ιδιόμορφη κατηγορία ύλης είναι τα μυκοπλάσματα (PPLO), μια ενδιάμεση μορφή ζωής ανάμεσα στους ιούς και τα βακτήρια. Μία ακόμη κατηγορία είναι τα απλοειδή και τα διπλοειδή κύτταρα που διακρίνονται σύμφωνα με τον αριθμό χρωμοσωμάτων που υπάρχουν στον πυρήνα: Τα απλοειδή φέρουν περιττό αριθμό χρωμοσωμάτων, τα διπλοειδή άρτιο.
Όλα τα κύτταρα παρουσιάζουν τρισδιάστατες δομές που σφύζουν από δραστηριότητα και που λειτουργικά παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες αλλά και διαφορές. Κοινές λειτουργίες όλων των ευκαρυωτικών κυττάρων είναι η μεταφορά ουσιών στο εσωτερικό τους, η αλλαγή θέσης των κυτταρικών δομών, όταν αυτό είναι αναγκαίο, καθώς και οι πολύπλοκες βιοχημικές διεργασίες. Υφίστανται, όμως, και λειτουργίες που δεν είναι κοινές, όπως η κίνηση, η αλλαγή σχήματος κτλ., με συνέπεια τα κύτταρα να διακρίνονται σε μεγάλο αριθμό ειδών με ιδιαίτερη χαρακτηριστική μορφή.
Στον άνθρωπο, για παράδειγμα, εντοπίζονται περί τα 200 διαφορετικά είδη κυττάρων, με καθένα είδος να παρουσιάζει χαρακτηριστική μορφή και λειτουργία. Άλλα, π.χ., είναι επιμήκη με δυνατότητα συστολής, (μυϊκά κύτταρα), άλλα έχουν προεκτάσεις για μεταβιβάσεις μηνυμάτων, (νευρικά κύτταρα), άλλα είναι πλατειά με καλυπτήριο ρόλο (επιθηλιακά κύτταρα) κτλ.
Προκειμένου, έτσι, σε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των κυττάρων, να ξεπεραστεί η αδυναμία της περιγραφής ενός μόνο κυττάρου κατά σχήμα και λειτουργία, θεσπίστηκε το τυπικό κύτταρο, το οποίο στη πραγματικότητα είναι μεν ανύπαρκτο πλην όμως συγκεντρώνει όλα τα κοινά γνωρίσματα των κυττάρων. Έτσι σε όλα τα συγγράμματα περί κυττάρων γίνεται αναφορά πάντα στο "τυπικό ευκαρυωτικό κύτταρο" όπου και αναπτύσσονται και περιγράφονται οι κοινές δομές και λειτουργίες των κυττάρων.
Χημική σύσταση
Τα ζωντανά κύτταρα αποτελούνται από περιορισμένο αριθμό χημικών στοιχείων. Ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο Άνθρακας (C), το Υδρογόνο (H), το Οξυγόνο (Ο), το Άζωτο, ο Φωσφόρος (Ρ) και το Θείο (S), που αποτελούν και το 99% περίπου του βάρους του. Τα χημικά συστατικά του είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε ανόργανα (Νερό (H2O) + μεταλλικά ιόντα) και οργανικά πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη και νουκλεϊκά οξέα.
Ένα ζωικό ή φυτικό κύτταρο αποτελείται κατά προσέγγιση (% κ.β.) από νερό 75-85%, πρωτεΐνες 10-20%, λιπίδια 2-3%, υδατάνθρακες 1% και ανόργανα υλικά (οξέα, βάσεις, άλατα) 1%. Τα τελευταία, αν και βρίσκονται σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις, βοηθούν τις κυτταρικές λειτουργίες διατηρώντας σταθερό το pH.
Μορφολογία
Ως οργανισμός, το κύτταρο διαθέτει την ικανότητα να ζει ακόμη και χωρίς την ύπαρξη άλλων κυττάρων. Η ιδιότητα αυτή προϋποθέτει της ύπαρξης μιας μεταβολικής μηχανής που μπορεί να αντλήσει ενέργεια από το περιβάλλον και να τη χρησιμοποιήσει σε ουσιώδεις βιοχημικές διεργασίες, που περιλαμβάνουν την κίνηση ουσιών, την εκλεκτική μεταφορά μορίων μέσα και έξω από το κύτταρο και την ικανότητα αλλαγής και διαμόρφωσής τους, δηλαδή της προσαρμογής τους στις περιβάλλουσες φυσικές και χημικές συνθήκες. Εκτός από τη μεταβολική μηχανή του το κύτταρο διαθέτει ομάδες γονιδίων που καθορίζουν τη σύνθεση ουσιών και μια διακριτή δομή την κυτταρική ή πλασματική μεμβράνη που τα απομονώνει από το εξωτερικό περιβάλλον. Προκειμένου να είναι βιώσιμο ένα κύτταρο, αρκούν 400 γονίδια ή και λιγότερα, ωστόσο τα περισσότερα κύτταρα περιέχουν αρκετά περισσότερα.
Ιστορία
Πρώτος ο Βρετανός Ρόμπερτ Χουκ (Robert Hooke) το 1665 παρατηρώντας με το μικροσκόπιό του λεπτές τομές φελλού διέκρινε κάποιους χώρους που του θύμιζαν κελιά μοναστηριών τους οποίους και ονόμασε (εκ της λατινικής) cellulae (= κελιά). Από τη λέξη αυτή προήλθε ο αγγλικός διεθνής σήμερα όρος cell (σελ = κύτταρο). Σήμερα, όμως, είναι γνωστό πως εκείνα που παρατηρούσε ο Χουκ δεν ήταν ζωντανά κύτταρα αλλά τα υπολείματά τους, τα τοιχώματα των φυτικών κυττάρων, τα οποία παραμένουν ακόμα και όταν τα κύτταρα νεκρωθούν.
Σταδιακά, και καθώς το μικροσκόπιο βελτιωνόταν, άρχισαν να παρατηρούνται και τα επιμέρους κυτταρικά οργανίδια. Στην παρατήρηση αυτή βοήθησε σημαντικά η χρήση διαφόρων χρωστικών ουσιών, οι οποίες χρωματίζουν κάθε οργανίδιο επιλεκτικά, αφήνοντας τα υπόλοιπα ανεπηρέαστα. Σημαντική ώθηση στην κυτταρική παρατήρηση έδωσε το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, καθώς όχι μόνον βελτίωσε σημαντικά την μεγέθυνση, αλλά έκανε δυνατή και την τρισδιάστατη παρατήρηση του κυττάρου (μικροσκόπιο σαρώσεως).
Κυτταρικός κύκλος και θάνατος
Ένα κύτταρο αναπαράγεται διεκπεραιώνοντας μια συγκεκριμένη ακολουθία γεγονότων κατά τη διάρκεια των οποίων το κύτταρο διπλασιάζει το περιεχόμενό του και στη συνέχεια διαιρείται. Αυτός ο κύκλος, γνωστός ως κυτταρικός κύκλος, είναι ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο όλα τα έμβια όντα αναπαράγονται. Για να εξασφαλίσουν τη σωστή έκβαση του κυτταρικού κύκλου, τα κύτταρα ανέπτυξαν ένα περίπλοκο σύστημα ρυθμιστικών πρωτεϊνών γνωστό ως σύστημα ελέγχου κυτταρικού κύκλου, όπως οι κυκλίνες. Στο κέντρο αυτού του συστήματος βρίσκονται βιολογικοί διακόπτες που ελέγχουν τα κύρια συμβάντα του κύκλου, όπως η αντιγραφή του DNA και ο διαχωρισμός των χρωμοσωμάτων.
ΙΑΜΑΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Τα νερά των φυσικών ή ιαματικών πηγών είναι νερά, που πηγάζουν μέσα από πετρώματα και βράχους που βγαίνουν από τα έγκατα της γης. Είναι μεταλλικά νερά, που περιέχουν διαλυμένα μεταλλικά συστατικά - όπως νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, ράδιο, σίδηρο, ιώδιο, φώσφορο και θείο - ή αέρια - όπως διοξείδιο του άνθρακα, υδρόθειο, άζωτο, οξυγόνο και υδρογόνο. Τα νερά αυτά έχουν διάφορο βαθμό οξύτητας και είναι ή όξινα ή αλκαλικά ή και ουδέτερα.
Η γένεση των μεταλλικών νερών
Πολυάριθμες είναι οι θεωρίες για τη γέννεση των μεταλλικών νερών αλλά όλες αυτές μπορούν να συνοψιστούν σε τρείς θεωρίες:
• εξωγενή
• ενδογενή
• μικτή
Σύμφωνα με την εξωγενή θεωρία τα νερά της βροχόπτωσης καθώς διασχίζουν το υπέδαφος εμπλουτίζονται με διαλυμένα άλατα από τα πετρώματα. Με την ενδογενή θεωρία η προέλευση του μεταλλικού νερού οφείλεται στην εκπομπή αερίων και ατμών εκ μέρους μερικών ηφαιστείων. Πιο αληθοφανής όμως είναι η μικτή θεωρία που συνδυάζει τους δυο προηγούμενους παράγοντες. Σύμφωνα με τη χημική σύνθεση τα Μ.Ν υποδιαιρούνται σε αρσενικούχα, αρσενικουχο - σιδηρούχα, διττανθρακικο - αλκαλικά, διττανθρακικο - θειουχο - αλκαλικά, αλκαλικο - γαιώδη, θειούχα, χλωρονατριούχα, σοδούχα με χλωριούχο νάτριο και ιώδιο, ανθρακικά και ραδιενεργά νερά.
Η θεραπευτική δράση των ιαματικών λουτρών
Η θεραπευτική δράση των ιαματικών λουτρών αν και είναι γνωστή από τους π.Χ. χρόνους ακόμη και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί τελείως. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά μερικές ιδιότητες των ιαματικών νερών και λουτρών τα οποία χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για θεραπευτικούς λόγους αλλά και για να διατηρούνται σε καλή φυσική κατάσταση. Θεωρούσαν τις ιαματικές πηγές σαν μυστηριώδεις θεότητες που περιέκλειαν μέσα τους ευεργετικούς και θεραπευτικούς "χυμούς" κατάλληλους για την θεραπεία των λουομένων ασθενών. Με την πρόοδο της επιστήμης και με τη χημική ανάλυση οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θεραπευτικές ιδιότητες των λουτρών είναι δυνατόν να αποδοθούν:
Α) στην παρουσία μεταλλικών αλάτων και στη διάσπαση τους,
Β) σε ειδικές κολλοειδείς ουσίες και σε σπάνια αέρια.
Άλλες έρευνες απέδωσαν την θεραπευτική ιδιότητα των ιαματικών νερών στην ακτινοβολία την οποία αντλούν από τα βάθη της γης. Έτσι μπήκαν και οι βάσεις της ακτινενεργείας ή ραδιενεργείας. Η ακτινενεργεία ή ραδιενέργεια είναι η ιδιότητα των σωμάτων εκείνων τα οποία εκπέμπουν αυτομάτως και συνεχώς ακτινοβολία, δηλ. ακτίνες α, β, γ. Μία πιο σύγχρονη αντίληψη όμως είναι ότι η λουτροθεραπεία περιέχει την έννοια μιας ερεθιστικής θεραπείας σε ορισμένα όργανα όπως το ιώδιο στον θυρεοειδή αδένα και το θείο στους αθρικούς χόντρους. Το σύνολο όλων αυτών των αντιλήψεων κατά τη γνώμη μου αποτελεί την απάντηση στην ερώτηση που οφείλεται η θεραπευτική ιδιότητα των ιαματικών λουτρών. Τα λουτρά και τα ιαματικά νερά είναι διασκορπισμένα σ' όλη τη χώρα, γύρω από την παράκτια περιοχή, στο εσωτερικό αλλά και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περισσότερες πηγές βρίσκονται στα νησιά και είναι 229, ακολουθεί η Στερεά Ελλάδα με 156, η Μακεδονία με 115, ηΠελοπόννησος με 114, η Θεσσαλία με 57, η Ήπειρος με 56 και η Θράκη με 25. Τα λουτρά στην Ελλάδα ταξινομούνται με βάση τη θερμοκρασία του νερού:
• σε κρύα (κάτω των 28oC)
• σε ζεστά (άνω των 28 oC)
Από τα πιο δημοφιλή είναι τα λουτρά της Αιδηψούς με θερμοκρασία 78oC. Όπως σε πολλές άλλες χώρες η λουτροθεραπεία μπορεί να αντιπροσωπεύει την πρώτη εναλλακτική εφαρμογή σε φάρμακα για χρόνιες μη ανταποκρίσιμες φλεγμονώδεις ασθένειες καθώς επίσης μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματική προς την ιατρική αγωγή σε παθήσεις αναπνευστικές, γαστρεντερολογικές, γυναικολογικές, δερματολογικές και ορθοπεδικές.
Κατά τη διάρκεια μιας λουτροθεραπείας επιδρούν στον οργανισμό πολλά ερεθίσματα. Αυτά τα ερεθίσματα προέρχονται:
Α) Τα εκ του περιβάλλοντος ερεθίσματα:
Η αλλαγή του περιβάλλοντος καθώς και ο τρόπος διαβίωσης ενός ατόμου κατά το 25ήμερο που κάνει λουτροθεραπεία το ότι δηλαδή είναι απαλλαγμένο από το άγχος της εργασίας, από το άγχος της οικογενειακής φροντίδας (δεν πάει τα παιδιά στο φροντιστήριο δεν τρέχει με τη ψυχή στο στόμα να προλάβει τα ραντεβού του δεν, δεν, δεν, ένα σωρό δεν), φέρουν μια ψυχική ηρεμία η οποία δρα ευεργετικά στο νευροφυτικό με αποτέλεσμα η λουτροθεραπεία να έχει ευεργετικά αποτελέσματα.
Άλλος παράγοντας είναι ο ψυχολογικός. Η πίστη δηλαδή που έχει ο ασθενής ότι με τη λουτροθεραπεία θα αποκατασταθεί το πρόβλημά του. Αυτή η πίστη του ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν πληροφορείται ότι άτομα με το ίδιο πρόβλημα έχουν ιαθεί.
Β) Τα εκ λουτρού ερεθίσματα διακρίνονται:
α) Θερμικά
β) Χημικά
γ) Μηχανικά
Α) Θερμικό ερέθισμα
Έχουμε θερμικό ερέθισμα όταν η θερμοκρασία του ιαματικού νερού είναι ανώτερη ή κατώτερη της θερμοκρασίας του σώματός μας η οποία καλείται ουδέτερη ή αδιάφορος και είναι 33ο ως 34 oC. Έτσι ένα λουτρό με θερμοκρασία 21ο ως 25oC χαρακτηρίζεται ως δροσερό, χλιαρό χαρακτηρίζεται αυτό με θερμοκρασία 26ο - 32oC. Αδιάφορο αυτό με θερμοκρασία 33ο - 34oC και από 38oC και πάνω υπέρθερμο. Τα θερμά λουτρά λοιπόν προκαλούν περιφερική υπεραιμία και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία χρόνιων παθήσεων (ρευματισμοί, αθρίτιδες, νευρίτιδες).
Αυτά τα λουτρά αυξάνουν τις καύσεις στον οργανισμό και αυτό διαπιστώνεται με την αύξηση των αλάτων και του ουρικού οξέος που αποβάλλονται με τα ούρα.
Θερμά λουτρά μικρής διάρκειας φέρνουν ευεξία και εξαφανίζουν την κόπωση. Ενώ αντίθετα λουτρά μεγαλύτερης διάρκειας προκαλούν εξάντληση.
Β) Χημικό ερέθισμα
Αυτό προκαλείται από τα διαλυμένα στα ιαματικά νερά στερεά συστατικά τα οποία βρίσκονται υπό μορφή ιόντων. Αυτά κατά τη διάρκεια του λουτρού προσκολλώνται στο δέρμα ερεθίζουν τις νευρικές ίνες και δια της νευρικής οδού το ερέθισμα μεταφέρεται σ' ολόκληρο τον οργανισμό αντίθετα τα αέρια που βρίσκονται σε αεριώδη κατάσταση προσκολλώνται για λίγο, απορροφώνται, διεισδύουν βαθύτερα στο δέρμα και με την κυκλοφορία μεταφέρονται σ' όλα τα όργανα και τους ιστούς του οργανισμού (CO2 , H2S, ραδόνιο).
Γ) Μηχανικό ερέθισμα
Προκαλείται από την πίεση του ιαματικού νερού στο σώμα του λουομένου (υδροστατική πίεση).
Η επίδραση της υδροστατικής πίεσης γίνεται καταφανής σε λουτρά αδιάφορης θερμοκρασίας στα λουτρά που δεν έχουμε καθόλου θερμικό παράγοντα.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι σε αυτά τα λουτρά η πίεση στις περιφερειακές φλέβες ανέρχεται. Η αύξηση αυτής της πιέσεως όμως είναι μικρά εφ' όσον το ύψος του νερού παραμένει κάτω από το ύψος της καρδιάς.
Όταν το νερό ανέλθει πάνω από το ύψος της καρδιάς έχουμε μεγαλύτερη συμπίεση του θώρακος και κατ' αυτόν τον τρόπο αύξηση της φλεβικής πιέσεως.
Η υδροστατική πίεση έχει σημαντική δράση στη διούρηση. Στην αρχή κάθε λουτρού η ποσότητα των ούρων αυξάνει, ανεξάρτητα από την θερμοκρασία, αυξάνει δε τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η "στήλη" ύδατος που πιέζει την κοιλιά.
Λουτροθεραπεία: είναι η εμβύθιση ολόκληρου του σώματος ή μέρους του σώματος σε κάποιο υλικό (νερό, λάσπη) για θεραπευτικούς σκοπούς. Ο τρόπος εφαρμογής της γίνεται με: λούσεις, καταιονήσεις, περιτυλήξεις, επιθέματα, λασπόλουτρα, υδρομάλαξη - δινόλουτρα.
Πριν την έναρξη κάθε λουτροθεραπείας πρέπει να καθοριστεί η διάρκεια της, η θερμοκρασία και η μορφή του λουτρού. Είναι υποχρεωτική η ιατρική εξέταση όχι μόνο των πασχόντων αλλά και των υγιών ακόμα ατόμων. Επειδή ακόμα η ευεργετική δράση των ιχνοστοιχείων, που περιέχονται στα θερμομεταλλικά νερά καθώς και αν αυτά περνάνε μέσα από το δέρμα και με ποιό τρόπο δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη σαν μοναδική αποδεκτή δράση της λουτροθεραπείας είναι αυτή, που πηγάζει από τις φυσικές ιδιότητες του φυσικού νερού (άνωση, οσμωτική πίεση και θερμοκρασία). Αυτές οι ιδιότητες σε συνδυασμό με την κινησιοθεραπεία, που πρέπει απαραίτητα να γίνεται μέσα στο νερό κάνουν τη μέθοδο πολύ αποτελεσματική στην αντιμετώπιση παθήσεων του μυοσκελετικού συστήματος. Έτσι λοιπόν η λουτροθεραπεία είναι μια μορφή φυσικοθεραπείας που προκαλεί συνήθως κατά την πρώτη εβδομάδα μεγάλες τροποποιήσεις στον οργανισμό και στα πάσχοντα όργανα. Κατά γενικό κανόνα πρέπει να διακόπτεται η λουτροθεραπεία όταν οι μεγάλες παροξύνσεις κατά το έβδομο λουτρό δεν έχουν υποχωρήσει. Η διάρκεια του λουτρού ποικίλει από 15' έως 25'. Η χρονική διάρκεια πρέπει να είναι μικρά κατά τα πρώτα λουτρά και να αυξάνεται βαθμιαίως. Η δε μέση διάρκεια μιας λουτροθεραπείας είναι τρεις βδομάδες. Τα λουτρά γίνονται συνήθως το πρωί ή αργά το απόγευμα και πάντοτε με κενό στομάχι.
Πάρα πολλές φορές τις πρώτες μέρες της θεραπείας ο ασθενής αρχίζει να αισθάνεται αδιαθεσία, αϋπνία, κεφαλαλγία, πυρετό ή υποθερμία, ολιγοουρία ή πιο σπάνια πολυουρία. Ακόμα έχουμε διαταραχές στο πεπτικό σύστημα που συνοδεύονται από ανορεξία έως και δυσκοιλιότητα ή διάρροια. Έχουμε ακόμα επιδείνωση των αθριτικών πόνων, κρίση ουρικής αθρίτιδας και υπατικές αντιδράσεις. Αυτή τη πρώτη φάση που χαρακτηρίζει την "ιαματική κρίση" ή "λουτρική αντίδραση" ακολουθεί μια "θετική φάση", σχετικής ευεξίας. Τη δεύτερη φάση ακολουθεί μια τρίτη που ονομάζεται "ιαματική κόπωση" η οποία πολλές φορές μπορεί να είναι παρά πολύ πρόωρη και δεν πρέπει να συγχέεται με την "ιαματική κρίση".
Τα οξυανθρακούχα λουτρά μερικών ιαματικών λουτρών της Γαλλίας, της Γερμανίας καθώς και της Υπάτης έχουν αξιόλογη δράση σε πολλές παθήσεις και διαταραχές γενικά του κυκλοφορικού συστήματος. Τα λουτρά της Υπάτης οφείλουν τη δράση τους στο CO2 και το H2S που περιέχουν. Πλεονέκτημα αποτελεί το ότι διαθέτουν αδιάφορο θερμοκρασία. Με έρευνες που έγιναν από το 1902 και μετέπειτα έρευνες που στηρίζονται στην ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια οξυανθρακούχου λουτρού, έχουμε αύξηση εκπνεομένου διοξειδίου του άνθρακος ενώ η κατανάλωση οξυγόνου παραμένει αμετάβλητη.
Η αύξηση του εκπνεόμενου CO2 αποδώθει στην απορρόφηση του διοξειδίου από το δέρμα. (Hediger 1928).
Το CO2 ακόμα δρα στα νεύρα της θερμότητας του δέρματος και έτσι ο λουόμενος αισθάνεται μια ευχάριστη θερμότητα ακόμα και όταν η θερμοκρασία του λουτρού είναι κατά τι μικρότερη της θερμοκρασίας του σώματος. Αυτό οφείλεται ακόμα στο ότι οι φυσαλίδες του CO2 οι οποίες είναι κακοί αγωγοί θερμότητας κάθονται πάνω στο δέρμα και έτσι εμποδίζεται η απώλεια θερμότητας από το σώμα.
Η απορρόφηση του CO2 προκαλεί διεύρυνση των τριχοειδών αγγείων του δέρματος και έχουμε πτώση της αρτηριακής πίεσης.
Τα τριχοειδή αγγεία διευρυμένα λαμβάνουν μεγαλύτερο όγκο αίματος το οποίο με τις φλέβες πηγαίνει στην καρδιά. Έτσι η καρδιά δεχόμενη μεγαλύτερη ποσότητα αίματος αυξάνει το έργο της δηλαδή τη συστολική της ενέργεια.
Η καρδιά δέχεται μεγαλύτερη ποσότητα αίματος, αλλά εξωθεί αυτό στις αρτηρίες με μεγαλύτερη ευκολία (λόγω της ελάττωσης των περιφερειακών αντιστάσεων). Ο αριθμός δε των σφύξεων στην διάρκεια του λουτρού μειώνεται κατά 10 - 15 το λεπτό.
Το υδρόθειον επίσης που περιέχει το ιαματικό νερό της Υπάτης έχει αξιόλογο επίδραση στον οργανισμό.
Από έρευνες που έγιναν απεδείχθει ότι το υδρόθειο απορροφάται όπως το διοξείδιο του άνθρακος δια μέσου του δέρματος, έχει δε ειδική δράση στις αρτηρίες διότι το τοίχωμα αυτών περιέχει σε φυσιολογική κατάσταση μεγάλη ποσότητα θείου. Η ελάττωση του θείου στο τοίχωμα των αρτηριών έχει σαν αποτέλεσμα την απόθεση χοληστερίνης, ασβεστίου και έτσι έχουμε σκλήρυνση αυτών.
Το υδρόθειο και οι άλλες θειούχες ενώσεις έχουν αξιόλογη επίδραση στο δέρμα και ιδίως στις παθολογικές καταστάσεις αυτού.
Τα θειούχα λουτρά προκαλούν εις την πάσχουσα επιδερμίδα διάλυση της αλλοιωμένης στιβάδος και κατόπιν δια του δέρματος απορρόφηση του υδροθείου και ανάπλαση αυτής. Τα θειούχα λουτρά επίσης κανονίζουν τις εκκρίσεις του δέρματος - όλες εκείνες τις σμηγματορροικές καταστάσεις που οφείλονται στην ανώμαλη λειτουργία των θυλακοειδών αδένων.
Ας δούμε μερικές ακόμα θεραπευτικές εφαρμογές ιαματικών λουτρών και κυρίως των λουτρών της Υπάτης που παρουσιάζουν ενδιαφέρον:
Αρτηριακή Υπέρταση
Η λουτροθεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται στα αρχικά στάδια της υπέρτασης, στο στάδιο δηλαδή που δεν έχουμε βλάβες των αγγείων ή των νεφρών. Επειδή η αρτηριακή υπέρταση και η πτώση της αρτηριακής πίεσης δεν συνεχίζονται και μετά την διακοπή των ιαματικών λουτρών γι' αυτό το λόγο αμφισβητείται και η αξία των λουτρών στην αντιμετώπιση της υπέρτασης.
Διαλείπουσα Χολώτης
Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται στο βάδισμα και χαρακτηρίζονται από ισχυρό πόνο στην γάμπα (έχουμε σπασμό των αρτηριών της κνήμης και ανεπαρκή μεταφορά αίματος) ο πόνος είναι τόσο ισχυρός που ο ασθενής αναγκάζεται να σταματήσει το βάδισμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα αποτελέσματα μιας λουτροθεραπείας είναι περισσότερο από ικανοποιητικά.
Κνησμός
Άλλοτε είναι αποτέλεσμα διαφόρων παθήσεων του δέρματος και άλλοτε όχι. Έχουμε δηλαδή κνησμό με μια δερματική αλλοίωση αλλά έχουμε και κνησμό χωρίς δερματική αλλοίωση (λειτουργικές διαταραχές του ήπατος ή των ενδοκρινών αδένων). Η επίδραση των λουτρών είναι τοπική και οφείλεται εις την ειδική δράση των θειούχων στοιχείων.
Τουλάχιστον 7 δερματοπάθειες ανταποκρίνονται θετικά στα θερμομεταλλικά νερά:
1. Έκζεμα
2. Κνησμός, αιδοίου, πρωκτού
3. Ψωρίαση
4. Νεανική ακμή
5. Ροδόχρους ακμή
6. Συνέπειες των εγκαυμάτων
7. Ιχθύαση
Η υδροθεραπεία δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται στις οξείες παθήσεις του δέρματος, τις πυοδερματίτιδες. Ειδικότερα για τις δερματολογικές παθήσεις αντεδείκνυται η χρήση των θερμομεταλλικών νερών στην σπογγοειδή μυκητίαση, τον καρκίνο και τη φυματίωση του δέρματος.
Τρόπος εφαρμογής
1. Μπάνιο διαρκείας 15' - 30' για τα εκζέματα.
2. Ψεκασμός νερού που περνά από κόσκινο, για το πρόσωπο, οξείες εκζεματικές καταστάσεις.
3. Νηματοειδής καταιωνισμός (ντούζ) υπό πίεση 6 - 13 ΑΤΜ, σε θερμοκρασία 42οC, από απόσταση 30εκμ. μόνο για λίγα δευτερόλεπτα έως 4 λεπτά. Ιδιαίτερα αποτελεσματικός στις λειχηνοποιήσεις, ροδόχροα ακμή.
Στην Ιταλία έχουν δημοσιευθεί πάρα πολλές ενδιαφέρουσες έρευνες όπου αναφέρονται στις θεραπευτικές εφαρμογές των ιαματικών πηγών. Επιλεκτικά θα αναφερθώ σε μερικές:
1) ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΙΑΜΑΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΣΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΑ
"Ινστιτούτο μαιευτικής και γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Πάρμας"
Η συγκεκριμένη θεραπεία συνίσταται σε χρόνιες φλεγμονές του γυναικείου γεννητικού συστήματος για τις οποίες προσδιορίζεται η πάροδος διετίας από το αρχικό επεισόδιο της φλεγμονής. Εξετάστηκαν 831 κλινικά ιστορικά (σε σύνολο 885 περιπτώσεων που προσήλθαν στις ιαματικές πηγές στην διάρκεια 1975 - 76). Αυτά τα στοιχεία τα προμήθευσε το Κέντρο Μελετών και Ερευνών (Κ.Μ.Ε.) των ιαματικών πηγών του Salsomaggiore).
Οι Ιαματικές πηγές στη θεραπεία των αναπνευστικών παθήσεων
"Minerva Ecologica" Idroclimatologica, Fisicosanitaria
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άτυπες ασθένειες είναι εκείνες που μπορούν να αποκομίσουν οφέλη από την λουτροθεραπεία με ιαματικά νερά και κυρίως το βρογχικό άσθμα, η χρόνια βρογχίτιδα, το εμφύσημα και η βρογχεκτασία. Τα νερά που έχουν μελετηθεί και έχουν χρησιμοποιηθεί περισσότερο για την θεραπεία αυτών των άτυπων βρογχοπνευμονοπαθειών είναι τα θειούχα, τα διττανθρακικά, τα χλωριούχα, τα ανθρακικά, αρσενικούχα και ραδιενεργά. Τα μεταλλικά αυτά νερά επιδρούν στις νόσους των αναπνευστικών οδών με μηχανισμούς συνδεδεμένους τόσο με τις χημικές ιδιότητες (θείον, αρσενικό κ.τ.λ.) όσο και με τις φυσικές ιδιότητες (ραδιενέργεια, καταπραϋντική και αντισπαστική δράση). Αντιπροσωπευτικά να πούμε μερικά πράγματα για τα θειούχα νερά.
Θειούχα νερά
Η δράση αυτών των νερών σύμφωνα με κάποιους πρέπει να αναζητηθεί στις αντιαλεργικές και αντιμολυσματικές ιδιότητες του θείου. Τα θειούχα νερά στα πλαίσια των χρόνιων αναπνευστικών παθήσεων βρίσκουν πεδίο θεραπευτικής εφαρμογής στις τραχειοβρογχίτιδες, στις χρόνιες βρογχίτιδες, στο βρογχικό άσθμα, σε χρόνιες φλεγμονές όπως ρινίτιδες, φαρυγγίτιδες. Η χορήγηση αυτών των νερών στις αναπνευστικές παθήσεις μπορεί να ομαδοποιηθεί στο ακόλουθο σχήμα:
1. Υγρές εισπνοές
2. Ξηρές εισπνοές
3. Aerosol
Σοβαρή αντένδειξη θεωρείται πάντα η πνευμονική φυματίωση σε ενεργή φάση. Πολλοί συγγραφείς, ιδιαίτερα οι Γάλλοι, θεωρούν ότι τα θειούχα νερά ενδείκνυνται όταν στην αλλεργική αιτιο - παθογένεση συμμετέχει και ένας μολυσματικός παράγοντας. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή κατά την δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα. Ο βήχας γίνεται λιγότερο συχνός και λιγότερα έντονος, η απόχρεμψη λιγότερο συχνή και πιο ρευστή και κατά συνέπεια η δύσπνοια μειώνεται. Πρέπει να τονίσουμε όμως ότι ενώ ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών αποκομίζει οφέλη, από μια τέτοια θεραπεία, υπάρχουν και ασθενείς που παρουσιάζουν επιδείνωση στην κατάστασή τους.
Ας αναφέρουμε μερικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εισπνευσιοθεραπεία.
Εποχή: Οι θεραπείες γίνονται από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Αναφέρεται ότι την εποχή του καλοκαιριού είναι καλύτερη η ποιότητα των νερών, αυτό όμως δεν ευσταθεί. Θα ήταν προτιμώτερο οι λουτροπηγές να λειτουργούν όλο το χρόνο ή περισσότερους μήνες (Μάϊο - Οκτώβριο). Έτσι, δεν θα παρατηρείται και ο συνοστισμός στην προσέλευση των ασθενών τους καλοκαιρινούς μήνες.
Προετοιμασία: Η σωστή επιλογή της λουτροπηγής αποτελεί το 50% της επιτυχίας της εισπνευσιοθεραπείας.
Διάρκεια: Συνήθως διαρκεί 21 μέρες, αλλά ο χρόνος μπορεί να παραταθεί ή να βραχυνθεί. Για ν' αποφευχθεί μια πιθανή θερμική αντίδραση η θεραπεία μπορεί να χρειασθεί να γίνει διακεκομένα, με μεσοδιαστήματα μιας ή δυο ημερών.
Κλίμα: Χρειάζεται παρατεταμένη ηλιοφάνεια, ελάχιστη υγρασία, οι άνεμοι να είναι ασθενείς, να μην εμφανίζονται ομίχλες και η γύρω περιοχή να έχει δάση για περισσότερο οξυγόνο. Ο ιονισμός της ατμόσφαιρας επιδρά στην ισορροπία του συμπαθητικού - παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος του ασθενούς. Τοπικοί παράγοντες που πρέπει επίσης να ελέγχονται είναι η πυκνότητα των αλλεργιογόνων στην περιοχή της λουτροπηγής καθώς και ο βαθμός ρύπανσης της ατμόσφαιρας.
Τρόπος ζωής - διαιτητική αγωγή: Αποφεύγεται η σωματική και πνευματική κόπωση αλλά επιβάλλονται οι περιπάτοι. Το διαιτολόγιο είναι λιτό και δεν περιλαμβάνει δύσπεπτες τροφές.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Τα κύτταρα μας μπορούν να ζουν και να αναπαράγονται χάρη στην παρουσία και τις ιδιότητες του νερού. Μεγάλο ποσοστό του ανθρώπινου οργανισμού - πάνω από τα δύο τρίτα του σώματός μας - αποτελείται από νερό. Ο οργανισμός της κότας αποτελείται κατά 74% από νερό, του σκαθαριού κατά 48% και της ρέγκας κατά 67%.
Το νερό είναι πηγή ζωής, δημιουργίας, αλλά και αναψυχής. Η ζωή των ανθρώπων είναι άμεσα συνδεδεμένη με το νερό, ξεκινάει άλλωστε από το νερό (μέσα στην κοιλιά της μητέρας). Οι ευεργετικές του ιδιότητες συμβάλλουν στη σωστή και ομαλή λειτουργία του οργανισμού μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα το νερό αποτελούσε βασική προϋπόθεση για καλή υγεία και σωματική καθαριότητα. Η μόλυνση και η ρύπανσή του μπορεί να αποβούν μοιραίες για την ανθρώπινη ζωή.
Χωρίς φαγητό οι άνθρωποι επιβιώνουν κάποιες εβδομάδες, χωρίς νερό, όμως, δεν μπορούν να επιβιώσουν παρά το πολύ 2-3 ημέρες. Τα ψάρια έξω από το νερό δεν αντέχουν παρά μόνο μερικά λεπτά, ενώ και τα πουλιά δεν ζουν χωρίς νερό. Το νερό είναι εξίσου απαραίτητο σε όλους τους οργανισμούς. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς νερό.
Λίγα μόλις χρόνια πιο πριν, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας κουβαλούσαν το πόσιμο νερό με το σταμνί από πηγές, βρύσες του δήμου και πηγάδια. Σήμερα, για να φθάσει σε μας, χρειάζεται να μεταφερθεί από πολύ μακριά - από λίμνες και ποτάμια που απέχουν 100-200 χιλιόμετρα.
Σε αρκετές περιοχές το νερό δεν είναι διαθέσιμο όλο το χρόνο ή υπάρχουν διακοπές στην υδροδότηση. Σε πολλά νησιά, παράκτιες και γεωργικές περιοχές, αλλά και σε περιοχές με έντονη βιομηχανική δραστηριότητα, όπου η ποιότητα του νερού δεν είναι καλή, οι άνθρωποι χρειάζεται να καταφεύγουν καθημερινά στο εμφιαλωμένο νερό ή σε νερό από πιο μακρινές πηγές.
Σε πολλές περιοχές του κόσμου, το νερό δεν τρέχει καθόλου από τις βρύσες. Πάνω από 6.000 παιδιά παγκοσμίως πεθαίνουν καθημερινά από ασθένειες λόγω της έλλειψης πόσιμου νερού. 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι - δηλαδή σχεδόν ένας στους πέντε κατοίκους του πλανήτη μας - δεν έχουν καθαρό νερό να πιουν. Στην Αφρική, οι γυναίκες και τα παιδιά χρειάζεται να περπατάνε πολλές ώρες κάθε μέρα για να κουβαλήσουν το νερό τους.
Η υπερβολική κατανάλωση νερού από το δυτικό κόσμο το στερεί από τις άλλες περιοχές του πλανήτη μας, βλάπτει τα ευαίσθητα οικοσυστήματα και απειλεί τα φυτά και τα ζώα.
Δεν πρέπει να σπαταλάμε το νερό. Οφείλουμε να το διαχειριζόμαστε σωστά, να το καταναλώνουμε με σύνεση και να το προστατεύουμε από τη ρύπανση και τη μόλυνση. Κάποιοι δεν έχουν σταγόνα να πιουν. Και δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες κοινωνίες που το έχουν ανάγκη, είναι και τα οικοσυστήματα και οι υπόλοιποι κάτοικοι του πλανήτη.
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΓΗ
Η ζωή στη Γη ξεκίνησε σε λεκάνες γλυκού νερού.
Ο πρώτος κυτταρικός οργανισμός στη Γη πιθανόν να προέκυψε σε κλειστούς ζεστούς χώρους από μαλακή λάσπη, οι οποίοι τροφοδοτούνταν από ατμούς – ηφαιστειακά θερμαινόμενοι – και όχι στους αρχέγονους ωκεανούς, λένε τώρα οι επιστήμονες, , συμφωνώντας με τον Κάρολο Δαρβίνο ο οποίος το είχε πει πριν 140 χρόνια.
Επιστήμονες των ΗΠΑ δήλωσαν ότι οι τελευταίες τους έρευνες μαρτυρούν ότι η ζωή στη Γη γεννήθηκε σε αρχαίες λεκάνες γλυκού νερού, τα ύδατα των οποίων εμπλουτίζονταν με οργανικά υλικά από γεωθερμικές πηγές, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία, που εισηγήθηκε το 2012 ομάδα Βρετανών και Γερμανών γεωλόγων, οι οποίοι μελέτησαν αρχαιότατες επικαθίσεις στη Γροιλανδία.
Η υπόθεση που διατυπώθηκε είναι ότι τα πρώτα ζωντανά κύτταρα εμφανίστηκαν σ’ εκείνο το περιβάλλον, που ήταν πιο ευνοϊκό γι’ αυτά και όχι στον πρωτογενή ωκεανό, τα νερά του οποίου ήταν αρκετά αλμυρά.
Οι επιστήμονες προσδιόρισαν τη χημική σύνθεση του κυτοπλάσματος στα κύτταρα της πλειονότητας των σύγχρονων οργανισμών, κατόπιν συνέκριναν τα δεδομένα που έλαβαν με επιλεγμένα ιχνοστοιχεία, που υπάρχουν στους σημερινούς ωκεανούς, την υποθετική σύνθεση του πρωτογενούς ωκεανού και ύδατα από γεωθερμικές πηγές και λίμνες. Όπως αποδείχθηκε ακριβώς τα τελευταία είναι και τα πλέον ευνοϊκά για γέννηση ζωής.
Ειδικότερα, στη νέα μελέτη οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το υγρό όλων των κυττάρων που αγωνίζεται να κρατηθεί μέσα στις λεπτές λεπτές κυτταρικές μεμβράνες τους, κανονικά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από το νερό των αρχαίων ωκεανών.
Όμως, η ομάδα ανακάλυψε πως αυτό το κυτταρικό υγρό είναι παρόμοιο με τους ατμούς που βρέθηκαν μέσα στην ηφαιστειακή λάσπη στη γη.
Τέτοιο χερσαίο περιβάλλον διαθέτει πολύ περισσότερο κάλιο από νάτριο, κάτι που το συναντάμε σε όλα τα ζωντανά κύτταρα. Το θαλάσσιο περιβάλλον, εν τω μεταξύ, είναι πολύ πλούσιο σε νάτριο.
"Για να συνθέσουν τα κύτταρα πρωτεΐνες – τις μοριακές μηχανές τους – χρειάζονται πολύ κάλιο. Το νάτριο μπλοκάρει αυτές οι δραστηριότητες”, δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο βιοφυσικός Armen Mulkidjanian από το Πανεπιστήμιο του Osnabrück, στη Γερμανία.
"Η ζωή δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη σύνθεση πρωτεϊνών, γι ‘αυτό πρέπει και θα πρέπει να διατηρεί υψηλές ποσότητες καλίου."
Τα κύτταρα σήμερα βασίζονται σε πολύπλοκες πρωτεΐνες που βγάζουν την περίσσεια νατρίου μέσω των μεμβρανών τους, έτσι ώστε τα κύτταρα να μπορούν να λειτουργήσουν σωστά.
Τα πρώτα κύτταρα, ωστόσο, δεν είχαν τέτοιους μηχανισμούς στη διάθεσή τους, γιατί είχαν υποτυπώδεις κυτταρικές μεμβράνες και τα κύτταρα ήταν τυχερά αν εύρισκαν κάποιο θρεπτικό συστατικό και το παγίδευαν μέσα τους.
Ως αποτέλεσμα, τα πρώτα κύτταρα ήταν πολύ διαπερατά και στο έλεος του περιβάλλοντός τους. Η αναλογία του καλίου με το νάτριο ως εκ τούτου έπρεπε να είναι μεγαλύτερη από ένα προς ένα, υπέρ του καλίου.
Αλλά στο αρχαία θαλασσινό νερό, καθώς και στο σύγχρονο θαλασσινό νερό – το νάτριο υπερτερεί του καλίου σε μια αναλογία πάνω από 40 – 1.
Με την αναλογία αυτή στο μυαλό, ο Mulkidjanian και οι συνεργάτες του, ζήτησαν τη βοήθεια των γεωλόγων για να καταλάβουμε πού θα μπορούσε η ζωή να έχει τις ρίζες της μεταξύ 4,3 και 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://logioshermes.blogspot.com/2012/02/blog-post_2964.html
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CF%84%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%BF
http://www.iama.gr/ethno/Therm/vlasopul.html
3. ΝΕΡΟ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
O Πηνειός
Η λίμνη Κάρλα ή Βοιβηϊδα
Διαχείριση υδατικών πόρων
ΔΕΥΑΛ
Χρώμιο στο νερό δημοτικού διαμερίσματος Αρμενίου στη Λάρισα
Χλωρίωση πόσιμου νερού
Ερημοποίηση του θεσσαλικού κάμπου
Βιβλιογραφία
O ΠΗΝΕΙΟΣ
Ο Πηνειός είναι ο κύριος και αξιολογότερος ποταμός της Θεσσαλίας, πηγάζει από την Πίνδο, περνάει κοντά στην Καλαμπάκα και βγαίνει στη θεσσαλική πεδιάδα.
Ο Πηνειός μαζί με τους παραπόταμούς του αποτελεί για τη Θεσσαλία το μοναδικό υδάτινο αποδέκτη. Η Θεσσαλική περιοχή, με έναν πληθυσμό περίπου 500.000 κατοίκων, είναι κυρίως γεωργική με μικρή βιομηχανική δραστηριότητα.
Οι ανάγκες πόσιμου νερού της Λάρισας καλύπτονταν μέχρι το 1986 αποκλειστικά από τον Πηνειό. Όμως η συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση νερού και η αύξηση της καλλιέργειας βαμβακιού στη θεσσαλική πεδιάδα, η οποία απαιτεί μεγάλες ποσότητες νερού, σε συνδυασμό με τη ρύπανση του ποταμού από φυτοφάρμακα, οδήγησε στην αναζήτηση νέων πηγών νερού. Έτσι από το 1990, οι ανάγκες πόσιμου νερού της Λάρισας καλύπτονται 100% από υπόγεια νερά που προέρχονται από γεωτρήσεις.
Παλαιότερα με τα πλημμυρικά νερά του ετροφοδοτείτο η λίμνη Κάρλα, της οποίας η έκταση έφτανε και μέχρι τα 180 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μετά τη δημιουργία του αναχώματος στην κοίτη του Πηνειού, η Κάρλα απέκτησε δική της υδρολογική λεκάνη. Δέχεται σημαντική ρύπανση από αστικά και βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από την εντατική γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τη θεσσαλική πεδιάδα. Έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις από τον εγκιβωτισμό της κοίτης του, την κατασκευή αρδευτικών δικτύων, των προσωρινών φραγμάτων και τις υπεραντλήσεις.
Κατά τους θερινούς μήνες που οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγάλες και υπάρχει και μείωση της παροχής του ποταμού, οι συνέπειες από τη ρύπανση είναι πλέον εμφανείς και έντονες. Με τα νερά του αρδεύονται περί τα 80.000 στρέμματα και παράλληλα υδροδοτούνται οικισμοί της Θεσσαλίας.
Η ΛΙΜΝΗ ΚΑΡΛΑ Ή ΒΟΙΒΗΙΔΑ
Η λίμνη Κάρλα ή Βοιβηίδα (παλαιότερα) ήταν λίμνη η οποία αποξηράθηκε το 1962, επειδή την εποχή εκείνη προκαλούσε πλημμύρες στις γύρω γεωργικές καλλιέργειες, ενώ ορισμένες βαλτώδεις εκτάσεις γύρω της προκαλούσαν την έντονη παρουσία εντόμων. Όμως, γρήγορα διαπιστώθηκε ότι οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα ήταν μεγαλύτερες από το όφελος που προσέφερε η αποξήρανση της. Έτσι σήμερα γίνονται πολλές προσπάθειες για την ανασύσταση της λίμνης. Έπειτα από 40 χρόνια μετά την αποξήρανση της, ξοδεύτηκαν εκατομμύρια ευρώ για την υδατική επαναφορά της. Εμείς όμως την καταστρέφουμε με ταχύτατους ρυθμούς. Ήδη από το 2 πρώτα χρόνια η Κάρλα έχει γίνει προβληματική και έρευνες έχουν δείξει ότι ακολουθεί τον ρυθμό της Κορώνειας.
Ωστόσο σημαντικές μελέτες έχουν διατυπώσει τέσσερις σημαντικούς παράγοντες που ευθύνονται για τα προβλήματα της λίμνης.
- Πρώτον, η επανασύσταση της πάνω στον παλιό πυθμένα, πλούσιο σε θρεπτικά και διάφορα άλατα, αυξάνει την αλατότητα του νερού μετατρέποντάς το σε υφάλμυρο! Ακόμη, η ανίχνευση ενός μικροοργανισμού στο εργαστήριο καθιστά προβληματική την απορροή νερού από την Κάρλα στον Παγασητικό, διότι θα είχε ως συνέπεια την αύξηση αυτού του τοξικού μικροοργανισμού στην παράκτια περιοχή του Κόλπου, χρόνια επιβαρυμένου από άλλους ρύπους.
- Δεύτερον, η σχετικά μεγάλη επιφάνεια με μικρό βάθος (δεν ξεπερνάει τα 2,5 μ.) και η σχέση όγκου νερού προς επιφάνεια πυθμένα.
- Τρίτον, ο μικρός ρυθμός ανανέωσης του νερού λόγω περιορισμένης απορροής της λίμνης.
- Τέταρτον, και σημαντικότερο, το ότι το εισερχόμενο νερό από τον Πηνειό και το κανάλι απορροών τροφοδοτεί συνεχώς την Κάρλα με τα θρεπτικά στοιχεία (βιομηχανικά, κτηνοτροφικά και αστικά λύματα, φυτοφάρμακα, λιπάσματα) που συμβάλλουν σε υπέρμετρη αύξηση των μικροοργανισμών. Με λίγα λόγια, η Κάρλα χρειάζεται σήμερα πολλά και καθαρά νερά και συνεχή ανανέωσή τους.
Η λίμνη άρχισε να αποκτά ζωή, μόλις αποκαταστάθηκε και κυρίως όταν απέκτησε χιλιάδες ψάρια. Αυτά με τη σειρά τους έφεραν στην περιοχή διάφορα πτηνά, όπως κορμοράνους, ενώ η φετινή χιονόπτωση έφερε νέους επισκέπτες στη λίμνη, όπως για παράδειγμα πελεκάνους και κύκνους. Η Κάρλα ήταν ένας από τους σπουδαιότερους υγροτόπους στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Η ορνιθοπανίδα της περιοχής της λίμνης υπολογίζεται σε 1.000.000 πουλιά.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
Το νερό αποτελεί κληρονομιά η οποία πρέπει να προστατεύεται. Τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα ενισχύονται οι πιέσεις που υφίστανται οι υδατικοί πόροι, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ζήτησης από ποικίλους χρήστες για επαρκές σε ποσότητα και ποιότητα νερό.
Μια ορθολογική πολιτική ανάπτυξης οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τη διαχείριση ακραίων φαινομένων και κρίσεων όπως τα προβλήματα λειψυδρίας και πλημμυρών αλλά και πιο μακροπρόθεσμους περιβαλλοντικούς στόχους, όπως η σε βάθος χρόνου προστασία των νερών και των σχετιζόμενων με αυτά οικοσυστημάτων, η βελτίωση της ποιότητας και της οικολογικής τους κατάστασης και βέβαια η σταδιακή μείωση απορριπτόμενων ρυπαντικών ουσιών και η προοδευτική εξάλειψη τοξικών αποβλήτων. Ειδικότερα για την Ελλάδα αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας είναι μία σχετικά ευνοημένη υδρολογικά χώρα της Μεσογείου, αν και η αντιστοιχία της χρονικής και κυρίως χωρικής κατανομής των βροχοπτώσεων με τις χρονικές και χωρικές κατανομές της ζήτησης έχουν δημιουργήσει στο παρελθόν και εξακολουθούν να δημιουργούν προβλήματα έλλειψης νερού, ιδιαίτερα σε περιόδους ανομβρίας.
Ευρύτερα αποδεκτή είναι επίσης η διαπίστωση ότι, λόγω ευκολίας, η εκμετάλλευση των υπογείων νερών γίνεται με εντονότερο ρυθμό σε σύγκριση με την εκμετάλλευση των επιφανειακών νερών καθώς στη δεύτερη περίπτωση είναι αναγκαίες σοβαρές και συχνά μακροχρόνιες επενδύσεις.
Αν και ο βαθμός ανάπτυξης των έργων αξιοποίησης των επιφανειακών νερών στη χώρα μας είναι σχετικά περιορισμένος και υπάρχουν πρόσθετες δυνατότητες θα πρέπει ωστόσο να γίνει κατανοητό ότι η γενικότερη τάση μείωσης των προς εκμετάλλευση πόρων είτε λόγω κλιματικών αλλαγών ή και λόγω της εντεινόμενης ρύπανσης των νερών σε συνδυασμό με τις υιοθετημένες και από τη χώρα μας αυστηρότερες Ευρωπαϊκές απαιτήσεις ως προς την προστασία των υδρόβιων οικοσυστημάτων, επιβάλλουν περιορισμούς και καθιστούν δαπανηρότερα τα αναπτυξιακά αυτά έργα. Κατά συνέπεια, είναι επιτακτική η ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη διαχείριση της ζήτησης και να μην θεωρούνται πλέον ως δεδομένες οι παραδοσιακές καταναλώσεις, οι παραδοσιακές απώλειες, η αδιαφορία ως προς τις δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης καθώς και η παραδοσιακή μέθοδος κοστολόγησης και τιμολόγησης του νερού.
ΔΕΥΑΛ
Η Δημοτική Επιχείρηση ΄Υδρευσης και Αποχέτευσης Λάρισας (ΔΕΥΑΛ) είναι η πρώτη και μεγαλύτερη Δημοτική Επιχείρηση του κλάδου της, μετά την Ε.Υ.Δ.Α.Π. και την Ε.Υ.Α.Θ. Διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις και υποδομές, τις οποίες συντηρεί και αναβαθμίζει συνεχώς, με στόχο την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας.
Διαθέτοντας οργανωμένα εργαστήρια ανάλυσης και διενεργώντας καθημερινούς ελέγχους ποιότητας, η εταιρία διασφαλίζει στους κατοίκους της Λάρισας και των γύρω περιοχών, που υδροδοτεί, πόσιμο νερό αρίστης ποιότητας, καθαρό και υγιεινό.
Με ευαισθησία απέναντι στο περιβάλλον και υψηλή αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, η ΔΕΥΑΛ υλοποιεί δράσεις ενημέρωσης του κοινού για την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση του νερού, με τη συμμετοχή φορέων αλλά και σχολικών μονάδων.
Τα δίκτυα ύδρευσης άρχισαν να κατασκευάζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και υδροδοτούν τη Λάρισα με το επεξεργασμένο νερό του Πηνειού από το 1930 μέχρι και το 1990. Τότε, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΥΑΛ, διακόπηκε η ύδρευση της πόλης από τον Πηνειό, λόγω του υψηλού βαθμού ρύπανσής του. Έκτατε, η πόλη υδρεύεται με το νερό των 17 συνολικά Γεωτρήσεων ( 5 στη Γιάννουλη, 7 στον Αμπελώνα και 5 στα Πλατανούλια).
Σήμερα, η ΔΕΥΑΛ με το νερό των 17 συνολικά γεωτρήσεων και το Νέο Εξωτερικό Υδραγωγείο υδροδοτεί το Δήμο Λάρισας, το Δημοτικό Διαμέρισμα Τερψιθέας και τους οικισμούς Κουλουρίου και Αμφιθέας, το Δημοτικό Διαμέρισμα Νίκαιας, το Δημοτικό Διαμέρισμα Μελισσοχωρίου και μέρος του Πλατυκάμπου.
Οι πελάτες της ύδρευσης είναι 208.500 (69.500 υδρόμετρα) και το μήκος των αγωγών φτάνει τα 650.000 μ.
Οι δεξαμενές στην Αγία Παρασκευή , στο Μεζούρλο και στις εγκαταστάσεις στη ΔΕΥΑΛ έχουν συνολική χωρητικότητα 25.000 μ3 νερού.
Η ετήσια παραγωγή νερού ξεπερνάει τα 18.000.000 μ3. Το νερό είναι υγιεινό , πλήρως ελεγμένο στα εξοπλισμένα με σύγχρονη τεχνολογία Εργαστήρια (χημικό-μικροβιολογικό).
Η ΔΕΥΑΛ έχει πάντα, ως κύρια επιδίωξη, την εξασφάλιση υδατικών πόρων και την παροχή υγιεινού νερού. Αυτό τον στόχο τον έχει πετύχει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Η Λάρισα δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ πρόβλημα υδροδότησης και το νερό που τρέχει στις βρύσες της είναι άριστης ποιότητας.
ΧΡΩΜΙΟ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ ΑΡΜΕΝΙΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ
Και μετά τα νιτρικά ήρθε το χρώμιο για να «αποτελειώσει» την κατάσταση όσον αφορά στην ακαταλληλότητα του νερού προς πόση σε χωριά το Ν. Λάρισας. Οι υψηλές τιμές χρωμίου που ανιχνεύθηκαν στις γεωτρήσεις του δημοτικού διαμερίσματος Αρμενίου, έκριναν το νερό ακατάλληλο για οικιακή χρήση πέραν των βοηθητικών εργασιών.
Αποτέλεσμα, εκτός από τους ανθρώπους και τα ζώα να πρέπει να ποτίζονται με εμφιαλωμένο νερό, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σημαντικά-και μάλιστα σε μία εποχή με τόσο οξυμένα τα οικονομικά προβλήματα-ο οικογενειακός προϋπολογισμός.
Η άλλη λύση, προέρχεται από υδροφόρες που μεταφέρουν νερό στο Αρμένιο και προκειμένου να το προμηθευτούν οι κάτοικοι κάνουν ουρές με δοχεία νερού. Ο πρόεδρος της ΔΕΥΑ Κιλελέρ-στον Δήμο Κιλελέρ υπάγεται το Αρμένιο- επισημαίνει ότι δημιουργούνται προβλήματα όταν ένα ολόκληρο χωριό δεν μπορεί να πιεί νερό από την βρύση, αλλά ταυτόχρονα το γεγονός ότι εντοπίστηκε εγκαίρως είναι σημαντικό για την διαφύλαξη της υγείας των πολιτών.
ΧΛΩΡΙΩΣΗ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το νερό των πηγών περιέχει μικροοργανισμούς και άλλα οργανικά στοιχεία που βρίσκονται στις πηγές ή παρασύρονται κατά τη μεταφορά του νερού στο δίκτυο ύδρευσης. Κάποιοι από τους μικροοργανισμούς αυτούς είναι παθογόνοι και μπορούν να προκαλέσουν ήπιες μορφές προσωρινών διαταραχών στην υγεία. Για το λόγο αυτό το πόσιμο νερό είναι απαραίτητο να απολυμαίνεται προτού καταναλωθεί. Η πιο διαδεδομένη μέθοδος απολύμανσης είναι η χλωρίωση. Το χλώριο είναι ένα ισχυρά οξειδωτικό (απολυμαντικό) μέσο το οποίο δρα άμεσα και γρήγορα, καταπολεμώντας τους παθογόνους μικροοργανισμούς. Προφανώς, η ποσότητα του χλωρίου που αναμιγνύεται με το νερό πρέπει να ελέγχεται, προκειμένου να αποφευχθούν αντίθετα αποτελέσματα. Το χλώριο πρέπει να διοχετεύεται πριν την αποθήκευση του νερού στις δεξαμενές ύδρευσης προκειμένου να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για να δράσει και να απολυμάνει. Από την άλλη πλευρά, η ποσότητα του χλωρίου που διοχετεύεται στη δεξαμενή δεν είναι πάντα σταθερή, αλλά εξαρτάται από την κατανάλωση, τη φύση του νερού και τον αριθμό μικροοργανισμών που υπάρχουν, στοιχεία τα οποία συνεχώς μεταβάλλονται. Για το λόγο αυτό πρέπει να μετρούνται διαρκώς διάφορα μεγέθη και ανά πάσα στιγμή να προσαρμόζεται η παροχή χλωρίου βάσει των μετρούμενων παραμέτρων.
Το πόσιμο νερό του Δήμου Πρέβεζας χλωριώνεται με αυτόματο σύστημα που έχει εγκατασταθεί στην κεντρική δεξαμενή ύδρευσης στη Νικόπολη. Η εγκατάσταση πληροί όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές για την επίτευξη σταθερής, εντός ορίων και συνεχώς ελεγχόμενης συγκέντρωσης χλωρίου στο νερό.
Πιο συγκεκριμένα, επιτυγχάνεται σταθερή συγκέντρωση χλωρίου και συνεχής έλεγχος αυτής μέσω διαδικασιών προχλωρίωσης και μεταχλωρίωσης.
Διαδικασία χλωρίωσης
Κατά την προχλωρίωση, το πόσιμο νερό χλωριώνεται πριν την είσοδο της κεντρικής δεξαμενής, μέσω δοσομετρικής αντλίας. Η δόση του χλωρίου είναι ανάλογη της παροχής και ρυθμίζεται βάσει ένδειξης παροχομέτρου. Η απαiτούμενη όμως ποσότητα χλωρίου στο νερό δεν εξαρτάται μόνο από την παροχή αλλά και από λοιπά χαρακτηριστικά του νερού (pH, άλατα, μικροοργανισμούς) που συνεχώς μεταβάλλονται. Για το λόγο αυτό υπάρχει η διαδικασία της μεταχλωρίωσης όπου συμπληρώνεται χλώριο στην έξοδο της κεντρικής δεξαμενής, αν αυτό απαιτείται. Η απαιτούμενη προς συμπλήρωση ποσότητα υπολογίζεται βάσει ηλεκτρονικού δειγματολήπτη-ελεγκτή, ο οποίος μετρά συνεχώς τη συγκέντρωση του υπολειμματικού χλωρίου, του pH και τη θερμοκρασία του νερού στην έξοδο της δεξαμενής και συμπληρώνει αναλόγως με το χλώριο που απαιτείται.
Με την ανωτέρω διαδικασία διασφαλίζεται:
Σταθερή συγκέντρωση υπολειμματικού χλωρίου στο πόσιμο νερό.
Μόνιμος έλεγχος της συγκέντρωσης του χλωρίου και αυτόματη, επί τόπου διόρθωση.
Οι δεξαμενές χλωρίου (δυο δεξαμενές 1000lt η καθεμιά) βρίσκονται σε οικίσκο με ειδική μόνωση και σκοτεινό θάλαμο ώστε το αποθηκεμένο χλώριο να μην επηρεάζεται από θερμοκρασία και φως.
ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΚΑΜΠΟΥ
Ο Θεσσαλικός Κάμπος μετατρέπεται σε έρημο τοπίο εξαιτίας της ξηρασίας που επικρατεί.
Σε ορισμένα σημεία της διαδρομής του ποταμού Πηνειού δεν υπάρχει καθόλου νερό.
Τεράστια ζημιά προκαλούν τα παράνομα φράγματα που υπάρχουν στα Τρίκαλα και στη Καρδίτσα που συγκρατούν τα νερά από τη λίμνη Πλαστήρα. Με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν με αφανισμό 50,000 στρέμματα με βαμβάκι, καλαμπόκι, τεύτλα και βιομηχανική ντομάτα, σε 4 δήμους της Λάρισας.
Η κατάσταση χαρακτηρίζεται μη αναστρέψιμη και οι αγρότες μπροστά στο κίνδυνο να καταστραφούν οι σοδειές τους, έχουν αρχίσει και κάνουν γεωτρήσεις, οι οποίες βγάζουν υφάλμυρο νερό.
Στη λίμνη Πλαστήρα η κατάσταση που επικρατεί με την μείωση των υδάτων της είναι αρκετά σοβαρή, το ίδιο όμως συμβαίνει και στη λίμνη του Σμοκόβου στην Καρδίτσα. Το πρόβλημα στη λίμνη του Σμοκόβου είναι ότι η άρδευση γίνεται μέσα από χωμάτινες τάφρους, με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμο νερό κατά τη διαδρομή.
Παράλληλα ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα είναι τα αμέτρητα παράνομα φράγματα που έχουν φτιάξει οι αγρότες, κυρίως των Τρικάλων, σε μήκος 40χιλιομέτρων στο Πηνειό για να κατακρατούν το νερό. Είναι η πρώτη φορά που το νερό δεν φτάνει για τις ανάγκες του ποτίσματος του κάμπου στη Λάρισας.
Έτσι η ξηρασία που επικρατεί στις περιοχές του Θεσσαλικού Κάμπου θα οδηγήσει σε σταδιακή ερημοποίηση.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
- εφημερίδα « Ελευθερία »
- εφημερίδα « Ημερησία »
- εγκυκλοπαίδεια « Επιστήμη και ζωή »
- econews.gr
- βικιπαίδεια
4. ΡΥΠΑΝΣΗ ΚΑΙ ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
1. Η ρύπανση του νερού
2. Η μόλυνση του νερού
3. Ποιότητα νερού
4. Κλιματικές Αλλαγές
5. Ερημοποίηση
6. Όξινη Βροχή
7 Βιοσυσσώρευση
8. Βιολογικός Καθαρισμός
9. Εξασθενές Χρώμιο
10. Ευτροφισμός
11. Νιτρορύπανση
12. Πρόγραμμα Νιτρορύπανσης
13.Βιβλιογραφία
Η ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Τα τελευταία χρόνια η ρύπανση του περιβάλλοντος εξαιτίας της μεγάλης τεχνολογικής προόδου και της ραγδαίας βιομηχανικής ανάπτυξης έχει πάρει επικίνδυνες και, σε πολλές περιπτώσεις, καταστροφικές διαστάσεις για τη γήινη βιόσφαιρα.
Διακρίνεται σε αστική και βιομηχανική, σε ρύπανση ατμόσφαιρας, νερού και εδάφους και τείνει να καταστρέψει την πανίδα και τη χλωρίδα της γης, τις θεμελιώδεις δηλαδή προϋποθέσεις της ζωής στον πλανήτη μας.
Καθημερινά τεράστιες ποσότητες βιομηχανικών λυμάτων ρυπαίνουν ακτές και θάλασσες, νεκρώνουν το πλαγκτόν, εξαφανίζουν πολλά είδη του φυσικού και του ζωικού βασιλείου και βάζουν σε κίνδυνο την υγεία των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή με τη θάλασσα. Χιλιάδες καμινάδες εργοστασίων εκλύουν σε 24-ωρη βάση χιλιάδες τόνους δηλητηριωδών αερίων και σωματιδίων κάνοντας ανυπόφορη τη ζωή εκατομμυρίων κατοίκων αστικών κέντρων, που επιπλέον ασφυκτιούν μέσα στις γιγάντιες και απάνθρωπες πόλεις του αιώνα μας. Από μόνες τους πάντως, η τεχνολογική πρόοδος και η βιομηχανική ανάπτυξη δεν αποτελεί την πηγή του κακού.
Αυτό έχει σχέση με τις κερδοσκοπικές διαθέσεις των βιομηχάνων που αρνούνται να υποβληθούν στις δαπάνες της τοποθέτησης φίλτρων και συστημάτων βιολογικού και βιοχημικού καθαρισμού των δηλητηριωδών αερίων και λυμάτων που εκπέμπουν ή αποβάλλουν οι επιχειρήσεις τους.
Η διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος από τη ρύπανση και την καταστροφή, αποτελεί σήμερα οξύτατο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα και συνεγείρει εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι αγωνίζονται για την αποτροπή της κατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος και την εξασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών ζωής.
Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές θάλασσες και ακτές μολύνονται επικίνδυνα από τα βιομηχανικά λύματα και απόβλητα των υπονόμων των μεγάλων πόλεων. Όλοι γνωρίζουμε το τεράστιο σύννεφο αιθαλομίχλης που καλύπτει την Αθήνα, γνωστό ως νέφος. Πρόκειται για το φαινόμενο φωτοχημικής ρύπανσης το οποίο προέρχεται από τη βιομηχανία, τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και των κεντρικών θερμάνσεων.
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 λειτουργούσαν στην περιοχή της Αττικής περίπου 3.600 βιομηχανίες.
Το νέφος έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων. Το μονοξείδιο του άνθρακα δεσμεύει την αιμοσφαιρίνη, εμποδίζει την οξυγόνωση των ιστών και δυσκολεύει την αναπνοή. Προκαλεί εύκολη κόπωση, δύσπνοια, πονοκεφάλους και διαταραχές στην όραση.
Τα κυριότερα προβλήματα ρύπανσης στην Ελλάδα συνοψίζονται στα ακόλουθα: ατμοσφαιρική ρύπανση, ρύπανση υδάτων, στερεά απόβλητα, πυρκαγιές, απειλή βιοποικιλότητας και φυσικών αποθεμάτων και ηχητική ρύπανση.
Η ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Μόλυνση είναι μια ειδική κατηγορία ρύπανσης, που οφείλεται σε μικροοργανισμούς. Όταν καταλήγουν σε ποτάμια, λίμνες ή στη θάλασσα βρώμικα νερά από κατοικίες, νοσοκομεία, χώρους απόρριψης σκουπιδιών κλπ μπορεί να προκαλέσουν διάφορες μορφές ρύπανσης: για παράδειγμα, ρύπανση εξαιτίας της παρουσίας χημικών, βλαβερών ουσιών, αλλά και μόλυνση εξαιτίας της παρουσίας μικροβίων και γενικότερα παθογόνων οργανισμών στα βρώμικα νερά.
Αιτίες μόλυνσης του νερού
Το νερό μολύνεται σε όλη τη διαδρομή του. Όταν είναι σύννεφο, όταν πέφτει σαν βροχή, όταν κυκλοφορεί μέσα στη γη, στις πηγές που συγκεντρώνεται, αλλά και στους σωλήνες που το φέρνουν στα σπίτια μας.
• Ατμοσφαιρική ρύπανση
• Φυτοφάρμακα
• Λιπάσματα
• Χημικά
• Τοξικά απόβλητα εργοστασίων
• Απόβλητα κτηνοτροφίας – πτηνοτροφίας
• Αστικά απόβλητα - βόθροι
• Εντομοκτόνα - ζιζανιοκτόνα
• Μικρόβια – βακτηρίδια
• Υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων
• Διαρροές δικτύων αποχέτευσης
• Πετρέλαιο – βενζίνη
• Παράγωγα χλωρίωσης
Μετρά προστασίας
1. Βασικό μέτρο προστασίας για την αποφυγή μόλυνσης υπογείου νερού είναι η κατασκευή στεγανών βόθρων γενικώς. Μεγάλη προσοχή και εφαρμογή διατάξεων στην σωστή διάθεση αποβλήτων κτηνοτροφικών μονάδων(χοιροστάσια, βουστάσια κλπ) τα εν λόγω απόβλητα είναι δυνατόν να μολύνουν πηγές σε αποστάσεις χιλιομέτρων ρυπαίνοντας το υπέδαφος σε μεγάλα βάθη, μεταφέροντας την μόλυνση. Η προστασία των πηγών τεχνικώς επιβάλλεται σχολαστικότατα στην καλλιέργεια της για την αποφυγή διείσδυσης επιφανειακών νερών πάσης φύσεως και απομάκρυνση τυχόν εστίας μόλυνσης σε αποστάσεις ασφαλείας.
2. Στην διαδρομή αγωγών ύδρευσης επιβάλλεται κατασκευή φρεατίων επίσκεψης με μεταλλικά καλύμματα μη παραβιαζόμενα και με ασφαλή χείλη περιμετρικώς προς τα κάτω 5εκ.
3. Αντλιοστάσια και δεξαμενές: Τεχνική προστασία αυτών από την είσοδο επιφανειακών νερών και διαφόρων άλλων ρύπων, προστασία αγωγών, περιφράξεις των χώρων, τυχόν αρχική τροφοδότηση της αντλίας με υγιεινό νερό και τοποθέτηση μηχανήματος χλωριώσεως για συνεχή χλωρίωση της ύδρευσης.
4. Δίκτυο διανομής: ο τακτικός έλεγχος αγωγών ύδρευσης για τυχόν θραύση αυτού, συνεχής παροχή νερού, οι αγωγοί ύδρευσης πρέπει να βρίσκονται 0,5-1μ. υψηλότερα των υπονόμων και σε οριζόντια απόσταση 3μ. και άνω, βάθος τοποθέτησης αυτών από 0,80 - 1μ.
5. Εις τον χώρο των κατοικιών έλεγχο κινδύνου αναρρόφησης ακαθαρσιών εξ υδραυλικών υποδοχέων.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ο κάθε φορέας ύδρευσης επιβάλλεται να τηρεί ειδικό ημερολόγιο υδρεύσεως και να ενημερώνεται τούτο ανελλιπώς.
Η παροχή υγιεινού νερού παίζει αποφασιστικό ρόλο στην υγεία, την οικονομία και το πολιτιστικό επίπεδο του ανθρώπου. Μερικά ατυχή συμβάντα μικροεπιδημίες, ρύπανση, δείχνουν καλά την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ένας καλός οργανωμένος Δήμος για την προστασία του νερού.
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΝΕΡΟΥ
Ο πλανήτης μας καλύπτεται στο μεγαλύτερο μέρος του από νερό, το οποίο αποτελεί και βασικό παράγοντα για την ύπαρξη ζωής.
Οι μετρήσεις της ποιότητας των υδάτων είναι εξαιρετικά σημαντικές για την αξιολόγηση της λειτουργίας του οικοσυστήματος. Επιπλέον, το νερό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας, επηρεάζοντας την ποιότητα, την ποσότητα και το κόστος των προϊόντων των παραπάνω. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση της ποιότητας του, περιλαμβάνει τη μέτρηση φυσικών, χημικών και βιολογικών παραμέτρων.
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Είναι η μεγαλύτερη περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική κρίση στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι επιστήμονες και οι κυβερνήσεις παγκοσμίως συμφωνούν: οι κλιματικές αλλαγές έχουν προκληθεί από ανθρώπινες δραστηριότητες και οι επιπτώσεις τους θα είναι καταστροφικές.
Για να τις σταματήσουμε πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε, καταναλώνουμε και αντιλαμβανόμαστε την ενέργεια.
Πρέπει να πετύχουμε μία πραγματική Ενεργειακή Επανάσταση.
ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ
Ως ερημοποίηση ορίζεται η διαδικασία της υποβάθμισης της γης σε ξηρές- ημίξηρες και ύφυγρες περιοχές και οφείλεται σε κλιματικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες.
Η κυριότερη διεργασία που είναι υπεύθυνη για την ερημοποίηση είναι η διάβρωση γιατί επιφέρει δραστική μείωση του βάθους, της γονιμότητας και της παραγωγικότητας του εδάφους και της βλάστησης.
Αποτελεί έναν σιωπηλό εχθρό αφού δε γίνεται αντιληπτός παρά μόνο όταν η εξαλλοίωση προχωρήσει σε βάθος και έχει ήδη επιφέρει υποβάθμιση του εδάφους. Έχει, εκτός από περιβαλλοντικές επιπτώσεις, σοβαρές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες γιατί οδηγεί στη μείωση του αγροτικού εισοδήματος μετατοπίζοντας τον πληθυσμό σε περιοχές με περισσότερες δυνατότητες απασχόλησης.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (United Nations Convention to Combat Desertification), η ερημοποίηση προκαλείται από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ φυσικών, βιολογικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικών παραγόντων.
Οι υδρολογικές ανισορροπίες θέτουν σε κίνδυνο τα συστήματα παραγωγής. Σταθερές υψηλές θερμοκρασίες με ακανόνιστες βροχοπτώσεις οδηγούν σε ξηρασία. Η υπερεκμετάλλευση της γης οδηγεί στην απώλεια οργανικής ύλης του εδάφους γεγονός που περιορίζει την ανάπτυξη των φυτών και τη μείωση της βλάστησης γενικότερα.
Κάθε χρόνο, τα τελευταία 20 χρόνια, χάνονται 24 δις τόνοι γόνιμου εδάφους. Το ένα τρίτο της συνολικής χερσαίας επιφάνειας του πλανήτη απειλείται από την ερημοποίηση ενώ ήδη το 40% της αρόσιμης γης έχει υποστεί καταστροφές. Η ερημοποίηση θα επηρεάσει 1δις ανθρώπους σε πάνω από 110 χώρες.
Στην Αυστραλία οι μισοί αγροί έχουν πληγεί από τη ξηρασία ενώ στο μεσογειακό χώρο η Ισπανία έχει τις μεγαλύτερες ερημοποιημένες εκτάσεις και ακολουθεί η Ελλάδα, η Νότια Ιταλία, η Νότια Γαλλία και η Πορτογαλία. Η Τουρκία, η Τυνησία και το Μαρόκο χάνουν κάθε χρόνο λόγω διάβρωσης 542.370, 180.000 και 22.000 στρέμματα γης, αντίστοιχα.
Παράγοντες όπως η αύξηση του πληθυσμού, η αστικοποίηση, η λειψυδρία, η κλιματική αλλαγή, η ανάγκη επισιτιστικής ασφάλειας σε συνδυασμό με την ερημοποίηση μπορούν να προκαλέσουν ένα περιβαλλοντικό στρες, μπορούν να οδηγήσουν σε περιβαλλοντικά εκτοπισμένους ανθρώπους δημιουργώντας τελικά ένα περιβαλλοντικό δίλλημα διαβίωσης.
ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
Όξινη βροχή ονομάζεται το φαινόμενο των ασυνήθιστα όξινων μετεωρολογικών κατακρημνισμάτων, όπως π.χ. βροχή, χαλάζι, χιόνι, ομίχλη, πάχνη, ως και ξηρή σκόνη. Το επίθετο «ασυνήθιστα» χρησιμοποιείται γιατί συνήθως και η γήινη βροχή έχει όξινο χαρακτήρα, λόγω της διάλυσης σε αυτήν αερίων συστατικών της με όξινη συμπεριφορά, όπως π.χ. το διοξείδιο του άνθρακα (CO2).
H όρος όξινη βροχή αναφέρεται στην παρουσία σε αυτήν όξινων διαλυμένων ρύπων, δηλαδή ουσιών (αερίων ή μη) που δεν αποτελούν φυσιολογικά χαρακτηριστικά της καθαρής ατμόσφαιρας, αλλά είναι προϊόντα ανθρώπινης δραστηριότητας ή άλλων ρυπογόνων αιτιών (π.χ. ηφαιστειακής δραστηριότητας).
Επειδή τα διάφορα καυσαέρια ορυκτών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο και οι γαιάνθρακες, περιέχουν συχνά (όξινα) οξείδια του θείου και του αζώτου, μεταξύ άλλων, παράγεται όξινη βροχή που περιέχει σε διάλυση τα αντίστοιχα οξέα.
H όξινη βροχή επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα σε οικοσυστήματα, καλλιέργειες, πολιτιστικά μνημεία και περιουσιακά στοιχεία των πολιτών (π.χ. αυτοκίνητα). Οι βαριές επιπτώσεις του φαινομένου ανάγκασαν, τα τελευταία χρόνια, πολλές κυβερνήσεις να επιβάλλουν νόμους και άλλα μέτρα με σκοπό τη μείωση, τουλάχιστον, του φαινομένου και άρα των επιπτώσεών του.
ΒΙΟΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ
Με τον όρο βιοσυσσώρευση εννοούμε το φαινόμενο κατά το οποίο αυξάνεται στους ιστούς των οργανισμών η συγκέντρωση μη μεταβολιζόμενων χημικών ουσιών, κατά την πρόοδο της τροφικής αλυσίδας προς την κορυφή. Πάνω από ένα κρίσιμο όριο συγκέντρωσης, αυτές οι ουσίες γίνονται τοξικές.
Το φαινόμενο έχει πολύ μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο, καθώς αυτός βρίσκεται συνήθως στο τελευταίο καταναλωτικό επίπεδο.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 παρατηρήθηκε η αυξημένη συγκέντρωση του εντομοκτόνου DDT σε ιστούς πολλών οργανισμών. Το φαινόμενο αποδόθηκε στην εκτεταμένη χρήση του για την καταπολέμηση της ελονοσίας στην κεντροδυτική Αφρική.
Η ανησυχία έγινε εντονότερη, καθώς εντοπίστηκε και σε είδη που απείχαν πολύ από τις εστίες ψεκασμού, όπως για παράδειγμα σε πιγκουίνους της Ανταρκτικής ή το μητρικό γάλα των Εσκιμώων.
Από την άλλη, το εύρος των τιμών της βιοσυσσώρευσης σε διαφορετικά είδη, οδήγησε τους επιστήμονες στο συμπέρασμα, ότι καθώς το DDT δεν είναι βιοδιασπώμενο, αυτό συσσωρεύεται κατά μήκος των τροφικών αλυσίδων.
Η βιοσυσσώρευση γίνεται με εκθετικούς ρυθμούς από το ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο, καθώς η βιομάζα του ενός τροφικού επιπέδου αναλογεί μόνο στο 1/10 περίπου της βιομάζας του επόμενου. Αν δηλαδή μετρηθεί 1 mg DDT/Kg βιομάζας στα φυτά, στη βιομάζα των φυτοφάγων ζώων η συγκέντρωση θα είναι 10 mg/Kg, στα σαρκοφάγα του επόμενου τροφικού επιπέδου 100 mg/Kg κ.ο.κ.
Δραματικές ήταν οι συνέπειες για κάποιους κορυφαίους καταναλωτές, όπως αρπακτικά πουλιά, των οποίων επηρεάστηκε η χημική σύνθεση των κελυφών των αβγών.
Έτσι αυτά έγιναν εξαιρετικά εύθραυστα, ελαττώθηκε σημαντικά ο αριθμός των απογόνων και απειλήθηκαν με εξαφάνιση πολλά είδη.
Αποτέλεσμα ήταν να διαταραχθεί σημαντικά η ισορροπία των τροφικών πλεγμάτων.
Για τον παραπάνω λόγο απαγορεύτηκε η χρήση του DDT στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, όπως και στην Ελλάδα το 1977.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ
Η επεξεργασία λυμάτων είναι η διαδικασία που διαχωρίζει τις επικίνδυνες ουσίες από το νερό στα λύματα, ώστε το νερό να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο περιβάλλον. Τα λύματα μεταφέρονται στις εγκαταστάσεις καθαρισμού μέσω των υπονόμων, μερικές φορές και με χρήση ειδικών βυτιοφόρων οχημάτων.
Προέλευση και είδη
Ο όρος λύματα αναφέρεται στα υγρά απόβλητα από τις κατοικίες (οικιακά λύματα) και τα υγρά απόβλητα από τις συνήθεις δραστηριότητες μιας πόλης (αστικά λύματα). Όταν τα υγρά απόβλητα μιας πόλης περιέχουν και σημαντικές ποσότητες υγρών βιομηχανικών αποβλήτων τότε ονομάζονται υγρά αστικά απόβλητα. Τα οικιακά λύματα παράγονται από τις ανάγκες των ανθρώπων όπως η αφόδευση, η χρήση του μπάνιου, η προετοιμασία του φαγητού κ.α. Κατά μέσο όρο παράγονται 180 - 300 λίτρα ανά άτομο κάθε ημέρα. Τα αστικά λύματα παράγονται από δημόσια κτήρια, νοσοκομεία κλπ. Η ποιότητα και η ποσότητα των βιομηχανικών αποβλήτων μεταβάλλεται συνεχώς και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, αφού πολλές βιομηχανίες ρίχνουν - παρανόμως - ανεπεξέργαστα τα απόβλητά τους στο αποχετευτικό δίκτυο μιας πόλης.
Σύνθεση των λυμάτων
Η σύνθεση των λυμάτων μπορεί να προσδιορισθεί χρησιμοποιώντας φυσικές, χημικές και βιολογικές διαδικασίες κ.α.
Από τι μολύνεται το νερό
Το μη επεξεργασμένο νερό περιέχει ρύπους, οι οποίοι δίνουν στο νερό χρώμα γεύση και οσμή. Αυτοί οι ρύποι περιλαμβάνουν ζωντανούς μικροοργανισμούς (ιούς, βακτήρια), οργανικά υλικά και ανόργανες ενώσεις. Μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες όπως γαστρεντερίτιδα, ηπατίτιδα, τυφοειδή πυρετό και δηλητηρίαση. Υπάρχουν τρία είδη μικροοργανισμών στο νερό: Ανθρώπινης Προέλευσης, από αγροτικές φάρμες και από τα φυτά τα δάση και γενικότερα την φύση.
Στάδια επεξεργασίας λυμάτων
Υπάρχουν συνήθως τρία βασικά στάδια επεξεργασίας λυμάτων:
Πρωτοβάθμια επεξεργασία
Στοχεύει κυρίως στην αφαίρεση του αιωρούμενου υλικού (οργανικού και ανόργανου). Περιλαμβάνει, συνήθως, την Προεπεξεργασία και την Πρωτοβάθμια Καθίζηση. Η Προεπεξεργασία περιλαμβάνει την Εσχάρωση, τους Πολτοποιητές και τα Τριβεία, την Εξάμμωση, καθώς και την μέτρηση ή/και την εξισορρόπηση της παροχής. Στόχος της είναι η απομάκρυνση σωμάτων που επιπλέουν ή βρίσκονται σε αιώρηση στα λύματα και εγκυμονούν κινδύνους έμφραξης των αγωγών, καταστροφής του μηχανολογικού εξοπλισμού(π.χ. αντλίες) και τελικώς δυσλειτουργίας των μονάδων επεξεργασίας που ακολουθούν. Η Πρωτοβάθμια Καθίζηση περιλαμβάνει δεξαμενές καθίζησης (συνήθως κυκλικής διατομής) που συχνά αναφέρονται εν συντομία ΔΠΚ (Δεξαμενές Πρωτοβάθμιας Καθίζησης)και έχει ως σκοπό να απομακρύνει τα αιωρούμενα οργανικά και ανόργανα στερεά (10-1 έως 10-2 mm), ώστε να μειωθεί το ρυπαντικό φορτίο που προορίζεται για τα επόμενα στάδια επεξεργασίας. Η πρωτοβάθμια καθίζηση αφαιρεί τα καθιζάνοντα στερεά υπό μορφή Πρωτοβάθμιας Ιλύος(Λάσπης) και το υπερκείμενο υγρό αποτελεί την πρωτοβάθμια επεξεργασμένη εκροή, που είναι διαθέσιμη προς περαιτέρω επεξεργασία.
Δευτεροβάθμια Επεξεργασία
Βιολογικός καθαρισμός στον οποίο αφαιρούνται οι οργανικές ουσίες με την βοήθεια αερισμού (οξυγόνωσης)
Τριτοβάθμια Επεξεργασία
Σκοπός της είναι η αφαίρεση βαρέων μετάλλων και τοξικών ή άλλων συστατικών. Το στάδιο αυτό είναι επιθυμητό όταν η παρουσία βιομηχανικών αποβλήτων στα λύματα είναι σημαντική και ο στόχος είναι η επαναχρησιμοποίηση των λυμάτων (π.χ. στην βιομηχανία, για άρδευση ή για χώρους αναψυχής). Στο στάδιο αυτό περιλαμβάνονται επεξεργασίες όπως η κροκίδωση - ιζηματοποίηση, η διύλιση, η προσρόφηση από ενεργό άνθρακα και διεργασίες με μεμβράνες.
Αρχικό στάδιο καθαρισμού
Στο αρχικό στάδιο καθαρισμού απομακρύνονται υλικά όπως τα λίπη και τα έλαια και η άμμος. Εδώ εφαρμόζεται μηχανική μέθοδος. Κατόπιν, αφαιρούνται τα μεγάλα αντικείμενα, όπως τα ξύλα, τα σίδερα, κουτιά κ.α. Αυτό γίνεται επειδή υπάρχει περίπτωση να καταστραφούν οι εγκαταστάσεις του βιολογικού καθαρισμού αν αυτά τα υλικά περάσουν στο εσωτερικό. Εδώ χρησιμοποιούνται σχάρες για την κατακράτηση των στερεών υλικών. Ύστερα γίνεται η ιζηματοποίηση. Σε όλες σχεδόν τις εγκαταστάσεις υπάρχει αυτό το στάδιο. Εκεί τα βαρέα λύματα ανεβαίνουν στην επιφάνεια (κόπρανα, λάσπη), ώστε να αφαιρεθούν.
Δεύτερο στάδιο
Στο δεύτερο στάδιο καθαρισμού αφαιρούνται βιολογικά απόβλητα, όπως το ανθρώπινα απόβλητα, οι σάπωνες και τα απορρυπαντικά. Η πλειονότητα των βιολογικών εγκαταστάσεων χρησιμοποιεί αερόβια αποικοδόμηση. Για να είναι αποτελεσματική η μέθοδος οι οργανισμοί που θα εκτελέσουν την αποικοδόμηση απαιτούν οξυγόνο και ένα υπόστρωμα για να ζήσουν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει αυτό. Σε όλες τις μεθόδους τα βακτήρια και τα πρωτόζωα (αποικοδομητές γενικότερα) καταναλώνουν υλικά όπως ζάχαρη.
Τριτοβάθμια (Χημική) Επεξεργασία
Η τριτοβάθμια επεξεργασία λυμάτων αφαιρεί σχεδόν όλο το ποσοστό των παθογόνων ουσιών κυρίως με χημικές διαδικασίες. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα εργοστάσια επεξεργασίας λυμάτων εξαιτίας του υψηλού κόστους του εξοπλισμού. Κύριος σκοπός είναι η αφαίρεση του φωσφόρου και του αζώτου. Το άζωτο μπορεί να βρίσκεται στο νερό με την μορφή αμμωνίας, η οποία είναι τοξική για τα ψάρια. Οι ενώσεις του φωσφόρου (άλατα) μπορούν να προκαλέσουν ευτροφισμό στις λίμνες ή στη θάλασσα.
Μη συμβατικές μέθοδοι επεξεργασίας λυμάτων
Ηλεκτρομαγνητικά Κύματα: Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι η μετάδοση της ενέργειας στο χώρο με τη χρήση ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων. Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τη συχνότητα, το κενό το μήκος κύματος, η την ενέργεια των φωτονίων. Για τον καθαρισμό του νερού τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα στην χαμηλότερη θέση της υπεριώδους δεσμίδας θα έχουν ως αποτέλεσμα την θέρμανση του νερού.
Διαχείριση Λάσπης
Η λάσπη (ιλύς) που θα προέλθει από τα λύματα πρέπει να υποστεί διαχείριση και επεξεργασία με αποτελεσματικό και ασφαλή τρόπο. Ο σκοπός της χώνευσης της λάσπης είναι η μείωση της οργανικής ύλης και των παθογόνων μικροοργανισμών. Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι επεξεργασίας της λάσπης είναι η αναερόβια χώνευση, η αερόβια χώνευση και η σύνθεση.
Αναερόβια χώνευση
Η αναερόβια χώνεψη είναι μια διαδικασία η οποία πραγματοποιείται με την απουσία οξυγόνου. Η διαδικασία μπορεί να είναι είτε θερμόφιλη χώνευση, στην οποία η λάσπη βρίσκεται υπό ζύμωση μέσα σε δεξαμενές σε θερμοκρασία 55° C. Ονομάζεται θερμόφιλη εξαιτίας των μικροοργανισμών που παίρνουν μέρος στην διαδικασία, οι οποίοι περιέχουν ένζυμα τα οποία λειτουργούν σε υψηλές θερμοκρασίες. Αυτά τα ένζυμα έχουν μεγάλη σημασία σε πολλές εφαρμογές της βιοτεχνολογίας. Επίσης, η διαδικασία μπορεί να είναι είτε μεσόφιλη δηλαδή σε θερμοκρασία 36° C. Κατά την αναερόβια χώνευση παράγεται βιοαέριο με υψηλή περιεκτικότητα σε μεθάνιο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την θέρμανση των δεξαμενών καθώς και για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των εγκαταστάσεων. Σε μεγάλες μονάδες επεξεργασίας λυμάτων μπορεί να παραχθεί περισσότερη ενέργεια από όση χρειάζεται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της μονάδας. Τα πλεονεκτήματα της αναερόβιας διαδικασίας είναι η παραγωγή του μεθανίου και τα μειονεκτήματα είναι η μεγάλη χρονική περίοδος που χρειάζεται η διαδικασία (ως 30 ημέρες) καθώς και το υψηλό κόστος.
Αεροβική χώνευση
Η αεροβική χώνευση είναι μια βακτηριακή διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα παρουσία οξυγόνου. Κάτω από αερόβιες συνθήκες, τα βακτήρια καταναλώνουν με γρήγορο ρυθμό την οργανική ύλη, μετατρέποντας την σε διοξείδιο του άνθρακα. Αφού η οργανική ύλη καταναλωθεί, τα βακτήρια πεθαίνουν και καταναλώνονται από άλλα βακτήρια. Τα πλεονεκτήματα της αερόβιας διαδικασίας είναι ότι πραγματοποιείται πολύ ταχύτερα, έχοντας έτσι μικρότερες κεφαλαιουχικές δαπάνες, δηλαδή αποδίδει περισσότερο. Το λειτουργικό κόστος, όμως, είναι πολύ μεγαλύτερο, εξαιτίας του ενεργειακού κόστους για τον αερισμό που χρειάζεται για την προσθήκη οξυγόνου στην διαδικασία.
Οικιακός βιολογικός καθαρισμός λυμάτων
Βιολογικό καθαρισμό λέμε την τεχνητή διαδικασία που ακολουθούμε για να εξομοιώσουμε την λειτουργία της φύσης κατά την αδρανοποίηση των λυμάτων. Με λίγα λόγια δηλαδή θα τροφοδοτήσουμε το σύστημά μας με λύματα και στην έξοδό του θα έχουμε καθαρό διαυγές νερό με ποιοτικά χαρακτηριστικά κατάλληλα για διάθεσή σε φυσικό αποδέκτη και όλα αυτά χωρίς μυρωδιές, μόλυνση και μεγάλη κατανάλωση ισχύος!
Επειδή σε ένα οικιακό σύστημα μας περιορίζει ο χρόνος και ο όγκος, θα πρέπει την διαδικασία αυτή να τη επιταχύνουμε και να την συρρικνώσουμε. Γι’ αυτό και η λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού στηρίζεται στη γνωστή μέθοδο της αερόβιας επεξεργασίας η οποία με εκτεταμένο αερισμό, δημιουργεί περιβάλλον κατάλληλο για τη δημιουργία μικροοργανισμών που καταναλώνουν την ύλη.
Ο βιολογικός αποκτά την πλήρη απόδοσή του σε 20 ημέρες και χρειάζεται έναν οπτικό έλεγχο κάθε 2μήνες. Συντήρηση κάνουμε κάθε 6 μήνες και μερική εκκένωση, κάθε 1,5 χρόνια περίπου. Είναι απλός στη χρήση και τη συντήρηση. Λειτουργεί μόνος του στη γραμμή της αποχέτευσης χωρίς να έχει κινητά μέρη, χωρίς θόρυβο, χωρίς κάποια μεγάλη ηλεκτρική κατανάλωση, μιας και ο αερισμός του καταναλώνει περί τα 60W. Όσο δηλαδή και μία απλή λάμπα.
Μπορεί να τοποθετηθεί σε κάθε περίπτωση που έχουμε αστικά λύματα και θέλουμε να τα διαχειριστούμε χωρίς να επιβαρύνουμε το περιβάλλον.
Κάποια μέρα και στην Ελλάδα θα κρίνεται απαραίτητη η εγκατάστασή του από την πολιτεία. Προς το παρόν έχουμε αρκετά οφέλη από την χρήση του.
Τοποθετώντας ένα βιολογικό, προσέχουμε το περιβάλλον. Εξασφαλίζουμε ένα υγιές έδαφος και καθαρά υπόγεια ύδατα για τα παιδιά μας. Γλιτώνουμε από τις πολλαπλές εκκενώσεις ενός βόθρου στεγανού, μιας και ο απορροφητικός απαγορεύεται από το 1964! Ακόμα έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε το νερό από το βιολογικό για πότισμα δένδρων λουλουδιών κ.α.
Η χρήση του θα μας απαλλάξει από την μόλυνση, θα μας προσφέρει την ικανοποίηση της προσφοράς προς το περιβάλλον και θα μακροπρόθεσμα θα μας πείσει για όλα τα οφέλη του, οικολογικά αλλά και οικονομικά!
Μην ξεχνάτε ότι:
Σε μια εποχή που μόλυνση από τα λύματα ολοένα και πλησιάζει τα σπίτια μας, έχουμε τη δυνατότητα όχι μόνο να τη σταματήσουμε αλλά και την εκμεταλλευτούμε προς όφελος μας!
ΕΞΑΣΘΕΝΕΣ ΧΡΩΜΙΟ
Είναι γνωστές ενώσεις του χρωμίου με αριθμούς οξείδωσης από -1 έως +6, ωστόσο οι πιο συνήθεις είναι οι ενώσεις του δισθενούς χρωμίου Cr(II), του τρισθενούς χρωμίου Cr(III) και του εξασθενούς χρωμίου Cr(VI).
Το χρώμιο βρίσκεται στη φύση κυρίως ως τρισθενές, με κυριότερο ορυκτό τον χρωμίτη Fe(Mg)Cr2O4, που αποτελεί το βασικό μετάλλευμα χρωμίου. Υπάρχουν και ορισμένα σπάνια ορυκτά όπου το χρώμιο είναι εξασθενές από τα οποία το γνωστότερο είναι ο κροκοΐτης, με χημικό τύπο PbCrO4 (χρωμικός μόλυβδος).
H μεγαλύτερη ποσότητα χρωμίου χρησιμοποιείται στην παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα.
Με προσθήκη χρωμίου σε ποσοστό 13% (κατ' ελάχιστο), το οποίο μπορεί να αυξηθεί μέχρι 30%, οι χρωμιοχάλυβες εμφανίζουν μεγαλύτερη αντοχή σε σχέση με τον κοινό χάλυβα στη διάβρωση και στην οξείδωση σε φυσικό και αστικό περιβάλλον. Το χρώμιο σχηματίζει μια αδρανή επικάλυψη Cr2O3, απρόσβλητη από το νερό και τον αέρα, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά λεπτή ώστε το κράμα να μην χάνει τη λάμψη του. Το Cr(VI) έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις. Οι μεταλλοβιομηχανίες χρησιμοποιούν πολλές ενώσεις του Cr(VI) ως επιστρώσεις προστασίας μεταλλικών επιφανειών από τη διάβρωση (anti-corrosion and conversion coatings).
Στη συγκεκριμένη διεργασία, τμήμα της μεταλλικής επιφάνειας μετατρέπεται με χημικό ή ηλεκτροχημικό τρόπο σε αδρανήεπίστρωση. Τυπική είναι διεργασία Cronak για επιφάνειες ψευδαργύρου ή καδμίου κατά την οποία το αντικείμενο εμβαπτίζεται για 5-10 s σε διάλυμα 182 g Na2Cr2O7 2H2O/L και 6 mL πυκνού H2SO4/L.
Εκτεταμένη χρήση των αλάτων του Cr(VI) (κυρίως του χρωμικού νατρίου και αμμωνίου) γίνεται στη βυρσοδεψία για την κατεργασία δερμάτων (δέψη, leather tanning). Η δέψη με χρωμικά είναι ταχύτερη από τη δέψη με φυτικές ταννίνες και τα δέρματα που παράγονται με αυτόν τον τρόπο έχουν μεγαλύτερη αντοχή στην τάση και είναι ιδανικά για δερμάτινες τσάντες και ρούχα.
Ενώσεις του Cr(VI) χρησιμοποιούνται ως συντηρητικά ξύλου. Το 1996, το 52% της παραγωγής των ενώσεων Cr στις ΗΠΑ χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή ενός συντηρητικού ξύλου, του χρωμιωμένου αρσενικικού χαλκού (chromated copper arsenate, CCA).
Το CCA είναι μίγμα χρωμικών αλάτων, οξειδίου του χαλκού και οξειδίου του αρσενικού (As2O5)
Τα χρωμικά βασικά δρουν ως χημικά στερεωτικά μέσα (chemical fixing) του χαλκού και αρσενικού, τα οποία δρουν ως μυκητοκτόνα/βακτηριοκτόνα και ως εντομοκτόνα, αντίστοιχα.
Ολες οι παραπάνω ενώσεις του εξασθενούς χρωμίου είναι τοξικότατες.
Η Ευρωπαϊκή 'Ενωση αναγνωρίζοντας την επιβλαβή δράση του Cr(VI), ενέκρινε τον Φεβρουάριο του 2003 την Οδηγία 2002/95/EC, που θέτει περιορισμούς στη βιομηχανική χρήση των εξής 6 εξαιρετικά επικίνδυνων χημικών: Pb, Cd, Hg, Cr(VI), πολυβρωμιωμένα διφαινύλια (polybrominated biphenyls, PBBs), πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες (polybrominated diphenyl ether, PBDEs).
Η οδηγία αυτή αναφέρεται ως Οδηγία Περιορισμού Επικινδύνων Ουσιών (Restriction of Hazardous Substances Directive, RoHS).
Το Cr(VI) θεωρείται ευκίνητο (labile) στο υδάτινο περιβάλλον, παραμένει στη διαλυτή φάση και είναι βιοδιαθέσιμο.
Επίσης είναι ισχυρά τοξικό και οι τιμές τοξικότητες LC50 (LC50: Lethal Concentration 50, η συγκέντρωση που θανατώνει το 50% του πληθυσμού του εξεταζόμενου είδους) του Cr(VI) σε διάφορους μικροοργανισμούς κυμαίνονται από 0,032 - 6,4 mg/L. Αντίθετα το Cr(III) θεωρείται "μη ευκίνητο", καθώς έχει τάση να προσροφάται στα αιωρούμενα σωματίδια και στο ίζημα και για τον λόγο αυτό θεωρείται ως σχετικά αδρανές, λιγότερο βιοδιαθέσιμο και μειωμένης τοξικότητας ως προς τους υδρόβιους οργανισμούς.
ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ
Ο ευτροφισμός είναι περιβαλλοντικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σε λίμνες ή κλειστούς αβαθείς κόλπους κάτω από ορισμένες συνθήκες. Στην ουσία δημιουργείται υπέρμετρη αύξηση της συγκέντρωσης θρεπτικών στοιχείων, που προκαλείται από τον εμπλουτισμό των υδάτων με απορροές θρεπτικών στοιχείων (νιτρικά και φωσφορικά ιόντα από λιπάσματα και απορρυπαντικά).
Τα βακτήρια και οι άλγες (algae) αυξάνονται σε αριθμό τόσο, που σχηματίζουν επικάλυμμα στις υδάτινες επιφάνειες, προκαλώντας σκίαση στο νερό κάτω από την επιφάνεια. Χωρίς φως, οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί στον πυθμένα θανατώνονται, προσφέροντας ακόμη μεγαλύτερη ποσότητα τροφής σε άλλα βακτήρια, που συνεχίζουν να αναπτύσσονται.
Καθώς ο αριθμός των βακτηρίων αυξάνεται, η κατανάλωση του διαλυμένου στο νερό οξυγόνου αυξάνεται δραματικά, ενώ η παραγωγή ελαττώνεται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οξυγόνο για τους μη φωτοσυνθετικούς οργανισμούς, όπως, π.χ. τα ψάρια. Τα ψάρια είναι οι πρώτοι οργανισμοί που πεθαίνουν ενώ ακολουθούν και τα βακτήρια δημιουργώντας ένα νεκρό οικοσύστημα.
Αποτέλεσμα του ευτροφισμού είναι η πτώση της ποιότητας του νερού, η μεταβολή της χλωρίδας και πανίδας των νερών, η μείωση της αισθητικής αξίας του περιβάλλοντος καθώς και οι περιορισμένες δυνατότητες για αναψυχή.
ΝΙΤΡΟΡΥΠΑΝΣΗ
Οι υδάτινοι πόροι είναι ο πολυτιμότερος φυσικός πόρος, αλλά δεν προστατεύονται όπως πρέπει και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών και το περιβάλλον. Στη χώρα μας σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησαν το EMΠ (Tομέας Yδατικών Πόρων), το IΓME και το KEΠE, το 70% των λιμνών παρουσιάζουν ευαισθησία ως προς τον ευτροφισμό. Η χρήση λιπασμάτων σε μεγάλες ποσότητες προκαλεί τη νιτρορύπανση.
Η νιτρορύπανση των υπόγειων και των επιφανειακών νερών είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που οφείλεται κατά κύριο λόγο στις γεωργικές δραστηριότητες. Κύρια πηγή των νιτρικών στο έδαφος είναι τα αζωτούχα λιπάσματα, τα οποία χρησιμοποιούνται στην γεωργία ευρέως, η οργανική ουσία του εδάφους, διάφορα οργανικά υπολείμματα, κοπριές ζώων και άλλα.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΝΤΙΝΙΤΡΟΡΥΠΑΝΣΗΣ
Από το 1991 η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε οδηγία για τη νιτρορύπανση, με την οποία απαιτούσε από τα κράτη-μέλη, να ορίσουν έγκαιρα ποιές περιοχές τους είναι ευπρόσβλητες σε νιτρικά. Η υπερβολική χρήση αζωτούχων λιπασμάτων στη γεωργία δηλητηριάζει τις λίμνες και τα ποτάμια. Το άζωτο στις γεωργικές εκτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε αυτό προέρχεται από τη γεωργία (λιπάσματα) είτε από την κτηνοτροφία (κόπρος αγελάδων, χοίρων, πουλερικών και προβάτων) ανέρχεται περίπου σε 18 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Η συνολική έκταση των ευπρόσβλητων στη νιτρορύπανση ζωνών καλύπτει σήμερα το 38% της επιφάνειας των 15 κρατών-μελών. Ως αποτέλεσμα το 30%-40% των ποταμών και λιμνών εμφανίζει συμπτώματα ευτροφισμού ή μεταφέρει μεγάλες ποσότητες αζώτου στα παράκτια ύδατα και στις θάλασσες.
Στη χώρα μας έχουν βρεθεί υψηλά επίπεδα νιτρικών και νιτρωδών που αποδεδειγμένα υπερβαίνουν τα ανώτερα επιτρεπτά όρια που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη-μέλη, παρουσιάζει ανεπάρκειες στον χαρακτηρισμό ευπρόσβλητων ζωνών. Αρχικά ευπρόσβλητες ζώνες χαρακτηρίστηκαν δέκα περιοχές, εκ των οποίων μόνο η Θεσσαλία ήταν η πρώτη που είχε ξεκινήσει πρόγραμμα για τον περιορισμό της νιτρορύπανσης. Σύμφωνα με μελέτη στη χώρα μας μιλάμε συνολικά για 20 μολυσμένες περιοχές. Η αντιμετώπιση του προβλήματος της νιτρορύπανσης απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις.
Με στόχο την προστασία των υδατικών πόρων από την νιτρορύπανση ή την εξάντληση, καθώς και την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση και τη βελτίωση της γονιμότητας των εδαφών ξεκίνησε το πρόγραμμα. Από την συνολική επιλέξιμη έκταση για την περίοδο 2000-2006, στο Θεσσαλικό Πεδίο (Θεσσαλία και Φθιώτιδα) στο πρόγραμμα ήταν 600.000 στρέμματα, στο Κωπαϊδικό Πεδίο (Βοιωτία) 300.000 στρέμματα και στη Λεκάνη ποταμού Πηνειού (Ηλεία) 30.000 στρέμματα. Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος για την περίοδο 2000-2006 ανέρχεται σε 111,9 εκατομμύρια ευρώ. Το 2004 με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας (Υπ. Αρ. 126228/26.02.2004) επεκτάθηκε το πρόγραμμα «Μείωση της Νιτρορύπανσης γεωργικής προέλευσης» στις περιοχές της Βοιωτίας και Ηλείας, με επιλέξιμες καλλιέργειες εκτός από το βαμβάκι και τον αραβόσιτο, τα ζαχαρότευτλα και τη βιομηχανική ντομάτα.
Στις 31 Μαρτίου 2006 ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων Αλεξ. Κοντός υπόγραψε δύο αποφάσεις για τη νιτρορύπανση.
Η πρώτη απόφαση αφορά την έναρξη των δεσμεύσεων και την πληρωμή των παραγωγών που υπέγραψαν σύμβαση το 2004. Πρόκειται συνολικά για 481 παραγωγούς στους νομούς Λάρισας, Μαγνησίας, Καρδίτσας και Βοιωτίας. Οι αιτήσεις πληρωμής των παραγωγών για το δεύτερο έτος εφαρμογής μπορούν να υποβληθούν αμέσως και το ποσό πληρωμής ανέρχεται σε 3,5 εκ ευρώ περίπου.
Η δεύτερη απόφαση αφορά την ένταξη δικαιούχων παραγωγών στους νομούς Καρδίτσας, Μαγνησίας, Τρικάλων, Φθιώτιδας και Λάρισας στο ίδιο μέτρο για τη καλλιεργητική περίοδο 2005-2006.
-Στο νομό Λάρισας εντάσσονται 3.830 παραγωγοί με 451.620 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 22 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Μαγνησίας εντάσσονται 521 παραγωγοί με 69.820 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 3,5 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Καρδίτσας εντάσσονται 1.678 παραγωγοί με 170.170 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 8.5 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Τρικάλων εντάσσονται 480 παραγωγοί με 41.730 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 2,2 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Φθιώτιδας εντάσσονται 337 παραγωγοί με 33.250 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 1.7 εκ. Ευρώ.
Το 2005 η Κομισιόν απειλούσε να στείλει τη χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση της οδηγίας για τη νιτρορύπανση, ενώ παράλληλα βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία κατά της Ελλάδας για παράβαση της οδηγίας 92/43 για τους οικοτόπους. Η Επιτροπή ανάλυσε την έκθεση που διαβίβασε η Ελλάδα το 2005 σχετικά με την ποιότητα του νερού και την εφαρμογή της οδηγίας για τη νιτρορύπανση. Παρατηρήθηκαν πολύ υψηλές τιμές νιτρικών στα επιφανειακά νερά της Ελλάδας (άνω των 25, ακόμη και των 40 Mg/l), ενώ στα υπόγεια ύδατα η Επιτροπή κρίνει ως «μη ικανοποιητική» την παρακολούθηση των υδάτων από τους έλληνες αρμοδίους. Με στόχο την ενίσχυση της προσπάθειας αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας των περιοχών αυτών και κυρίως της μείωσης των νιτρικών έχουν θεσμοθετηθεί μέτρα επιτάχυνσης της απονιτροποίησης των περιοχών. Η Μεσόγειος θέλει να διατηρήσει τη χλωρίδα της. Ακόμα ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνει τη δυνατότητα στις χώρες της Μεσογείου να προσπαθήσουν να διατηρήσουν τη φυσική τους κληρονομιά. Το πρόγραμμα έχει τίτλο GENMEDOC (Interreg IIIB Medocc), βασίζεται στην ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/CEE περί Οικοτόπων και επελέγησαν πάνω από 300 φυτικά είδη, τα οποία απαντώνται σε 38 μεσογειακούς οικοτόπους που ανήκουν σε Περιοχές Κοινοτικής Σημασίας και προτείνονται να ενταχθούν στο ευρωπαϊκό Δίκτυο Φύση 2000 (Natura 2000). Τα εργαστήρια που συμμετέχουν στο πρόγραμμα είναι 10, μεταξύ των οποίων και το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων (ΜΑΙΧ) το οποίο αντιπροσωπεύει την Ελλάδα. Η περιοχή «Ποταμός Πηνειός – Αντιχάσια Όρη» έχει χαρακτηρισθεί από τη χώρα μας ως ζώνη ειδικής προστασίας, σύμφωνα με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.
Ως ευπρόσβλητες ζώνες έχουν ακόμη χαρακτηριστεί: ο κάμπος της Θεσσαλονίκης, το Κιλκίς, η Πέλλα, η Ημαθία, η λεκάνη του Στρυμόνα (Σέρρες) με τη λίμνη Κερκίνη και η πεδιάδα Άρτας - Πρέβεζας. Πάντως το πρόγραμμα της Θεσσαλίας προχωράει ικανοποιητικά. Οι αγρότες άρχισαν να αλλάζουν στάση όσον αφορά τη λίπανση των καλλιεργειών και πλέον προσανατολίζονται σε ορθολογικές μεθόδους με επιστημονική προσέγγιση, αφού διαπίστωσαν ότι η μείωση των ποσοτήτων αζώτου δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην αντίστοιχη απώλεια παραγωγής. Αυτό το διαπίστωσαν κυρίως με το βαμβάκι. Την περίοδο 1996-2000 υπολογίστηκε ότι σημειώθηκε μείωση των χρησιμοποιούμενων αζωτούχων λιπασμάτων κατά περίπου 10 kton για την πρότυπη περιοχή της Θεσσαλίας - μείον 30% για το βαμβάκι και μείον 25% για τις ντομάτες. Ωστόσο το πρόγραμμα της Θεσσαλίας καλύπτει μόνο το 11% της έκτασης της χώρας, τη στιγμή που η Αυστρία, η Δανία, η Φινλανδία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία καλύπτουν το σύνολο της επικράτειάς τους από Πρόγραμμα Δράσης κατά της Νιτρορύπανσης.
Υπάρχει δραματική υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων από τα αστικά λύματα, αλλά και τις μεγάλες ποσότητες λιπασμάτων. Τα αστικά λύματα με υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών συστατικών (κυρίως φωσφόρου και αζώτου) που καταλήγουν σε ποταμούς, λίμνες και θάλασσες, προκαλούν το φαινόμενο του ευτροφισμού. Με την αύξηση των φωτοσυνθετικών οργανισμών (όπως τα φύκια) περιορίζεται το διαθέσιμο οξυγόνο για άλλους οργανισμούς όπως τα ψάρια, τα οποία συχνά πεθαίνουν. Το τελικό αποτέλεσμα είναι υποβάθμιση της ποιότητας των νερών, ενώ αν προστεθούν επικίνδυνα βακτήρια και ιοί, που συχνά μεταφέρονται με τα αστικά λύματα, ενώ τα νερά γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Τα λιπάσματα είναι σημαντική πηγή ρύπανσης τόσο των επιφανειακών, όσο και των υπογείων νερών. Από τις γεωργικές απορροές έχουμε παρουσία νιτρικών στο νερό πάνω από 50 ppm, που ενοχοποιούνται για τη δημιουργία καρκίνων.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://el.wikipedia.org/
5. ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
1.Εισαγωγή
2.Υδρόσφαιρα
3.Ατμόσφαιρα
4.Εξάτμιση
5.Διαπνοή
6. Υπόγεια Νερά
7. Λεκάνη Απορροής
8. Πηγές
9. Ατμοσφαιρικά Κατακρημνίσματα
10. Υετός
11. Συμπύκνωση Υδρατμών
12. Σύννεφα
13.Βιβλιογραφία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
O κύκλος του νερού — γνωστός και ως υδρολογικός κύκλος — είναι η συνεχής ανακύκλωση του νερού της Γης μέσα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα. Το συνεχές της κυκλικής διαδικασίας του κύκλου του νερού επιτυγχάνεται εξαιτίας της ηλιακής ακτινοβολίας.
Το νερό του πλανήτη αλλάζει συνεχώς φυσική κατάσταση, από τη στερεά μορφή των πάγων στην υγρή μορφή των ποταμών, λιμνών και της θάλασσας και την αέρια κατάσταση των υδρατμών.
Πιο συγκεκριμένα, λόγω της θέρμανσης και των ανέμων στην επιφάνεια της γης τα νερά της εξατμίζονται και μαζεύονται ως υδρατμοί δημιουργώντας τα σύννεφα. Οι υδρατμοί συμπυκνώνονται, υγροποιούνται και στη συνέχεια πέφτουν ως βροχή ή άλλες μορφές υετού, εμπλουτίζοντας έτσι τις αποθήκες νερού της γης, είτε είναι αυτές επιφανειακές, όπως οι θάλασσες και οι λίμνες, είτε είναι υπόγειες.
Ο κύκλος του νερού αποτελεί αντικείμενο του επιστημονικού κλάδου της υδρολογίας για ότι συμβαίνει ή παρατηρείται στο έδαφος και της Μετεωρολογίας για ότι συμβαίνει εξ αυτού στην ατμόσφαιρα.
Ειδικότερα στη Μετεωρολογία ο υδρολογικός κύκλος αποτελεί το σπουδαιότερο καιρικό φαινόμενο ως σύνολο επιμέρους φαινομένων. Αυτός ρυθμίζει την υγρασία του εδάφους, τη λαμπρότητα της ημέρας, και τέλος τη συχνότητα και ένταση των υδρομετεώρων, εκτός του γιγάντιου εκείνου έργου της μεταφοράς ενέργειας από τα μικρά στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη.
ΥΔΡΟΣΦΑΙΡΑ
Με τον όρο Υδρόσφαιρα χαρακτηρίζεται το υδάτινο περίβλημα της Γης, που αποτελούν οι Ωκεανοί, Θάλασσες, λίμνες και ποταμοί και στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των υπογείων υδάτων καθώς και εκείνο των υδρατμών της ατμόσφαιρας.
Ο όρος αυτός είναι περισσότερο σε χρήση στη Βιολογία και ιδιαίτερα στην Υδροβιολογία, Γεωλογία, Οικολογία, Μετεωρολογία και σε άλλες με περιορισμένη χρήση.
Αντιληπτό είναι ότι στον όρο Υδρόσφαιρα περιλαμβάνεται το νερό σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν αυτό βρίσκεται (π.χ. νέφος, πάγος κλπ) και σε οποιαδήποτε μορφή υετού ή κατακρημνισμάτων.
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ
Γενικά Ατμόσφαιρα αποκαλείται το αεριώδες περίβλημα που μπορεί να περιβάλλει κάποιο ουράνιο σώμα. Ειδικότερα όμως στην Μετεωρολογία χαρακτηρίζεται αυτό που περιβάλλει τη Γη, το οποίο συγκρατείται λόγω της βαρύτητάς της και φθάνει πρακτικά σε ύψος 3.500 χιλιόμετρα.
Στην ατμόσφαιρα της Γης οφείλεται η ύπαρξη ζωής, εφόσον σε αυτήν οφείλονται η απορρόφηση μεγάλου τμήματος της υπεριώδους ακτινοβολίας και η μείωση της διαφοράς των ακραίων θερμοκρασιών που θα υπήρχαν μεταξύ ημέρας και νύχτας χωρίς αυτήν. Η σύνθεσή της από την επιφάνεια της θάλασσας και μέχρι τα 80-100 χιλιόμετρα ύψος, παραμένει σχεδόν αμετάβλητη. Αντίθετα η πυκνότητά της ατμόσφαιρας ελαττώνεται πολύ γρήγορα, έτσι ώστε η αναπνοή στη κορυφή του Έβερεστ (8.848 μ.) να είναι πολύ δύσκολη μέχρι αδύνατη, αφού η πυκνότητά της εκεί, φθάνει μόλις τα 1/3 της πυκνότητας που παρατηρείται στην επιφάνεια της θάλασσα.
Παρά ταύτα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ζώα που επιβιώνουν σε πολύ μεγάλα υψόμετρα το επιτυγχάνουν λόγω του πολλαπλάσιου αριθμού αιμοσφαιρίων που φέρουν στο αίμα τους, έναντι του ανθρώπου, έτσι ώστε η μεταφορά οξυγόνου στα κύτταρά τους να είναι ανεμπόδιστα "φυσιολογική".
ΕΞΑΤΜΙΣΗ
Η εξάτμιση είναι η διαδικασία με την οποία ένα υγρό σώμα μετατρέπεται σε αέριο χωρίς να βράσει.
Κατά την εξάτμιση, μόρια που βρίσκονται στην ελεύθερη επιφάνεια του υγρού και που έχουν αρκετή κινητική ενέργεια, ξεφεύγουν από την έλξη των υπολοίπων μορίων και έτσι κινούνται πλέον ελεύθερα στο χώρο πάνω από την επιφάνεια του υγρού. Έτσι τα μόρια περνούν στην αέρια φάση.
Η εξάτμιση είναι μια διαδικασία ψύξης, των υπολοίπων μορίων που δεν εξατμίζονται. Καθώς φεύγουν από το υγρό μόρια με μεγάλη κινητική ενέργεια, η μέση κινητική ενέργεια των υπολοίπων μορίων του υγρού ελαττώνεται, οπότε ελαττώνεται και η θερμοκρασία του. (Αυτό εύκολα το καταλαβαίνουμε αν ρίξουμε λίγο οινόπνευμα στα χέρια μας οπότε αυτά δροσίζονται ή πιο απλά από το ότι κρυώνουμε όταν είμαστε βρεγμένοι στο μπάνιο).
Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της εξάτμισης που την διαφοροποιούν από το βρασμό είναι τα εξής:
Η εξάτμιση γίνεται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, πάντα κάτω από το σημείο βρασμού της ουσίας.
Η εξάτμιση γίνεται μόνο από την επιφάνεια του υγρού. Στο βρασμό έχουμε τη δημιουργία φυσαλίδων αερίου σε όλο τον όγκο του υγρού.
Η εξάτμιση εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:
Από το είδος του υγρού: Κάποια υγρά έχουν τη τάση να εξατμίζονται πιο εύκολα από κάποια άλλα, με άλλα λόγια είναι πιο πτητικά. Για παράδειγμα το οινόπνευμα , η βενζίνη είναι πτητικά υγρά, το νερό είναι λιγότερο πτητικό, ενώ το ελαιόλαδο δεν είναι πτητικό.
Από τη θερμοκρασία: Η αύξηση της θερμοκρασίας ευνοεί την εξάτμιση. Είναι κοινή εκτίμηση ότι το καλοκαίρι τα πλυμένα ρούχα στεγνώνουν πιο γρήγορα απ' ότι το χειμώνα.
Από την επιφάνεια του υγρού. Όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνεια ενός υγρού τόσο πιο γρήγορα πραγματοποιείται η εξάτμισή του.
Από την πυκνότητα του περιβάλλοντος αερίου σε μόρια του υγρού που εξατμίζεται. Όσο μεγαλύτερη είναι η ατμοσφαιρική υγρασία τόσο πιο δύσκολα στεγνώνουν τα ρούχα. Επίσης όσο μεγαλύτερη είναι η άπνοια τόσο περισσότερα μόρια εξατμισμένου νερού συγκεντρώνονται και μεγαλώνει τοπικά η υγρασία.
ΔΙΑΠΝΟΗ
Η διαπνοή είναι φυσιολογική διεργασία των φυτών. Αποτελεί τμήμα του κύκλου του νερού και συνίσταται στην αποβολή νερού υπό μορφή υδρατμών από τμήματα των φυτών. Η διαπνοή λαμβάνει χώρα κυρίως στα φύλλα, αλλά μπορεί να συμβαίνει, επίσης, τόσο στους πράσινους βλαστούς όσο και στα άνθη. Η επιφάνεια των φύλλων, όταν παρατηρηθεί με μεγεθυντικό φακό ή μικροσκόπιο εμφανίζει μικρά ανοίγματα, υπό μορφή πόρων, τα οποία ονομάζονται στόματα (αγγλ. stomata), τα οποία είναι περισσότερα στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Τα στόματα μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν με τη βοήθεια ειδικών κυττάρων, τα οποία ονομάζονται καταφρακτικά κύτταρα. Μέσω των στομάτων δεν εξέρχεται μόνο νερό αλλά επιτρέπεται η γενικότερη επικοινωνία του φυτού με το εξωτερικό περιβάλλον, καθώς από αυτά εισέρχεται διοξείδιο του άνθρακα προκειμένου να πραγματοποιηθεί η λειτουργία της φωτοσύνθεσης και εξέρχεται οξυγόνο, το οποίο αποτελεί προϊόν της. Η διαπνοή αποτελεί, επίσης, μηχανισμό αποβολής θερμότητας από το φυτό και παράλληλα επιτρέπει τη μεταφορά των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών από τη ρίζα στο βλαστό και στα φύλλα δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες διαφοράς πίεσης.
Η διαπνοή μπορεί επίσης να γίνεται και με την αποβολή νερού υπό υγρή μορφή από υγιή φύλλα και βλαστούς, ενώ έρευνες έχουν καταδείξει ότι περίπου το 10% της ατμοσφαιρικής υγρασίας οφείλεται στην διαπνοή των φυτών.
ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ
Το υπόγειο νερό μπορεί έμμεσα να επιστρέψει στην ατμόσφαιρα και από εκεί να ανακυκλωθεί μέσω του κύκλου του νερού στις περιπτώσεις που με υπόγεια ροή εισέρχεται στις θάλασσες.
Η υπόγεια ροή γίνεται μέσα από μεγάλα σπασίματα στο εσωτερικό των πετρωμάτων που λειτουργούν σαν φυσικοί υπόγειοι αγωγοί. Τέτοια σπασίματα μπορεί να είναι μεγάλες διακλάσεις, βαθιά ρήγματα, τεκτονικές επαφές κλπ. Επίσης πολύ συνηθισμένη είναι η περίπτωση υπόγειας ροής του νερού σε περιπτώσεις επαφής ενός υδροπερατού πετρώματος με ένα αδιαπέρατο.
Όταν η ροή του υπόγειου νερού διακοπεί για κάποιους λόγους, τότε αυτό δημιουργεί συγκεντρώσεις υπόγειου νερού στο εσωτερικό των πετρωμάτων, οι οποίες σε μεγάλες ποσότητες ονομάζονται υδροφόροι ορίζοντες. Τους υδροφόρους ορίζοντες εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος μέσω υδρογεωτρήσεων τόσο για τις υδρευτικές όσο και για τις αρδευτικές του ανάγκες.
Όταν η υπόγεια ροή διακοπεί από το ανάγλυφο, δηλαδή συναντήσει την επιφάνεια της Γης, τότε το νερό βγαίνει στην επιφάνεια από σημεία που ονομάζονται πηγές. Λόγω του ότι η υπόγεια ροή συνήθως ακολουθεί την επαφή υδροπερατού με αδιαπέρατο πέτρωμα, οι πηγές που δημιουργούνται ονομάζονται πηγές επαφής. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος υδροφόρος ορίζοντας συναντάει την επιφάνεια της Γης, οπότε η πηγή που δημιουργείται ονομάζεται πηγή υπερπλήρωσης.
Με τον όρο υπόγεια νερά εννοούμε την ποσότητα του νερού που βρίσκεται στο εσωτερικό των ηπείρων και συγκεκριμένα στο εσωτερικό συγκεκριμένων πετρωμάτων των ηπείρων. Τέτοια πετρώματα, που επιτρέπουν την είσοδο και την κίνηση του νερού στο εσωτερικό τους ονομάζονται υδροπερατά. Αυτά περαιτέρω διακρίνονται σε μικροπερατά όταν το νερό βρίσκεται στα κενά των πόρων των και σε μακροπερατά όταν το νερό βρίσκεται σε σπασίματα που έχουν δημιουργηθεί στο εσωτερικό τους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν πετρώματα όπως οι ψαμμίτες και τα κροκαλοπαγή, ενώ στη δεύτερη πετρώματα όπως οι ασβεστόλιθοι και τα μάρμαρα.
Ειδική κατηγορία πηγών αποτελούν οι καρστικές πηγές οι οποίες οφείλονται στην υπόγεια ροή του νερού μέσα από σπασίματα και ρωγμές στο εσωτερικό ασβεστολιθικών πετρωμάτων.
ΛΕΚΑΝΗ ΑΠΟΡΡΟΗΣ
Η λεκάνη απορροής είναι μία περιοχή της επιφάνειας της γης, η οποία περικλείεται από τον υδροκρίτη, στην οποία συγκεντρώνονται ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα που στη συνέχεια καταλήγουν σε ένα κεντρικό σύστημα. Αυτό το κεντρικό σύστημα μπορεί να είναι ένα ποτάμι που καταλήγει στη θάλασσα, ένας χείμαρρος ή μία λίμνη, σε ένα κλειστό σύστημα, στην οποία συγκεντρώνεται το νερό και εξατμίζεται, ή απορροφάται από το έδαφος.
Υδροκρίτης είναι τα όρια μιας λεκάνης απορροής που την χωρίζουν από μια γειτονική λεκάνη απορροής.
ΠΗΓΕΣ
Οι πηγές και οι αναβλύσεις συνδέονται στενά με τον κύκλο του νερού στη φύση, την υδρολογική ισορροπία και το υδρολογικό ισοζύγιο του υπόγειου νερού. Αποτελούν επίσης μία σημαντική ένδειξη για το είδος της υδροφορίας μιας περιοχής. Κατά το ιστορικό παρελθόν η παρουσία τους ήταν σημαντική για τη δημιουργία οικισμών ή την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων.
Ο TODD, K. (1980) δίνει για τις πηγές τον εξής ορισμό: «είναι μία συγκεντρωμένη εκροή υπόγειου νερού που εμφανίζεται στην επιφάνεια του εδάφους ως ένα ρεύμα νερού που ρέει ελεύθερα». Η πηγή διαστέλλεται από τη διαρροή νερού που είναι μία πιο αργή κίνηση υπόγειου νερού προς την επιφάνεια του εδάφους συνήθως μη σημειακή, αλλά εκτενής (γραμμικά ή διδιάστατα). Οι διαρροές νερού μπορούν να σχηματίζουν τοπικά μικρά τέλματα ή ροές ή να εξατμίζονται, ανάλογα με την παροχή της διαρροής, την τοπογραφία και το κλίμα. Ως ανάβλυση εννοούμε κάθε εμφάνιση υπόγειου νερού στην επιφάνεια του εδάφους ή στον πυθμένα μάζας νερού (ποταμού, λίμνης, θάλασσας).
Υδρογεωλογικά οι πηγές και γενικά οι αναβλύσεις είναι στην πραγματικότητα «υπερχείλιση» υδροφόρων στρωμάτων. Εκφορτίζουν τα υδροφόρα στρώματα. Αυτά τροφοδοτούνται με την κατείσδυση ή τη διήθηση από τα κατακρημνίσματα και ανεβαίνει η στάθμη τους. Οι πηγές εμφανίζονται εκεί που η στάθμη των υδροφόρων στρωμάτων έρχεται σε επαφή με την επιφάνεια του εδάφους. Είναι ο γεωμετρικός τόπος της τομής του υδροφόρου ορίζοντα με τη στάθμη του εδάφους. Γι΄ αυτό εμφανίζονται γεωμορφολογικά στα χαμηλότερα σημεία, στο επίπεδο βάσης, εκτός από τις πηγές που συνδέονται με επικρεμάμενους υδροφορείς. Οι πηγές πάντως αποτελούν σημαντική ένδειξη της υδροφορίας μιας περιοχής. Μεγάλος αριθμός μικρών πηγών στις παρυφές κοιλάδων ή στα κράσπεδα λόφων είναι ένδειξη ρηχού υδροφόρου ορίζοντα με μικρή περατότητα. Αντίθετα μεγάλες πηγές στον πυθμένα κοιλάδων, στο βασικό γεωμορφολογικό επίπεδο, είναι ένδειξη ύπαρξης μεγάλου υδροφόρου με σημαντική περατότητα.
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑΤΑ
Με τον όρο ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα εννοούμε το νερό που φτάνει από την ατμόσφαιρα στο έδαφος με οποιαδήποτε μορφή, είτε είναι υγρή (βροχή, δροσιά, βροχοομίχλη) είτε στερεή (χαλάζι, χιόνι, πάχνη) και αέρια (υδρατμοί). Τα στερεά και υγρά κατακρημνίσματα ονομάζονται υετός. Τα επιφανειακά ύδατα εξατμίζονται και μετατρέπονται σε υδρατμούς. Οι υδρατμοί ανέρχονται στα υψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας, εκεί έρχονται σε επαφή με ψυχρές αέριες μάζες ,συμπυκνώνονται ,δημιουργούνται τα σύννεφα ,με αποτέλεσμα ,το νερό να πέφτει στην επιφάνεια της γης με τη μορφή βροχής, χιονιού, χαλαζιού.
Τα κατακρημνίσματα διακρίνονται στα εξής:
• Βροχή είναι το νερό που φτάνει στο έδαφος με υγρή μορφή όταν οι υδρατμοί υγροποιούνται κάτω από κατάλληλες συνθήκες.
• Χιόνι είναι τα κατακρημνίσματα που φτάνουν στο έδαφος υπό την μορφή παγοκρυστάλλων.
• Χαλάζι είναι τα τεμάχια συμπαγούς παγωμένου νερού που πάγωσε στην ατμόσφαιρα απότομα και συσσωματώθηκε.
• Ομίχλη είναι η υγρασία του υπέρκορου ατμοσφαιρικού αέρα. Όταν η ικανότητα συγκράτησης της ομίχλης από τα φύλλα και τις βελόνες των δέντρων κορεσθεί, πέφτει στο έδαφος σαν βροχή. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται βροχοομίχλη ή βρέχουσα ομίχλη.
Όλα τα παραπάνω φαινόμενα ονομάζονται και φαινόμενα εξυδάτωσης.
ΥΕΤΟΣ
Υετός γενικά ονομάζεται κάθε πτώση ή εναπόθεση στο έδαφος προϊόντων του ύδατος (σε υγρή ή στερεά μορφή, επιμερισμένη) τα οποία προέρχονται από συμπύκνωση των υδρατμών της ατμόσφαιρας. Κυριότερες μορφές του «υετού» είναι: η Βροχή, το Χιονόνερο ή Χιονόβροχο ή Χιονόλυτο, οι Ψεκάδες, το Χαλάζι, το Χιόνι, οι Χιονόκοκκοι, οι Παγοβελόνες, οι Παγόκοκκοι και ο Υαλοπάγος που δημιουργείται όμως στο έδαφος. Οι παραπάνω μορφές ονομάζονται και υδατώδη μετεωρολογικά κατακρημνίσματα, ή ατμοσφαιρικά υδατώδη κατακρημνίσματα, ή απλά κατακρημνίσματα, όταν αναφέρονται στη μετεωρολογία, καθώς ακόμη και υδρομετέωρα.
Η ποσότητα του ύδατος που πέφτει στο έδαφος υπό οποιαδήποτε μορφή του υετού μετριέται με ειδικό όργανο που λέγεται βροχόμετρο το οποίο και εκφράζει το ύψος που θα αποκτούσε το ύδωρ εάν αυτό δεν εξατμιζόταν ή δεν το απορροφούσε το έδαφος ή δεν διέρρεε στη θάλασσα. Άλλο ένα όργανο εκτός του βροχόμετρου είναι και το αυτογραφικό όργανο ο βροχογράφος.
Εκ των παραπάνω γίνεται σαφές ότι η ομίχλη, η πάχνη και η δρόσος δεν ανήκουν στις μορφές του υετού.
Τις μορφές του υετού, δηλαδή τα υδρομετέωρα, εξετάζει η Μετεωρολογία, στοχεύοντας στην όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη αντιμετώπισή τους: οι γνώσεις, οι εμπειρίες και οι τεχνικές που ακολουθούνται ανάλογα, τόσο κατά τον τόπο που προσβάλουν (ξηρά, θάλασσα ή αέρα), όσο και κατά επιστήμη, τέχνη ή επαγγελματική - αθλητική δραστηριότητα.
Ετυμολογία
Η λέξη υετός παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα υω, και σημαίνει βροχή, όμβρος. Παράγωγα: υετός, υέτιος –α –ο καθώς επίσης και υεώτατος. Σημειώνεται όμως ότι τόσο το ρήμα υω όσο και το παράγωγό του υετός συναντώνται στα ομηρικά έπη και δηλώνουν αποκλειστικά τη "βροχή", συγκεκριμένα τη "νεροποντή" ή την "καταιγίδα" (διαφέροντας έτσι από τον όρο υμβρος "βροχή"). Συνήθως χρησιμοποιείτο το γενικό πρόσωπο υει, το οποίο κατά την ελληνιστική εποχή οδηγήθηκε σε ιωτακισμό με συνέπεια την εξαφάνισή του από τον προφορικό λόγο (είχε μεταβληθεί σε δυσπρόφερτο τύπο).
ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ ΥΔΡΑΤΜΩΝ
Η διαδικασία συμπύκνωσης των υδρατμών στην ατμόσφαιρα επιτυγχάνεται λόγω της ύπαρξης σ΄ αυτή δισεκατομμυρίων αόρατων μικροσκοπικών σωματιδίων που αιωρούνται αέναα μέσα στον αέρα. Τα μεγαλύτερα εξ αυτών μπορούμε να τα δούμε, αμέτρητα, μέσα σε δέσμη ηλιακού φωτός, να χορεύουν σ΄ ένα ακανόνιστο χορό. Ειδικοί επιστήμονες απέδειξαν πειραματικά ότι τα σωματίδια αυτά καθίστανται απαραίτητα για την συμπύκνωση των υδρατμών άνευ των οποίων θα γινόταν πολύ δύσκολα. Όταν ο αέρας αρχίζει να παγώνει, η κίνηση των υφιστάμενων σ΄ αυτό υδρατμών επιβραδύνεται και καθώς συγκρούονται με τα επίσης αιωρούμενα μικροσκοπικά αυτά σωματίδια έχουν την τάση να κολλούν μεταξύ τους με συνέπεια τη δημιουργία υδροσταγονιδίων. Τόσο η ομίχλη όσο και τα σύννεφα αποτελούνται από δισεκατομμύρια τέτοιες προσμίξεις που παρουσιάζονται ως πυρήνες λεπτότατων σταγονιδίων νερού. Αλλά είναι τόσο μικρά ώστε 400.000 απ΄ αυτά χωρούν σ΄ ένα χιλιοστό του μέτρου. Για να γίνει αντιληπτή μια σταγόνα νερού απαιτείται η ένωση πολλών χιλιάδων τέτοιων σταγονιδίων. Αν μεγεθύνουμε 70 φορές μια τέτοια σταγόνα θα μας δώσει την εικόνα μιας γυάλινης σφαίρας.
ΣΥΝΝΕΦΑ
Ένα σύννεφο είναι μια ορατή μάζα σταγονιδίων ή κατεψυγμένων κρυστάλλων επιπλέοντα στην ατμόσφαιρα πάνω από την επιφάνεια της γης ή κάποιο άλλο πλανητικό σώμα. Ένα σύννεφο είναι επίσης μια ορατή μάζα προσελκύομενη από τη βαρύτητα, όπως μάζες υλικού στο χώρο που ονομάζονται διάστερος σύννεφα και νεφελώματα.
Πως σχηματίζονται τα σύννεφα
Όλος ο αέρας περιέχει νερό, αλλά κοντά στο έδαφος είναι συνήθως με τη μορφή ενός αόρατου αερίου που ονομάζεται ατμός νερού. Όταν ζεστό αέρα αναδύεται, επεκτείνεται και δροσίζεται. Ο κρύος αέρας δεν μπορεί να κρατήσει τόσο νερό ατμών όπως ο ζεστός αέρας, ώστε κάποιος από τον ατμό συμπυκνώνεται σε μικροσκοπικά τεμάχια σκόνης που επιπλέουν στην ατμόσφαιρα και σχηματίζουν μικροσκοπικά σταγονίδια γύρω από κάθε σωμάτιο σκόνης. Όταν δισεκατομμύρια από αυτά τα σταγονίδια έρθουν μαζί καταστούν ένα ορατό σύννεφο.
Γιατί επιπλέουν τα σύννεφα
Ένα σύννεφο αποτελείται από υγρά σταγονίδια νερού. Ένα σύννεφο γεννιέται όταν ο αέρας θερμαίνεται από τον ήλιο. Καθώς αναδύεται, αργά δροσίζει φτάνει το σημείο κορεσμού και το νερό συμπυκνώνεται, σχηματίζοντας ένα σύννεφο. Όσο το σύννεφο και ο αέρας από τον οποίον αποτελείται είναι πιο θερμά από τον αέρα που βρίσκεται γύρω γύρω, αυτό επιπλέει!
Πως μετακινούνται τα σύννεφα
Τα σύννεφα κινούνται με τον άνεμο. Υψηλά θυσανόμορφα σύννεφα ωθούνται κατά μήκος από το αεριωθούμενο ρεύμα, άλλοτε ταξιδεύοντας με περισσότερο από 100 μίλια ανά ώρα. Όταν τα σύννεφα είναι μέρος μιας καταιγίδα συνήθως ταξιδεύουν από 30 μέχρι 40 mph.
Η κατάταξη των νεφών
Τα σύννεφα χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: layered και convective. Αυτά τα ονόματα διακρίνουνε τα υψόμετρα των σύννεφων. Τα σύννεφα κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με την βάση του ύψους, όχι την κορυφή.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://el.wikipedia.org/
6. ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ - ΥΓΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ
1.Υγρότοποι
2.Κλιματική Αλλαγή
3. Βιοκοινότητα
4.Συνθήκη Ραμσάρ
5.Βιβλιογραφία
ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ
Υγροβιότοπος ή αλλιώς υγρότοπος ονομάζεται κάθε τόπος που καλύπτεται μόνιμα ή εποχικά από ρηχά νερά ή που δεν καλύπτεται ποτέ από νερά αλλά έχει υγρό υπόστρωμα για μεγάλο διάστημα του έτους
Υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ποώδη βλάστηση, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις γαίες ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μόνιμα ή προσωρινά κατακλυζόμενες από νερό το οποίο είναι στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και περιλαμβάνουν επίσης εκείνες τις εκτάσεις που καλύπτονται από θαλασσινό νερό το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα. Oυσιώδη γνωρίσματα της μεταβατικής ζώνης που παρεμβάλλεται μεταξύ των μόνιμα κατακλυσμένων και των καθαρά χερσαίων περιοχών είναι η παρουσία υδροχαρούς βλάστησης και η ύπαρξη υδρομορφικών εδαφών, δηλαδή εδαφών που ανέπτυξαν ειδικά γνωρίσματα ως αποτέλεσμα της υψηλής υπόγειας στάθμης νερού (Ramsar).
Φυσικοί Υγροβιότοποι 1. Ποταμοί και ρυάκια με συνεχή ροή
2. Δέλτα ποταμών
3. Ποτάμιες πλημμυρογενείς πεδιάδες
4. Λίμνες γλυκού νερού
5. Υφάλμυρες λίμνες και έλη
6. Λιμνούλες με έλη γλυκού νερού
7. Έλη με θάμνώδη βλάστηση
8. Δάσος σε έλος γλυκού νερού
9. Τυρφώδεις γαίες ή έλη με τυρφώδη πυθμένα
10. Αλπικοί υγρότοποι και υγρότοποι τούνδρας
11. Πηγές γλυκού νερού, οάσεις
12. Γεωθερμικοί υγροβιότοποι
Τεχνητοί Υγροβιότοποι1. Περιοχές αποθήκευσης νερού (ταμιευτήρες) που δημιουργούνται με φράγματα
2. Λιμνούλες αγροκτημάτων
3. Λιμνούλες υδατοκαλλιεργειών
4. Υγρότοποι εκμετάλλευσης αλατιού (τηγάνια αλυκών, αλυκές)
5. Υγρότοποι απο εκσκαφές σε λατομεία και ορυχεία
6. Υγρότοποι για επεξεργασία λυμμάτων
7. Εποχικώς κατακλυζόμενες γαίες
Έλος
Το Έλος, είναι ειδική κατηγορία υδροβιότοπου τελείως διαφορετική από εκείνη των παρόχθιων λιμνών ή ποταμών. Εδαφολογικά πρόκειται για έκταση στην οποία λιμνάζουν μόνιμα νερά (αποκαλούνται και στάσιμα νερά) που συγκεντρώνονται είτε από γύρω σημεία, είτε αναβλύζουν σε πολύ μικρή ποσότητα. Συγγενή προς τα έλη υγρότοποι είναι τα τενάγη και οι τυρφώνες (είδη βάλτων) που η διαφορά τους ποικίλει από περιοχή σε περιοχή. Διακρίνονται κυρίως από τα φυτά που αναπτύσσονται σε κάθε τύπο αυτών. Μία περιοχή χαρακτηρίζεται έλος αν η βλάστηση αποτελείται κυρίως από δέντρα και όχι από αγρωστώδη.
Εκβολή
Εκβολή στην γεωγραφία είναι το σημείο στο οποίο ένας ποταμός καταλήγει στην θάλασσα. Συχνά κατά την εκβολή τους οι ποταμοί διακλαδίζονται σε επιμέρους κλάδους καλύπτοντας συνολικά μεγάλες εκτάσεις. Οι εκτάσεις που καλύπτονται με αυτό τον τρόπο από τους κλάδους του ποταμού που εκβάλλει έχουν συνήθως τριγωνικό σχήμα και ονομάζονται δέλτα ποταμού. Ο όρος δέλτα ποταμού δηλώνει την έκταση που καλύπτει ένας ποταμός στην περιοχή των εκβολών του.
Οι εκβολές των ποταμών έχουν διάφορες μορφές. Πιο συνηθισμένη είναι η περίπτωση σχηματισμού δέλτα, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που ποταμοί εκβάλουν στην θάλασσα χωρίς να διασπώνται σε επιμέρους κλάδους. Άλλη περίπτωση εκβολής ποταμού είναι με σχηματισμό λιμνοθάλασσας στα σημεία εκβολής του. Αυτό οφείλεται στα φερτά υλικά που εναποθέτει ο ποταμός στην περιοχή που εκβάλλει δημιουργώντας μία πολύ ρηχή θάλασσα με πλάτος αρκετών χιλιομέτρων, στην οποία συνυπάρχει το γλυκό νερό του ποταμού και το αλμυρό της θάλασσας. Στις περιπτώσεις των ποταμών που είναι προέκταση παγετώνων οι ποταμοί εκβάλουν σχηματίζοντας βαθιές χαράδρες που είναι γνωστές ως φιόρδ.
Λίμνη
Ως λίμνη νοείται ο υγροβιότοπος που αποτελείται από μάζες νερού, γλυκού ή αλμυρού, αλλά και γενικότερα μάζες υγρού (πχ. μεθάνιο), συγκεντρωμένες σε κοιλότητες της επιφάνειας της γης, φαινομενικά στάσιμες και χωρίς άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα. Τα βάθη των λιμνών είναι σχετικά μικρά σε σχέση με των Ωκεανών και των Θαλασσών.
Ως οικοσύστημα ορίζουμε μία οργανωμένη ενότητα έμβιων όντων και αβιοτικών στοιχείων μέσα στην οποία ανταλλάσσονται υλικά και ενέργεια με κινητήρια δύναμη μια πηγή ενέργειας. Η έννοια του οικοσυστήματος αφορά δηλαδή όχι μόνο στους ζωντανούς οργανισμούς ενός τόπου αλλά και σε κάθε τι που τους περιβάλλει και τους επηρεάζει και που ουσιαστικά συνθέτει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν. Περιλαμβάνει ακόμα τις σχέσεις ανάμεσα στους οργανισμούς και ανάμεσα σ' αυτούς και τα επιμέρους στοιχεία του φυσικού τους περιβάλλοντος.
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
Με τον όρο κλιματική αλλαγή αναφερόμαστε στη μεταβολή του παγκόσμιου κλίματος και ειδικότερα σε μεταβολές των μετεωρολογικών συνθηκών που εκτείνονται σε μεγάλη χρονική κλίμακα. Τέτοιου τύπου μεταβολές περιλαμβάνουν στατιστικά σημαντικές διακυμάνσεις ως προς τη μέση κατάσταση του κλίματος ή τη μεταβλητότητά του, που εκτείνονται σε βάθος χρόνου δεκαετιών ή περισσότερων ακόμα ετών. Οι κλιματικές αλλαγές οφείλονται σε φυσικές διαδικασίες, καθώς και σε ανθρώπινες δραστηριότητες με επιπτώσεις στο κλίμα, όπως η τροποποίηση της σύνθεσης της ατμόσφαιρας. Στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές, η κλιματική αλλαγή ορίζεται ειδικότερα ως η μεταβολή στο κλίμα που οφείλεται άμεσα ή έμμεσα σε ανθρώπινες δραστηριότητες, διακρίνοντας τον όρο από την κλιματική μεταβλητότητα που έχει φυσικά αίτια.
ΒΙΟΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Βιοκοινότητα :Το σύνολο των πληθυσμών των οργανισμών που ζουν σε έναν βιότοπο, για το ίδιο χρονικό διάστημα και το σύνολο των σχέσεων που οι οργανισμοί αυτοί αναπτύσσουν μεταξύ τους (αναφέρεται και ως βιοκοινωνία). Οι σχέσεις μεταξύ των οργανισμών μπορεί να είναι τροφικές, ανταγωνιστικές, συνεργασίας, παρασιτισμού, συμβίωσης κλπ. Η βιοκοινότητα είναι, δηλαδή, κάτι παραπάνω από απλή συνάθροιση των πληθυσμών των ειδών, καθώς περιλαμβάνει και τις αλληλεπιδράσεις τους. Σε επίπεδο βιολογικής οργάνωσης, η βιοκοινότητα αποτελεί μια ευρύτερη έννοια από αυτήν του πληθυσμού, δηλαδή από το σύνολο των οργανισμών ενός συγκεκριμένου είδους. Ταυτόχρονα έχει στενότερη έννοια από το οικοσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη βιοκοινότητα όσο και τους αβιοτικούς παράγοντες (χημικά συστατικά, μορφή εδάφους κλπ.) του περιβάλλοντος, με τους οποίους βρίσκεται επίσης σε συνεχή αλληλεπίδραση. Σε ένα δάσος κωνοφόρων, για παράδειγμα, ζουν πολλά είδη ζώων και φυτών που αποτελούν τη βιοκοινότητα του δάσους, η οποία, σε συνδυασμό με το αβιοτικό περιβάλλον, αποτελεί το οικοσύστημα αυτού του δάσους. Με κριτήριο τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν για την εξασφάλιση ενέργειας, οι οργανισμοί κάθε βιοκοινότητας διακρίνονται σε αυτότροφους ή παραγωγούς και σε ετερότροφους, δηλαδή τους καταναλωτές διαφόρων τάξεων και τους αποικοδομητές. Η βιοκοινότητα μπορεί να οριστεί σε διάφορες κλίμακες ή επίπεδα, ανάλογα με το μέγεθος του βιότοπου που ορίζει κάθε φορά ο μελετητής· για παράδειγμα, το σύνολο των οργανισμών σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να θεωρηθεί μια βιοκοινότητα, όπως μπορεί να θεωρηθεί και η μικροχλωρίδα του εντέρου του ανθρώπου. Η δυνατότητα ανεύρεσης ευκρινών ορίων ανάμεσα στις βιοκοινότητα, στον χώρο, εξαρτάται από τον τρόπο μεταβολής των περιβαλλοντικών συνθηκών· αν, για παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές συνθήκες μεταβάλλονται ασυνεχώς, τότε συνήθως διαφορετικές ομάδες ειδών αντικαθιστούν η μία την άλλη στον χώρο, ενώ αν η μεταβολή είναι προοδευτική και συνεχής, η διαδοχή των οργανισμών γίνεται κατ’ ανάλογο τρόπο. Η σύνθεση μιας βιοκοινότητας αλλάζει, όμως, και με το πέρασμα του χρόνου· οι μεταβολές αυτές μπορεί να είναι εποχιακές, ή μη εποχιακές χρονοβόρες αλλαγές, που αποτελούν τη διαδοχή. Ο απλούστερος τρόπος για να χαρακτηριστεί μια βιοκοινότητα είναι να προσδιοριστεί η ποικιλότητά της, δηλαδή να καταγραφούν οι διαφορετικές ταξινομικές μονάδες που υπάρχουν σε αυτήν καθώς και η αφθονία του κάθε είδους· για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται διάφορες μαθηματικές εξισώσεις που ονομάζονται δείκτες ποικιλότητας.
ΧΛΩΡΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Στον υγρότοπο Άγρα- Βρυττών -Νησίου κυρίαρχος τύπος υγροτοπικής βλάστησης είναι οι καλαμώνες με χαρακτηριστικά είδη τα καλάμια και βούρλα όπου βρίσκουν καταφύγιο αρκετά είδη ζώων. Συναντάμε κατά θέσεις ορχιδέες και ίριδες. Στη δυτική πλευρά του υγροτόπου , σχηματίζονται υγρά λιβάδια, ενδιαίτημα σημαντικό για ερωδιούς και παρυδάτια πουλιά. Στη λίμνη κυριαρχούν ποταμογείτονες και νούφαρα, δημιουργώντας θέσεις κατάλληλες για την απόθεση των αυγών των ψαριών.
Στις όχθες των καναλιών που διαρρέουν τον υγρότοπο, διατηρούνται συστάδες παρόχθιας βλάστησης, με ιτιές, λεύκες και σκλήθρα, ενδιαιτήματα πολύ σημαντικά για τη διαβίωση των υδρόβιων πουλιών. Στην γύρω από τον υγρότοπο αγροτική περιοχή κυριαρχούν κερασιές, ενώ στους γύρω λόφους αναπτύσσονται δάση (μικτά δάση Δρυός, Φτελιάς και Φράξου, δάση Καστανιάς, δάση Οστρυάς, κ.ά), θαμνότοποι και λιβάδια, βιότοποι κατάλληλοι για αρπακτικά και στρουθιόμορφα πουλιά.
Αντιπροσωπευτικά είδη
Νούφαρο
Το συναντάμε σε έλη, τέλματα, λίμνες (ακίνητα νερά). Έχει πολυετές ρίζωμα έρπον, σαρκώδες, εδώδιμο. Άνθη με ευχάριστο άρωμα, που ανοίγουν το πρωί και κλείνουν το απόγευμα, από Μάιο ως τέλος Σεπτέμβρη. Νερόκρινο
Το συναντάμε στις όχθες λιμνών, ελών και χαντακιών. Χωρίς τα άνθη του μοιάζει με "Άκορο" (είδος καλαμιού). Οι βλαστοί του φτάνουν το 1,5m. Ανθίζει Απρίλιο-Ιούνιο και έχει διακριτικό άρωμα.
Utricularia vulgaris
Υδρόβιο σαρκοφάγο φυτό, με υποβρύχιους βλαστούς, 30-100cm. Στα φύλλα τους έχουν μικρές κύστες με άνοιγμα που κλείνει με βαλβίδα, όπου παγιδεύονται μικρά υδρόβια έντομα. Οι ουσίες τους απορροφούνται από το φυτό, αφού αποσυντεθούν από σαπροφυτικούς μικροοργανισμούς (όχι με ένζυμα όπως κάνουν άλλα σαρκοφάγα φυτά).
Ποταμογείτων
Πολυετές, ανθεκτικό, ταχείας ανάπτυξης υδρόβιο φυτό σε λίμνες, έλη και χαντάκια, με υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ύλη. Ανθίζει από Μάιο ως Σεπτέμβριο με ερμαφρόδιτα άνθη.
Άριστος οξυγονωτής του νερού, αντέχει και σε όξινο και σε αλκαλικό περιβάλλον. Οι ρίζες του είναι εδώδιμες.
ΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Στην περιοχή προστασίας και στην ευρύτερη περιοχή βρίσκουν τροφή και καταφύγιο πολλά είδη της δασικής πανίδας, θηλαστικά, πτερωτά, αμφίβια, ψάρια, ερπετά κλπ.
Θηλαστικα
Τα είδη των μεγάλων θηλαστικών της περιοχής ανέρχονται σε δέκα (10):
Σκαντζόχοιρος, Δασομυωξός, Μυοκάστορας, Κρικοποντικός, Νυφίτσα, Κουνάβι, Ασβός, Αλεπού, Λύκος και Βίδρα.
Για ορισμένα από τα είδη των θηλαστικών απαιτούνται μέτρα προστασίας από την κοινοτική Οδηγία 92/43 και τη Σύμβαση Βέρνης.
Είδη που απαιτούν καθορισμό ειδικών ζωνών προστασίας (Παράρτημα II Οδηγίας 92/43 Ε.Ε.): Λύκος.
Είδη που απαιτούν προστασία (Σύμβαση Βέρνης): Σκαντζόχοιρος, Δασομυωξός, Μυοκάστορας, Νυφίτσα, Κουνάβι και Ασβός.
Είδη που περιέχονται στο Κόκκινο Βιβλίο: Δασομυωξός, Ασβός και Λύκος.
Αμφιβια
Λιμνοβάτραχος (Έως 13 εκατοστά)
Ο λιμνοβάτραχος είναι ο μεγαλύτερος ενδημικός βάτραχος της Ευρώπης με θαμπό καφετί χρώμα και πρασινωπές ραβδώσεις στο πίσω μέρος. Συνήθως βρίσκεται ανάμεσα στα υδρόβια φυτά. Διαχειμάζει στο νερό. Εναποθέτει 200-2000 αυγά, σχηματίζοντας συμπαγείς μάζες σε υδρόβια φυτά ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Ερπετα
Αμφίβια και ερπετά (ενδημικά, απειλούμενα, σπάνια και προστατευόμενα είδη).
Πέντε (5) είδη περιλαμβάνονται στο Παράρτημα της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43 ως είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος, η διατήρηση των οποίων επιβάλλει τον καθορισμό ζωνών. Όλα τα είδη των ερπετών και των αμφιβίων της περιοχής προστατεύονται από τη Σύμβαση της Βέρνης.
Χελώνες: Μεσογειακή χελώνα
Σαύρες: Σμαραγδόσαυρα
Φίδια: Πέντε (5) είδη έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή : Τυφλίτης, Σαπίτης, Νερόφιδο, Λιμνόφιδο και Οχιά.
Νερόφιδο έως 200 cm
Το νερόφιδο είναι κοινό φίδι που ζει σε έλη και λίμνες αν και συχνά βγαίνει στην ξηρά, κυρίως μετά τη βροχή. Τρέφεται συνήθως με αμφίβια και ψάρια ενώ όταν απομακρύνεται από το νερό επιτίθεται σε μικρά τρωκτικά και σαύρες. Είναι τελείως ακίνδυνο για τον άνθρωπο. Όταν απειλείται σφυρίζει και βγάζει μια δύσοσμη ουσία. Πέφτει σε χειμερία νάρκη σε τρύπες δίπλα στο νερό.
ΟΡΝΙΘΟΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Αναφορικά με την ορνιθοπανίδα, η περιοχή αποτελεί αντιπροσωπευτικό και σε μεγάλη έκταση αδιάσπαστο, πολύ σημαντικό για αυτή, υγροτοπικό και χερσαίο οικοσύστημα.
Ο συνολικός αριθμός των πτηνών που παρατηρήθηκαν στην περιοχή ανέρχεται σε 133 είδη, μεταξύ των οποίων 18 είδη αρπακτικών, 40 υδρόβια, 13 μη στρουθιόμορφα και 62 στρουθιόμορφα.
Η περιοχή έχει ιδιαίτερη πανελλήνια και πανευρωπαϊκή αξία διότι:
(1). Ο μεγαλύτερος αριθμός των ειδών από τα πτηνά που έχουν παρατηρηθεί στον υγρότοπο μέχρι σήμερα, είναι μόνιμοι κάτοικοι ή καλοκαιρινοί επισκέπτες που αναπαράγονται στην περιοχή μελέτης.
(2). Τα περισσότερα από τα είδη της ορνιθοπανίδας που απαντώνται στην περιοχή, προστατεύονται από την ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία (Κοινοτική Οδηγία 79/409, σύμβαση της Βέρνης και Σύμβαση της Βόννης)
(3). Πολλά από τα είδη αυτά θεωρούνται απειλούμενα με εξαφάνιση, κινδυνεύοντα, τρωτά, σπάνια στην Ευρώπη, περιέχονται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας και είναι μειούμενα σε Εθνικό, Πανευρωπαϊκό και Παγκόσμιο επίπεδο.
Ως σημαντικότερο είδος για την περιοχή θεωρείται η βαλτόπαπια, είδος που κινδυνεύει παγκοσμίως με εξαφάνιση και που αναπαράγεται στη λίμνη Άγρα. Από άποψη σπανιότητας, πολύ σημαντικά θεωρούνται τα είδη: αργυροπελεκάνος, ροδοπελεκάνος, λαγγόνα, μουγκάνα, αργυροτσικνιάς, πορφυροτσικνιάς, φερεντίνι, γκισάρι, φιδαετός, καλαμόκιρκος, αετογερακίνα, σταυραετός, πετρίτης, μουστακογλάρονο και μαυρογλάρονο, η πλειοψηφία των οποίων δεν αναπαράγεται όμως στην περιοχή μελέτης.
Αντιπροσωπευτικά είδη
Κύκνος
Μόνιμη είναι η παρουσία του κύκνου στον υγρότοπο Άγρα-Βρυττών-Νησίου. Έχει μήκος 1,4-1,5 μ. και άνοιγμα φτερούγων 2,5 μ. Το βάρος ενός ενήλικου ατόμου είναι 10-12 κιλά. Αρχικά το φτέρωμα του είναι γκριζόφαιο και αποκτά το εντυπωσιακό λευκό σε ηλικία 2-3 ετών. Αναπαραγωγικά ωριμάζει μετά από 4 χρόνια και ζει περίπου 30 έτη.
Κορμοράνος
Συχνά "λιάζεται" με ανοιχτές τις φτερούγες. Σε σμήνος πετάει με τεντωμένο λαιμό σε αρμονικούς V σχηματισμούς. Στην Ελλάδα ζει και το συγγενικό είδος "Λαγγόνα", που είναι πιο μικρόσωμη, ενώ αποκλειστικά στη θάλασσα διαβιώνει ο ενδιάμεσος στο μέγεθος συγγενής τους "Θαλασσοκόρακας".
Μικροτσικνιάς
Μικροσκοπικός ερωδιός στο μέγεθος του περιστεριού, που συνήθως παραμένει κρυμμένος στις καλαμιές. Ως καλοκαιρινός επισκέπτης φτάνει στον υγρότοπό μας τον Απρίλιο και φεύγει τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο. Ξεχωρίζει από το σκούρο στέμμα στο κεφάλι του, που έχει στους αρσενικούς απόχρωση πρασινόμαυρη, όπως και στη ράχη. Το σώμα είναι ραβδωτό, ενώ οι φτερούγες έχουν υπόλευκο μπάλωμα. Μόλις νιώσει κίνδυνο, ο μικροτσικνιάς "κοκαλώνει" ανάμεσα στα καλάμια και στέκει σαν στήλη άλατος.
Βαλτόπαπια
Είδος που απειλείται παγκοσμίως με εξαφάνιση. Οι πληθυσμοί της έχουν μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Ζει και αναπαράγεται και στον υγρότοπο Άγρα-Βρυττών-Νησίου. Ο χρωματισμός της είναι σκούρος καφετής προς το κεραμιδί, σε όλο τα σώμα εκτός από την κοιλιά που είναι λευκή και το λευκό κάτω μέρος της ουράς. Το αρσενικό έχει λευκό δακτύλιο στο μάτι, που το ξεχωρίζει από το θηλυκό που το μάτι του είναι καφέ.
ΙΧΘΥΟΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Τη σημερινή σύνθεση του ιχθυοπληθυσμού της λίμνης αποτελούν τα παρακάτω είδη ψαριών: γριβάδι, μπρένα ή μπριάνα, γουλιανός, πλατίκα, γληνάρι, τούρνα, τσιρόνι, πεταλούδα, ιταλικό, μουρμουρίτσα, κουνοποφάγος και ο χορτοφάγος ασιατικός κυπρίνος. Οι καραβίδες με δύο (2) είδη, τη ντόπια, η οποία στο παρελθόν παρουσίαζε τεράστιο οικονομικό ενδιαφέρον για τους κατοίκους της περιοχής και τη βορειοαμερικανική καραβίδα.
Αντιπροσωπευτικά είδη
Τούρνα (Έως 150 εκατοστά και 35 κιλά)
Η τούρνα έχει χαρακτηριστεί ως “καρχαρίας του γλυκού νερού” όχι τόσο για το σχήμα της αλλά για την αδηφαγία και ταχύτητα της. Είναι ένας εξολοθρευτής των άλλων ψαριών και αμφίβιων. Δε διστάζει να επιτεθεί και σε ψάρια που ξεπερνούν το μισό του μεγέθους της. Είναι νόστιμο ψάρι που καταναλώνεται κυρίως στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Συναντιέται σε ποτάμια και λίμνες πλούσια σε βλάστηση, με σχετικά καθαρά νερά.
Γριβάδι (Έως 120 εκατοστά και 37 κιλά)
Το γριβάδι είναι ένα από τα πιο γνωστά ψάρια του γλυκού νερού. Μπορεί να ζήσει σε λίμνες και ποτάμια φτωχά σε οξυγόνο, ακόμα και σε βουρκώδη νερά. Είναι πολύ ανθεκτικό ψάρι, γι' αυτό μπορεί να επιζήσει αρκετές ώρες έξω από το φυσικό του περιβάλλον. Τρώει ασπόνδυλα του βυθού και φυτικά υλικά. Έχει νόστιμο κρέας.
Πλατίτσα (Έως 26 εκατοστά και 60 γραμ.)
Η πλατίτσα είναι ένα διαδεδομένο είδος ψαριού σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα, με πολλά υποείδη ανά περιοχή. Τη συναντάμε σε ρυάκια, ποτάμια και λίμνες μαζί με την κοκκινοφτέρα, το γριβάδι ή τις πεταλούδες. Έχει αρκετά νόστιμη σάρκα και ψαρεύεται εντατικά.
Όπως και τα περισσότερα ασπρόψαρα, είναι πολύ περίεργη και ορμάει συνήθως πρώτη στα δολώματα των ερασιτεχνών ψαράδων. Τρέφεται με ασπόνδυλα, προνύμφες εντόμων και έντομα.
Καραβίδα του γλυκού νερού (Έως 15 εκατοστά και 60 γραμ.)
Η καραβίδα ανήκει στα καρκινοειδή και έχει παρόμοιες συνθήκες διαβίωσης με το καβούρι. Εκτρέφεται ευρέως για την εκλεκτή ποιότητα της σάρκας της. Συναντάμε στον υγρότοπό μας δύο είδη καραβίδας τη ντόπια (κόκκινη) και την αμερικανική. Οι καραβίδες, όταν μεγαλώνουν, αποβάλλουν το όστρακό τους και συνθέτουν ένα νέο. Όταν απειλούνται κολυμπούν προς τα πίσω με μεγάλη ταχύτητα ενώ προχωρούν προς τα εμπρός όταν αναζητούν τροφή. Θεωρείται καθαριστής των ποταμών και των λιμνών αφού η τροφή της αποτελείται από νεκρά ζώα ή φυτά
ΣΥΝΘΗΚΗ ΡΑΜΣΑΡ
Η σύμβαση για τους Υγροβιότοπους Διεθνούς Σημασίας υπογράφηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1971 στην περσική πόλη Ραμσάρ και άρχισε να ισχύει στις 21 Δεκεμβρίου του 1975. Η Ελλάδα έχει υπογράψει τη συγκεκριμένη σύμβαση.
Η συμφωνία
Οι χώρες που υπέγραψαν τη σύμβαση συμφωνούν στα εξής:
Οι υγροβιότοποι είναι φυσικοί πόροι με μεγάλη αξία (αναψυχική, οικονομική, επιστημονική).
Οι υγροβιότοποι αποτελούν ενδιαιτήματα σπάνιων ειδών χλωρίδας και πανίδας και κυρίως ορνιθοπανίδας.
Τα υδρόβια πουλιά μεταναστεύουν εποχιακά και πρέπει να προστατεύονται.
Τα οικοσυστήματα πρέπει να προστατευτούν για την αειφόρο ανάπτυξη και διατήρηση, εφόσον ο άνθρωπος εξαρτάται από το περιβάλλον.
Να μη γίνει μετατροπή των υγροβιότοπων σε άλλη μορφή.
Έχουν μεγάλη περιβαλλοντική αξία λόγω της ποικιλότητας των οικοσυστημάτων και της βιοκοινότητας τους.
Οι υγρότοποι αποτελούν συνδυασμό φυσικών βιοτόπων. Είναι σύνθετα οικοσυστήματα και παρέχουν οφέλη ως προς την αλιεία, την κτηνοτροφία, τη δασική ξυλεία, την αναψυχή και την περιβαλλοντική εκπαίδευση.
Ένας υγροβιότοπος χαρακτηρίζεται ως Διεθνούς Σημασίας όταν
α) φιλοξενεί το 1% του μεταναστευτικού πληθυσμού ενός υδρόβιου είδους σε αριθμό τουλάχιστον 100 ατόμων.
β) αν σταματούν εκεί τουλάχιστον 10.000 πάπιες.
γ) αν υπάρχουν φυτά και ζώα που βρίσκονται σε εξαφάνιση.
Οι περιοχές:
Οι σημαντικότεροι και με διεθνή σημασία υγρότοποι, στη χώρα μας που προστατεύονται από τη συνθήκη Ραμσάρ είναι οι παρακάτω:
Δέλτα ΄Εβρου.
Λίμνη Ισμαρίδα (Μητρικού) και Λιμνοθάλασσες Ροδόπης (Πτελέα - ΄Ελος, Μέση, Αρωγή, Φανάρι).
Λίμνη Βιστωνίδα και Λιμνοθάλασσες Πόρτο Λάγος, Λάφρη και Λαφρούδα.
Δέλτα Νέστου και Λιμνοθάλασσες ΒΔ Κεραμωτής (Ερατεινό, Βάσοβα, Αγίασμα).
Λίμνη Κερκίνη.
Λίμνη Κορώνεια και λίμνη Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα.
Δέλτα Λούρου και Αράχθου (Αμβρακικός).
Λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και Αιτωλικού – Δέλτα Αχελώου, Ευήνου.
Λιμνοθάλασσα Κοτύχι – Δάσος Στροφυλιάς και γύρω υγρότοποι.
Επίσης υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί Ελληνικοί Υγρότοποι όπως:
Λίμνες Αιτωοακαρνανίας (Τριχωνίδα, Λυσιμαχία, Οζερός, Αμβρακία, Βουλκαριά), Λίμνες Θεσπρωτίας (Καλοδίκι, Λιμνοπούλα, Προντάνη κ.α), Δέλτα Καλαμά, Λιμνοθάλασσα Πύλου, εκβολή Ευρώτα, Λίμνη Στυμφαλία, υγρότοποι Τροιζηνίας, έλος Μαραθώνα, Λίμνη Δύστου, υγρότοποι Κρήτης, Λιμνοθάλασσα Ιστιαίας, Δέλτα Σπερχειού, Ταμιευτήρες Κάρλας, Δέλτα Πηνειού, Λιμνοθάλασσα Επανωμής – Αγγελοχωρίου, Λιμνοθάλασσα Λήμνου, Λιμνοθάλασσα Ιστιαίας, Λίμνες Δυτικής Μακεδονίας (Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτις, Ζαζάρη), Λιμνοθάλασσα Λήμνου (Χορταρόλιμνη, Αλυκή, κ.α), Λιμνοθάλασσα Κω (Ψαλίδι, Τιγκάκι), Λιμνοθάλασσα Λέσβου (Καλλονή Πολύχνιτος κ.α)
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://el.wikipedia.org/
Ερωτηματολόγιο για το νερό
Άνδρας Γυναίκα
Ηλικία …….…..<20……..…20-30……..…31-40….…..…41-50…...……51-60…………>60 ……κυκλώστε
Κατοικείτε στην Αγιά;………. ΝΑΙ ΟΧΙ
Το πόσιμο νερό της Αγιάς προέρχεται από γεωτρήσεις ή άλλες πηγές
Γεωτρήσεις ...... Άλλες πηγές…… ΔΓ
Θεωρείτε ότι στην Αγιά, το νερό της βρύσης, είναι καλής ποιότητας ;
ΝΑΙ .…... ΟΧΙ ..…….…. ΔΓ
Θεωρείτε ότι το εμφιαλωμένο νερό είναι καλύτερης ποιότητας από το νερό της βρύσης;
ΝΑΙ … ΟΧΙ…. ΔΓ
Στο σπίτι πίνετε νερό της βρύσης ή εμφιαλωμένο;
Βρύσης ……… Εμφιαλωμένο
Θεωρείτε ότι θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα στο μέλλον με το πόσιμο νερό; ....
ΝΑΙ .…... ΟΧΙ ..…….…. ΔΓ
Φροντίζετε να κάνετε οικονομία νερού στο σπίτι; …..
ΝΑΙ ..……. ΟΧΙ
Η περιβαλλοντική ομάδα του Γυμνασίου Αγιάς 2011 – 20121 Τσιοβαλιού Καλλιόπη Γ3
2 Σάλια Άτζελα Γ3
3 Σοφολόγης Δημήτριος Γ3
4 Γρίβα Δέσποινα Γ1
5 Γουργιώτη Χρυσή Γ1
6 Γκαρανέ Σταματία Γ1
7 Κολοβός Στέργιος Γ2
8 Παπακανάκη Βασιλική Γ2
9 Κουρούκα Παρασκεύη Γ2
10 Γουργιώτη Μιχαλία Γ1
11 Καΐπη Ιωάννα Γ1
12 Αβραδές Μάριος Γ1
13 Κασίδας Λέανδρος Γ2
14 Δάμος Μαρινέλο Γ1
15 Παπαρισούλης Λέων Γ2
16 Μπεκιάρη Αναστασία Γ2
17 Μυλωνά Γεωργία Γ2
18 Χριστοδούλου Πηνελόπη Γ3
Παιδαγωγική Ομάδα: Καμάρης Περικλής
Συντονιστής Εκπαιδευτικός: Ράιδος Δημήτριος
Παιδαγωγική Ομάδα: Καμάρης Περικλής
Νεαρόν Ύδωρ…
To δημώδες όνομα νερό προέρχεται από τη βυζαντινή φράση νεαρόν ύδωρ το οποίο σήμαινε τρεχούμενο ύδωρ (που μόλις βγήκε από την πηγή), η οποία με τη σειρά της προέρχεται από την αρχαία ελληνική (και την καθαρεύουσα) φράση νήρον ύδωρ για το νερό. Στα βυζαντινά χρόνια ο νερουλάς, περιφέρονταν στις γειτονιές της πόλης και φώναζε «νεαρόν ύδωρ», δηλαδή φρέσκο ύδωρ, για να κατέβουν οι νοικοκυρές να γεμίσουν την κανάτα. Αργότερα για συντόμευση, φώναζε μονό «νεαρό»και σιγά σιγά έφτασε η λέξη νερό να σημαίνει ύδωρ Από την επίσημη ονομασία ύδωρ έχουν προκύψει όλοι οι σχετικοί επιστημονικοί όροι.
Κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2011-2012 στο Γυμνάσιο Αγιάς υλοποιήθηκε πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης από μαθητές της Γ τάξης με θέμα: “Το Νερό”.
Στα πλαίσια αυτά οργανώσαμε μια σειρά παρουσιάσεων και δραστηριοτήτων παράλληλα με τις επιμέρους εργασίες των μελών της περιβαλλοντικής ομάδας. Πραγματοποιήσαμε επίσκεψη στο Κέντρο περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης Μουζακίου, συμμετείχαμε στις δραστηριότητες του Δήμου Αγιάς για την Ώρα της Γης. Στις 22 Απριλίου (Παγκόσμια ημέρα της Γης) ενημερώσαμε τους πολίτες της Αγιάς και πραγματοποιήσαμε έρευνα για τις απόψεις και τις συνήθειές τους όσον αφορά το πόσιμο νερό.
Κατά τη διάρκεια της δράσης αυτής τα παιδιά είχαν την ευκαιρία να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους, να διερευνήσουν και να μάθουν το ρόλο και τη σημασία του νερού στη ζωή μας.
Πέρα όμως από το γνωστικό τομέα και την ευαισθητοποίηση των μαθητών και μαθητριών σχετικά με το περιβάλλον, πιστεύουμε ότι δόθηκε στα παιδιά μια επιπλέον ευκαιρία για κοινωνικοποίηση μέσα από τη συνεργασία, την ομαδική εργασία και την χαρά της δημιουργίας.
Η Περιβαλλοντική ομάδα του Γυμνασίου Αγιάς ασχολήθηκε με δύο σημαντικά θέματα τα οποία απασχολούν ολόκληρο τον πλανήτη. Πρόκειται για το νερό και την ενέργεια. Για την έλλειψη και την ποιότητα του πόσιμου νερού και την μετάβαση στη χρήση ανανεώσιμων μορφών ενέργειας. Καθώς διαβάζετε την εργασία μας, θα καταλάβετε πόσο σημαντικό είναι για εμάς αλλά και για όλους τους ζωντανούς οργανισμούς το νερό. Χάρη σε αυτό μπορούσαμε, μπορούμε και θα μπορούμε να κάνουμε πάρα πολλά πράγματα και πάνω από όλα να επιβιώσουμε.
Πριν από 4δις χρόνια πρωτοεμφανίστηκαν και οι πρώτοι ζωντανοί οργανισμοί στη γη μέσα στο νερό ,θαύμα της φύσης. Με την εξέλιξη των ειδών φτάνουμε στο ΣΗΜΕΡΑ. Ο άνθρωπος αξιοποίησε επίσης το νερό σε πολλές τεχνολογικές εφαρμογές (υδροηλεκτρική ενέργεια, κτλ.). Ωστόσο, με την κλιματική αλλαγή και την αλόγιστη χρήση, είμαστε υπεύθυνοι για την μείωση των αποθεμάτων. Αν δεν σταματήσουμε εγκαίρως, θα είναι πολύ αργά για τη σωτηρία του πλανήτη.
Κατά τη διάρκεια της συλλογής πληροφοριών για την εργασία μας, ανακαλύψαμε και άλλους ρόλους του νερού στη ζωή μας. Συμπέρασμα…το νερό είναι περισσότερο σημαντικό για όλους μας από όσο νομίζουμε. Τι πρέπει να κάνουμε για να του ανταποδώσουμε όλα αυτά που μας προσφέρει; Πολλές απαντήσεις και όμως μία είναι η ιδανική…να το ΣΕΒΑΣΤΟΥΜΕ!!!
ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ
1. Η χημεία του νερού
Τσιοβαλιού Καλλιόπη - Σάλια Άντζελα - Σοφολόγης Δημήτρης
2. Νερό - Υγεία - Βιολογία
Χρύσα Γουργιώτη - Δέσποινα Γρίβα - Σταματία Γκαρανέ
3. Νερό στη Λάρισα και στη Θεσσαλία
Κολοβός Στέργιος – Παπακανάκη Βίκυ – Κουρούκα Παρασκευή
4. Ρύπανση και μόλυνση του νερού
Μιχαέλα Γουργιώτη - Ιωάννα Καΐπη - Μάριο Αβραδέ
5. Κύκλος του νερού
Δάμο Μ. - Κασίδα Λ. - Παπαρισούλη Λ.
6. Υγρότοποι - Υγροβιότοποι
Μπεκιάρη Αναστασία – Μυλωνά Γεωργία – Χριστοδούλου Πηνελόπη
1. Η ΧΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
1. Δομή του μορίου του νερού
2. Σύσταση του νερού
3. Φυσικές ιδιότητες του νερού
4. Χημικές ιδιότητες του νερού
5. Πόσιμο νερό
6. Άλατα και αποσκλήρυνση
7. Το νερό ως διαλύτης
8. Χημεία υδατικών διαλυμάτων
9. pH και νερό
10. Είδη νερού
11. Έλεγχος ποιότητας νερού
12. Βιβλιογραφία
ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΜΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το μόριο του νερού δεν είναι γραμμικό, δηλαδή οι δεσμοί Ο-Η δε βρίσκονται πάνω στην ίδια ευθεία, αλλά σχηματίζουν γωνία 104,5°. Το μήκος του δεσμού Ο-Η είναι 0,96 Å (Άγκστρεμ, 1 Å = 10−8 cm). Λόγω της γωνιακής διάταξης του δεσμού Ο-Η, το μόριο του νερού είναι ασύμμετρο και έχει υψηλή διπολική ροπή. Το κέντρο του θετικού φορτίου βρίσκεται προς την πλευρά του υδρογόνου και του αρνητικού προς την πλευρά του οξυγόνου. Ο υψηλός πολικός χαρακτήρας του μορίου εξηγεί τη μεγάλη του διηλεκτρική σταθερά (78 στους 25°C) και άλλες ιδιότητες αυτού, όπως είναι η διάλυση ιοντικών ενώσεων, ιδιότητα που το καθιστά το καλύτερο διαλυτικό μέσο.
Το νερό παρουσιάζει έντονα το φαινόμενο της σύζευξης, με τη δημιουργία μεταξύ των μορίων του δεσμών υδρογόνου. Τα μόρια δηλαδή του νερού σχηματίζουν γέφυρες μεταξύ του ηλεκτροθετικού υδρογόνου ενός μορίου και του ηλεκτραρνητικού οξυγόνου άλλου μορίου.
Δεσμοί υδρογόνου μεταξύ των μορίων του νερού εξακολουθούν να υπάρχουν και σε υψηλή σχετικά θερμοκρασία, όπως το μόλις λιωμένο νερό στο οποίο έχουν σπάσει το 15 % των δεσμών υδρογόνου. Έτσι, στους 25°C ο αριθμός των δεσμών υδρογόνου μεταξύ των μορίων του νερού έχει τέτοια τιμή, ώστε ο στοιχειομετρικός τύπος του, στους 25°C, δεν είναι ο γνωστός H2O, αλλά H180O90. Αυτοί οι σχηματισμοί είναι αποτέλεσμα των δεσμών υδρογόνου και ονομάζονται παγοειδή συγκροτήματα, ενώ το μοντέλο που περιγράφει τη συμπεριφορά του νερού με αυτόν τον τρόπο ονομάζεται ταλαντευόμενο συγκρότημα.
ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Οι διαλυμένες ή αιωρούμενες ενώσεις των φυσικών νερών μπορούν να διακριθούν ανάλογα με την αφθονία τους σε κύρια και δευτερεύοντα συστατικά και σε ιχνοστοιχεία και ανάλογα με τη χημική τους φύση σε οργανικές και ανόργανες ουσίες.
Στα κύρια συστατικά των φυσικών νερών συγκαταλέγονται οι ενώσεις των οποίων οι συγκεντρώσεις κυμαίνονται μεταξύ 0,1 και 10 meq/l (ιόντα ασβεστίου, μαγνησίου, νατρίου, χλωρίου, καλίου, ανθρακικά και θειικά άλατα κ.ά.). Τα παραπάνω ιόντα και ενώσεις αποτελούν γενικά τα μακροθρεπτικά συστατικά των υδρόβιων οργανισμών, ενώ κάποια από αυτά (Ca++, HCO3-) παίζουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση του pH του νερού
Στα δευτερεύοντα συστατικά των νερών συγκαταλέγονται ενώσεις με συγκεντρώσεις μικρότερες από 1mg/l (φωσφορικά, νιτρικά, πυριτικά ιόντα). Τα δευτερεύοντα ιόντα αποτελούν τα βασικά θρεπτικά συστατικά των φυτικών οργανισμών διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στην αφθονία των οργανισμών και συνεπώς στην παραγωγικότητα μιας υδάτινης έκτασης. Αν και η παρουσία διαφόρων ειδών φυτοπλαγκτόν σε μια λίμνη σχετίζεται με τη συγκέντρωση ορισμένων κύριων ιόντων, η αύξηση των πληθυσμών τους εξαρτάται από τη σχετική αφθονία των δευτερευόντων ιόντων (φαινόμενο ευτροφισμού). Τα φωσφορικά, νιτρικά και πυριτικά ιόντα είναι αυτά που διαμορφώνουν κυρίως την τροφική κατάσταση των λιμνών και καθορίζουν τις ολιγότροφες, μεσότροφες και εύτροφες συνθήκες. Σε περιπτώσεις υψηλής ρύπανσης οι συγκεντρώσεις των δευτερευόντων ιόντων μπορεί να ξεπεράσουν κατά πολύ το 1mg/l.
Στα φυσικά νερά ανιχνεύονται επίσης κατιόντα σιδήρου, χαλκού, μαγγανίου, ψευδαργύρου και άλλων στοιχείων, που βρίσκονται σε μικρές συγκεντρώσεις (ιχνοστοιχεία) και αποτελούν τα απαραίτητα μικροθρεπτικά συστατικά για τους υδρόβιους οργανισμούς, καθώς και ποικιλία οργανικών ουσιών.
Τα οργανικά συστατικά του νερού προέρχονται από τη διάσπαση ουσιών που υπάρχουν στη φύση, στα αστικά, γεωργοκτηνοτροφικά (υπολείμματα χρησιμοποιούμενων λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων κ.ά.) και στα βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από τη νεκρή φυτική βιομάζα που εμπλουτίζει τον υδάτινο αποδέκτη. Η διάσπαση του οργανικού υλικού (αποσύνθεση) συντελείται κυρίως από μικροοργανισμούς και απαιτείται η κατανάλωση οξυγόνου. Στις περιπτώσεις όπου η συγκέντρωση των οργανικών ουσιών στο νερό είναι μεγάλη (οργανική ρύπανση), οι ρυθμοί αποσύνθεσής τους και συνεπώς κατανάλωσης οξυγόνου εντείνονται, γεγονός που μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες ανοξίας και να προκαλέσει το θάνατο μεγάλου μέρους της ιχθυοπανίδας και της ασπόνδυλης πανίδας του νερού.
Στο σημείο αυτό σκόπιμο είναι να αναφερθεί ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό των παραπάνω θρεπτικών στοιχείων βρίσκεται διαλυμένο στο νερό της λίμνης και είναι άμεσα διαθέσιμο στα βιοτικά στοιχεία του συστήματος. το μεγαλύτερο τμήμα τους βρίσκεται σε ιζήματα στο βυθό της λίμνης, συνιστώντας ένα απόθεμα θρεπτικών.
ΦΥΣΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το νερό είναι υγρό, διαυγές, άχρωμο σε λεπτά στρώματα, κυανίζον σε μεγάλους όγκους. Η καθαρή ουσία είναι άγευστη, ενώ το καλό πόσιμο νερό έχει ευχάριστη γεύση, που οφείλεται στα διαλυμένα άλατα και αέρια. Η πυκνότητα του νερού είναι διαφορετική σε διάφορες θερμοκρασίες, με μέγιστη στους 4°C.
ΠΥΚΝΟΤΗΤΕΣ ΝΕΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΓΟΥ
Θερμοκρασία σε °C Πυκνότητα (gr/cm3)
100 0,9586
80 0,9719
60 0,9833
40 0,9923
20 0,9982
10 0,9997
5 0,9999
3,98 1,0000
0 (νερό) 0,9998
0 (πάγος) 0,9170
Από τον πίνακα φαίνεται πως το νερό σε στερεή κατάσταση έχει μικρότερη πυκνότητα απ' ότι στην υγρή. Ο όγκος μιας συγκεκριμένης ποσότητας νερού αυξάνεται κατά την ψύξη, γιατί η μοριακή δομή του πάγου στηρίζεται στους δεσμούς υδρογόνου, οι οποίοι συγκρατούν τα μόρια σε θέσεις με αρκετά κενά μεταξύ τους. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη ζωή στον πλανήτη μας: Οι πάγοι επιπλέουν στο νερό και δρουν ως μονωτικά, εμποδίζοντας το νερό που βρίσκεται από κάτω να παγώσει, μ' όλες τις ευεργετικές συνέπειες στη ζωή του υδρόβιου κόσμου.
Δεσμοί υδρογόνου στο νερό
Χωρίς την "ανωμαλία" αυτή της πυκνότητας του νερού, η ζωή στον πλανήτη μας δε θα υπήρχε, τουλάχιστον με τη σημερινή της μορφή, εξαιτίας της βαθμιαίας ψύξης του νερού της επιφάνειας της Γης.
Η ιδιορρυθμία της πυκνότητας του νερού είναι επίσης και η αιτία της αποσάθρωσης των βράχων. Το νερό που εισέρχεται στις ρωγμές των βράχων στερεοποιείται κατά τη διάρκεια του χειμώνα και προκαλεί την αποσάθρωσή τους. Ακόμα, το σπάσιμο των σωλήνων διανομής του νερού κατά το χειμώνα οφείλεται στην αύξηση του όγκου του νερού κατά τη μετάβαση από την υγρή στη στερεή κατάσταση.
Η ανωμαλία αυτή διαρκεί μέχρι τους 4°C περίπου και έπειτα η συμπεριφορά είναι η γνωστή, όταν η θερμοκρασία αυξάνεται, αυξάνεται και ο όγκος.
Το νερό έχει πολύ μεγάλη ειδική θερμότητα (θερμοχωρητικότητα, οι μεταβολές δηλαδή στη θερμοκρασία του συντελούνται με σχετικά αργούς ρυθμούς) και γι αυτό χρησιμοποιείται ευρύτατα ως ψυκτικό μέσο και ως φορέας θερμότητας στα καλοριφέρ παραπάνω ιδιότητα του νερού οφείλεται στην υψηλή ειδική του θερμότητα (για να ανέβει η θερμοκρασία 1g νερού κατά 1οC απαιτείται 1cal). Συνεπώς στο νερό αποθηκεύονται τεράστια ποσά θερμότητας σε σχέση με τα περισσότερα γνωστά υλικά χωρίς να αυξάνεται σημαντικά η θερμοκρασία του. Έτσι μπορούν να επιβιώνουν οι οργανισμοί των λιμνών στον ισημερινό, παρόλη την έντονη ηλιακή ακτινοβολία. Βέβαια η θερμοκρασία του νερού μειώνεται και λόγω εξάτμισης. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο οι θάλασσες, οι ωκεανοί, οι λίμνες και άλλες υδατοσυλλογές λειτουργούν σαν τεράστιοι θερμοσυσσωρευτές. απορροφούν δηλαδή θερμότητα, όταν η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας είναι υψηλή και αποδίδουν θερμότητα στην ατμόσφαιρα, όταν ο καιρός είναι ψυχρός. Έτσι οι περιοχές που γειτνιάζουν με το νερό δεν έχουν απότομες θερμοκρασιακές μεταβολές με αποτέλεσμα το κλίμα να είναι ηπιότερο και η μετάβαση από εποχή σε εποχή πιο ομαλή.
Το ιξώδες του νερού είναι επίσης ένας σημαντικός παράγοντας που καθορίζει το σχήμα των ψαριών και των λαρβών των εντόμων, που ζουν σε ποτάμια και λίμνες.
Τέλος, το νερό έχει μεγάλη θερμότητα εξαέρωσης (540cal/g). για την εξάτμιση μιας μικρής ποσότητας νερού απαιτείται μεγάλη ποσότητα θερμότητας. Το γεγονός αυτό έχει μεγάλη σημασία για τους ζωντανούς οργανισμούς αλλά και για τα οικοσυστήματα γενικότερα. Για παράδειγμα, οι οργανισμοί μπορούν να αποβάλλουν, μέσω εφίδρωσης, μεγάλες ποσότητες θερμότητας με περιορισμένες απώλειες νερού.
ΧΗΜΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το νερό έχει ποικίλη χημική δράση. Σχηματίζει "ενώσεις διά προσθήκης" με πολλά άλατα, καθώς και με πολλά μόρια άλλων ουσιών. Οι ενώσεις αυτές ονομάζονται υδρίτες ή ένυδρες ενώσεις. Οι δυνάμεις που ενώνουν τα μόρια των ουσιών και του νερού είναι:
Ελκτικές δυνάμεις μεταξύ του θετικού ιόντος του μετάλλου και του αρνητικού οξυγόνου του πολωμένου μορίου του νερού
Σχηματισμός ημιπολικού δεσμού μεταξύ του ατόμου του οξυγόνου και του ιόντος του μετάλλου με ένα ζεύγος ηλεκτρονίων.
Σχηματισμός γέφυρας υδρογόνου μεταξύ του μορίου του νερού και της ουσίας.
Άλλος σημαντικός τύπος αντίδρασης του νερού είναι η υδρόλυση (διάσπαση ενώσεων με τη βοήθεια νερού).
Το νερό επιτελεί αντιδράσεις οξειδοαναγωγής, όπου δρα άλλοτε ως οξειδωτικό και άλλοτε ως αναγωγικό μέσο.
ΠΟΣΙΜΟ ΝΕΡΟ
Το πόσιμο νερό πρέπει να είναι διαυγές, άχρωμο, άοσμο, δροσερό (θερμοκρασίας 7 – 11 Βαθμών Κελσίου). Πρέπει να περιέχει μικρή ποσότητα ανόργανων αλάτων (0,5 γραμμ. Στο λίτρο), γιατί το καθαρό νερό χωρίς διαλυμένα άλατα είναι βλαβερό για τον οργανισμό, εξαιτίας της μεγάλης διαπιδυτότητας των κυττάρων. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τα θαλασσινά ψάρια πεθαίνουν όταν μεταφερθούν σε γλυκό νερό και ψάρια του γλυκού νερού πεθαίνουν αμέσως μόλις τοποθετηθούν μέσα σε αποσταγμένο νερό, γιατί καταστρέφονται τα ερυθράαιμοσφαίρια (αιμόλυση). Το πόσιμο νερό περιέχει διαλυμένο οξυγόνο, άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, ελάχιστα ίχνη οργανικών ουσιών, καθώς και ίχνη φυτικών μικροοργανισμών.
ΑΛΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΚΛΗΡΥΝΣΗ
Όλα σχεδόν τα πόσιμα νερά περιέχουν, εκτός από τα όξινα ανθρακικά άλατα, και άλλα που διαλύονται στο νερό, όταν αυτό τα συναντά στο έδαφος, όπως χλωριούχο νάτριο (ΝaCl), θειϊκό ασβέστιο (CaSΟ4), θειϊκό μαγνήσιο (ΜgSΟ4) κ.λ.π. Όταν το νερό περιέχει μεγάλη ποσότητα διαλυμένων αλάτων, λέγεται σκληρό νερό. Το σκληρό νερό είναι ακατάλληλο για την πλύση με σαπούνι, γιατί σχηματίζονται σ' αυτό αδιάλυτοι σάπωνες ασβεστίου και μαγνησίου, δηλ. ελαϊκά, παλμιτικά και στεατικά άλατα ασβεστίου και μαγνησίου που δεν έχουν καμία απορρυπαντική ικανότητα και επιπλέον δε σχηματίζεται καθόλου αφρός σαπουνιού. Το σκληρό νερό προκαλεί διάφορες σοβαρές βιομηχανικές ενοχλήσεις στους ατμολέβητες και αφήνει μετά την εξάτμιση σημαντικές ποσότητες στερεών αποθεμάτων (πουρί).
Παλαιότερα, η αποσκλήρυνση του νερού, η αφαίρεση δηλαδή των όξινων ανθρακικών αλάτων του ασβεστίου και του μαγνησίου, γινόταν χημικώς, αναμειγνύοντας και αναταράζοντας το νερό με γάλα ασβέστου. Μετά την ανατάραξη κατακαθόταν το ευδιάλυτο όξινο ανθρακικό ασβέστιο ως αδιάλυτο ανθρακικό ασβέστιο. Αφηνόταν να καταπέσει το στερεό ανθρακικό ασβέστιο (CaCΟ3) και λαμβανόταν το διαυγές νερό, που ήταν σχεδόν χωρίς σκληρότητα. Άλλωστε στην αντίδραση αυτή οφείλεται ο σχηματισμός των σταλακτιτών (από την οροφή του σπηλαίου) και των σταλαγμιτών (από το δάπεδο).
Εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιείται η μέθοδος αποσκλήρυνσης με περμουτίτες. Οι περμουτίτες είναι τεχνητοί ζεόλιθοι (ένυδρα πολυπυριτικο - αργιλικά άλατα αλκαλίων, όπως π.χ. ο νατρόλιθος). Το σκληρό νερό αφήνεται να κατέλθει από ένα στενό πύργο γεμάτο με κόκκους περμουτίτη, οπότε τα κατιόντα του ασβεστίου και του μαγνησίου που περιέχονται στο σκληρό νερό ανταλλάσσονται με ισοδύναμη ποσότητα κατιόντων νατρίου από το ζεόλιθο, ενώ τα ανιόντα παραμένουν στο νερό. Η ανταλλαγή αυτή είναι αμφίδρομη, και όταν εξαντληθεί ο ζεόλιθος, δηλ. όταν όλο το νάτριο αντικατασταθεί από ασβέστιο και μαγνήσιο, τότε διαβιβάζεται από τον πύργο διάλυμα χλωριούχου νατρίου, το οποίο εκτοπίζει το ασβέστιο ή το μαγνήσιο που είναι ενωμένο με το ζεόλιθο και έτσι "αναγεννιέται" ο ζεόλιθος.
Πιο σύγχρονη μέθοδος αποσκλήρυνσης του νερού είναι η μέθοδος με ιοναλλαγή. Κατά τη μέθοδο αυτή είναι δυνατό να αφαιρούνται και τα θετικά και τα αρνητικά ιόντα με χρησιμοποίηση κατάλληλων συνθετικών ρητινών από γιγαντιαία οργανικά μόρια. Το νερό αυτό χρησιμοποιείται ως αποσταγμένο.
Το πόσιμο νερό πρέπει να είναι διαυγές, άχρωμο, άοσμο, δροσερό (θερμοκρασίας 7 - 11 βαθμών Κελσίου). Πρέπει να περιέχει μικρή ποσότητα ανόργανων αλάτων (0,5 g/L), γιατί το καθαρό νερό χωρίς διαλυμένα άλατα είναι βλαβερό για τον οργανισμό, εξαιτίας της μεγάλης διαπιδυτότητας των κυττάρων. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο τα θαλασσινά ψάρια πεθαίνουν όταν μεταφερθούν σε γλυκό νερό και ψάρια του γλυκού νερού πεθαίνουν αμέσως μόλις τοποθετηθούν μέσα σε αποσταγμένο νερό, γιατί καταστρέφονται τα ερυθρά αιμοσφαίρια (αιμόλυση). Το πόσιμο νερό περιέχει διαλυμένο οξυγόνο, άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, ελάχιστα ίχνη οργανικών ουσιών, καθώς και ίχνη φυτικών μικροοργανισμών. Το πόσιμο νερό πρέπει να εξετάζεται φυσικά (θερμοκρασία, διαύγεια, γεύση, οσμή), χημικώς (ποιοτικός και ποσοτικός έλεγχος ουσιών, σκληρομετρία), μικροσκοπικά (έρευνα μικροοργανισμών), βακτηριολογικά (καλλιέργεια των μικροβίων του νερού) και τοπογραφικά (θέση πηγής, διαδρομής του νερού).
ΤΟ ΝΕΡΟ ΩΣ ΔΙΑΛΥΤΗΣ
Η πολύ μεγάλη διπολική ροπή του μορίου του νερού το καθιστά έναν από τους καλύτερους διαλύτες και επομένως, ένα άριστο μέσο για τη μεταφορά ιόντων και μορίων στο περιβάλλον και σε όλους τους ζωντανούς οργανισμούς. Οι ουσίες που διαλύονται κυρίως στο νερό είναι ιοντικές και πολικές μοριακές ενώσεις. Ο μεγαλύτερος αριθμός των μη πολικών μοριακών ενώσεων δεν διαλύονται στο νερό σε μεγάλη έκταση.
Για να διαλυθεί μια ιοντική ένωση στο νερό, θα πρέπει η έλξη που ασκούν τα δίπολα μόρια του νερού στα ιόντα του ιοντικού στερεού να είναι ισχυρότερη από την ηλεκτροστατική έλξη μεταξύ των ιόντων του ιοντικού στερεού. Ο μηχανισμός διάλυσης των ιοντικών ενώσεων περιλαμβάνει δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο έχουμε τη λύση της συνέχειας του κρυσταλλικού πλέγματος του στερεού, που οφείλεται στις ισχυρότατες έλξεις που ασκούν τα δίπολα μόρια του νερού στα ιόντα του στερεού. Η διεργασία αυτή, ως διεργασία διάσπασης χημικού δεσμού, είναι πάντα ενδόθερμη. Στο δεύτερο στάδιο έχουμε την προσέγγιση των μορίων νερού με τα ιόντα του στερεού, δηλαδή όλα τα ιόντα μέσα στο υδατικό διάλυμα περιβάλλονται από μόρια νερού. Τα θετικά ιόντα περιβάλλονται από μόρια νερού που τα προσεγγίζουν με το αρνητικό μέρος του δίπολου λόγω της ηλεκτροστατικής έλξης, ενώ τα αρνητικά ιόντα περιβάλλονται πάλι από μόρια νερού, μόνο που η προσέγγιση εδώ γίνεται με το θετικό μέρος του δίπολου.
Μηχανισμός διάλυσης ιοντικών ενώσεων στο νερό.
Η διεργασία αυτή ονομάζεται ενυδάτωση (hydration) και ως διεργασία σχηματισμού χημικού δεσμού είναι πάντα εξώθερμη. Ο αριθμός των μορίων νερού που περιβάλλουν κάθε ιόν εξαρτάται από το είδος του ιόντος. Το ποσό της θερμότητας που ελευθερώνεται κατά την ενυδάτωση των ιόντων ονομάζεται θερμότητα ενυδάτωσης.
Το μέγεθος της θερμότητας ενυδάτωσης των ιόντων εξαρτάται από το λόγο φορτίο ιόντος/μέγεθος ιόντος. Όταν ο λόγος αυτός μεγαλώνει, αυξάνει το ποσό της θερμότητας που ελευθερώνεται κατά την ενυδάτωση των ιόντων.
ΧΗΜΕΙΑ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΛΥΜΑΤΩΝ
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός χημικών αντιδράσεων λαμβάνει χώρα εντός υδατικών διαλυμάτων.
Αυτό θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι λογικό, αναλογιζόμενος ότι το νερό είναι ένα από τα κυρίαρχα συστατικά της γης και ταυτόχρονα ένα από τα άκρως απαραίτητα συστατικά για την ύπαρξη ζωής στον πλανήτη μας. Ποιες είναι όμως εκείνες οι ιδιότητες που προσδίδουν στο νερό αυτόν τον κυρίαρχο χαρακτήρα; Από χημική άποψη, η σπουδαιότητα του νερού έγκειται στην ύπαρξη ενός συνόλου μοναδικών ιδιοτήτων, του κεφαλαίου μαζί με την αναλυτική περιγραφή των χημικών φαινομένων που λαμβάνουν χώρα εντός των υδατικών διαλυμάτων.
pH ΚΑΙ ΝΕΡΟ
Έτσι, τι σημαίνει για το pH του νερού; Βασικά, η τιμή του pH είναι ένας καλός δείκτης του κατά πόσο το νερό είναι σκληρό ή μαλακό . Το pH του καθαρού νερού είναι 7. Σε γενικές γραμμές, το νερό με pH κάτω του 7 θεωρείται όξινο, και με pH μεγαλύτερο από 7 θεωρείται βασική. Το φυσιολογικό εύρος για το pH σε επιφανειακά ύδατα συστήματα είναι 6,5 σε 8,5, και η περιοχή του pH για τα υπόγεια συστήματα είναι μεταξύ 6 και 8,5. Αλκαλικότητα είναι ένα μέτρο της ικανότητας του νερού να αντισταθεί σε μια αλλαγή στο pH που θα τείνουν να κάνουν το νερό πιο όξινο. Η μέτρηση της αλκαλικότητας και pH είναι απαραίτητη για τον προσδιορισμό της διαβρωτικής ικανότητας του νερού.
Σε γενικές γραμμές, το νερό με pH <6,5 θα μπορούσε να είναι όξινο, μαλακό, και διαβρωτικές. Το όξινο νερό μπορεί να περιέχει ιόντα μετάλλων, όπως σιδήρου ,μαγγανίου , χαλκού , μολύβδου , και ψευδαργύρου . Με άλλα λόγια, όξινο νερό περιέχει υψηλά επίπεδα τοξικών μετάλλων. Το όξινο νερό μπορεί να προκαλέσει πρόωρη βλάβη μεταλλικές σωληνώσεις, και έχουν σχέση αισθητικά προβλήματα, όπως μεταλλική ή ξινή γεύση. Μπορεί επίσης να λεκιάσει πλυντήριο και να προκαλέσει "μπλε-πράσινο» χρώμα στην χρώση νεροχύτες και αποχετεύσεις. Το πιο σημαντικό, υπάρχουν κίνδυνοι για την υγεία που συνδέονται με αυτές τις τοξίνες. Ο κύριος τρόπος για την αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης νερού είναι το pH με τη χρήση ενός εξουδετερωτή. Η εξουδετέρωση τροφοδοτεί μια λύση μέσα στο νερό για να αποτρέψει το νερό από αντιδρώντας με τα υδραυλικά νοικοκυριό ή από συμβάλλουν στην ηλεκτρολυτική διάβρωση. Ένα τυπικό εξουδετέρωσης χημικών είναι ανθρακικό νάτριο. Επίσης γνωστό ως ανθρακικό νάτριο, ανθρακικό νάτριο εργάζεται για να αυξήσει την περιεκτικότητα σε νάτριο, το οποίο αυξάνει το pH. Νερό με pH> 8,5 θα μπορούσε να δείξει ότι το νερό είναι σκληρό. Το σκληρό νερό δεν αποτελεί κίνδυνο για την υγεία, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει αισθητικά προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά περιλαμβάνουν μια αλκαλική γεύση στο νερό (κάνοντας ότι η γεύση του καφέ το πρωί πικρή!), Σχηματισμό αλάτων στα πιάτα, σκεύη, πλυντήριο και λεκάνες, δυσκολία στο να πάρει τα σαπούνια και τα απορρυπαντικά σε σαπουνάδα, και το σχηματισμό αδιάλυτων ιζημάτων στα ρούχα.
Σύμφωνα με μία μελέτη του Πανεπιστημίου Γουίλκς, η ένωση του pH με ατμοσφαιρικά αέρια και η θερμοκρασία είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο τα δείγματα του νερού πρέπει να ελέγχεται σε τακτική βάση. Η μελέτη αναφέρει ότι η τιμή του pH του νερού δεν είναι ένα μέτρο της δύναμης από την όξινη ή βασική λύση, και από μόνη της δεν μπορεί να παρέχει μια πλήρη εικόνα των χαρακτηριστικών ή περιορισμούς με την παροχή νερού.
Ενώ το ιδανικό επίπεδο pH του πόσιμου νερού πρέπει να είναι μεταξύ 6 έως 8,5, το ανθρώπινο σώμα διατηρεί το pH ισορροπίας σε συνεχή βάση και δεν θα επηρεαστεί από την κατανάλωση νερού. Για παράδειγμα, τα στομάχια μας έχουν φυσικά χαμηλό pH επίπεδο του 2, το οποίο είναι ένα ευεργετικό οξύτητα που μας βοηθά με την πέψη της τροφής.
ΕΙΔΗ ΝΕΡΟΥ
Γλυκό Νερό
Τα "γλυκά νερά" (freshwater) αποτελούν ένα πεπερασμένο πόρο ο οποίος δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μόνο ελάχιστα.
Παρά το γεγονός ότι το 71% της επιφάνειας της Γης καλύπτεται από νερό, στις "αποθήκες" γλυκών υδάτων αντιστοιχεί μόλις το 2,6% του συνολικού νερού της γης.
Αυτό μοιράζεται σε ταμιευτήρες όπως:
Λίμνες, ποτάμια και χείμαρροι
Πολικούς πάγους,
Υπόγεια γλυκά νερά
Εδαφική και υπεδαφική υγρασία
Ατμοσφαιρική υγρασία.
Όλα τα προηγούμενα λοιπόν αποτελούν το σύνολο του γλυκού νερού που υπάρχει στη γη.
Το υπόλοιπο 97,4% αντιστοιχεί στο νερό του Ωκεανού.
Στην ουσία όλες οι μικρότερες θάλασσες και οι ωκεανοί του πλανήτη είναι ενωμένες, απαρτίζοντας με αυτόν τον τρόπο έναν ενιαίο και αδιαίρετο όγκο νερού.
Από το σύνολο των γλυκών υδάτων που αναφέραμε το 98% έχει μορφή πάγου ή υπόγειου νερού, και μόνο το 2% καταλαμβάνει την επιφάνεια της Γης με τη μορφή ποταμών, λιμνών και άλλων ταμιευτήρων.
Σε αυτό το μικρό ποσοστό στηρίζεται όλη η άγρια ζωή για να επιβιώσει καθώς και εμείς για ύδρευση, ενέργεια και πολλές άλλες δραστηριότητες για τις οποίες είναι αναγκαίο.
Ήδη σε πολλές περιοχές του πλανήτη σημειώνεται σοβαρή έλλειψη ενώ σε άλλες έχει μολυνθεί τόσο πολύ από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που πλέον είναι ακατάλληλο για κάθε χρήση.
Φυσικό μεταλλικό νερό
Ως φυσικό μεταλλικό νερό, νοείται ένα νερό που έχει υπόγεια προέλευση και που υπόκειται σε εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες φυσικές εξόδους μίας πηγής ή από τεχνητές εξόδους μετά από γεώτρηση ή άλλα τεχνικά έργα και που είναι μικροβιολογικά κατάλληλα. Διακρίνεται από τη φυσιολογική του σύσταση, που χαρακτηρίζεται από την περιεκτικότητά του σε ανόργανα άλατα, ιχνοστοιχεία ή άλλα συστατικά και σε ορισμένες περιπτώσεις από ορισμένα αποτελέσματα στον ανθρώπινο οργανισμό. Από την αρχική του φυσική κατάσταση που έχει διατηρηθεί άθικτη λόγω της υπόγειας προελεύσεως του νερού το οποίο είναι προστατευμένο από κάθε κίνδυνο ρύπανσης. Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένα από τα κριτήρια χαρακτηρισμού των μεταλλικών νερών:
Χαμηλή περιεκτικότητα σε άλατα. Η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα υπολογισμένη ως σταθερό υπόλειμμα δεν είναι ανώτερη από 500 mg/l.
Πολύ χαμηλή περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα. Η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα υπολογισμένη ως σταθερό υπόλειμμα δεν είναι ανώτερη από 50 mg/l.
Πλούσιο σε ανόργανα άλατα. Η περιεκτικότητα σε ανόργανα άλατα υπολογισμένη ως σταθερό υπόλειμμα είναι ανώτερη των 1500 mg/l. - Οξυανθρακικό HCO3>600 mg/l. Θειικό SO4-->200 mg/l Χλωριούχο.Cl->20. mg/l. Ασβεστούχο.Ca++>150 mg/l. Μαγνησιούχο Mg++>50 mg/l. Φθοριούχο.F->1 mg/l. Σιδηρούχο Fe++>1 mg/l. Υπόξινο CO2>250 mg/l. Νατριούχο Na+>250 mg/l. Κατάλληλο για δίαιτα πτωχή σε νάτριο Na+<20 mg/l
Τα χαρακτηριστικά του νερού πρέπει να είναι, ικανά να προσδίδουν στο φυσικό μεταλλικό νερό τις ευνοϊκές για την υγεία ιδιότητές του, ενώ πρέπει να έχουν εκτιμηθεί σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία: από γεωλογικής και υδρολογικής άποψης και από φυσικής, χημικής, φυσικοχημικής μικροβιολογικής άποψης και φαρμακολογικής, φυσιολογικής κλινικής άποψης αν είναι ανάγκη. Ένα φυσικό μεταλλικό νερό όπως παρουσιάζεται στην έξοδο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο άλλης κατεργασίας εκτός από: όταν γίνει διαχωρισμός των ασταθών στοιχείων όπως οι ενώσεις σιδήρου, θείου, με διήθηση ή καθίζηση αφού προηγουμένως προηγηθεί οξυγόνωση. Διαχωρισμός των ενώσεων σιδήρου, μαγγανίου, θείου καθώς και αρσενικού δια κατεργασίας εμπλουτισμού με όζον. Ένα φυσικό μεταλλικό νερό όπως παρουσιάζεται στην έξοδο δεν μπορεί να υποστεί προσθήκες άλλες από τον εμπλουτισμό ή τον επανεμπλουτισμό με διοξείδιο του άνθρακα υπό συνθήκες που προβλέπονται από τη νομοθεσία. Απαγορεύεται κάθε επεξεργασία απολύμανσης του νερού με οποιοδήποτε μέθοδο και αν γίνεται.
Βαρύ και υπερβαρύ ύδωρ
Εκτός από το συνηθισμένο νερό (Η2Ο), που είναι το οξείδιο του πρωτίου (H), έχουμε και το βαρύ ύδωρ, που είναι το οξείδιο του δευτερίου (D2Ο), καθώς και το υπερβαρύ ύδωρ, που είναι το οξείδιο του τριτίου (Τ2Ο). Βρέθηκε ότι στο φυσικό νερό περιέχεται το D2Ο (βαρύ ύδωρ) σε ποσότητα 1:6.000 περίπου. Καθαρό D2Ο παρασκευάζεται με εξαντλητική ηλεκτρόλυση υδατικών διαλυμάτων αλκαλίων, γιατί ηλεκτρολύεται κατά προτίμηση το κοινό νερό και συνεπώς, τα υπολείμματα της ηλεκτρόλυσης του νερού εμπλουτίζονται σε βαρύ νερό.
Εμφιαλωμένο Νερό
Οι πιθανές επιμολύνσεις και η γεύση του νερού δικτύου έχουν οδηγήσει σε ραγδαία ανάπτυξη της κατανάλωσης εμφιαλωμένου νερού. Το εμφιαλωμένο νερό χωρίζεται σε δύο βασικές κατηγορίες: Το φυσικό μεταλλικό και το επιτραπέζιο. Το φυσικό νερό εμφιαλώνεται στην πηγή χωρίς να υποστεί καμία επεξεργασία, ενώ το επιτραπέζιο νερό έχει υποστεί επεξεργασία (χλωρίωση, όζον, αντίστροφη όσμωση, κτλ).
Το εμφιαλωμένο νερό που παράγεται από τις σοβαρότερες εταιρείες του χώρου περιέχει λιγότερους μολυντές από το μη-επεξεργασμένο νερό βρύσης, καθώς αρκετά χημικά και οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελέγχονται σε διάφορες φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας.
Ωστόσο, έχουν υπάρξει πάρα πολλές περιπτώσεις που μεγάλες εταιρείες αναγκάστηκαν να αποσύρουν από την κατανάλωση παρτίδες εμφιαλωμένου νερού λόγω προβλημάτων (παρουσία επικίνδυνων βακτηριδίων, ψευδομονάδος, ύπαρξη χημικών ουσιών, αλλοίωση οργανοληπτικών χαρακτηριστικών, κτλ) τα οποία δεν ανιχνεύτηκαν κατά τους εσωτερικούς ελέγχους. Τέτοια προβλήματα στο εμφιαλωμένο νερό έχουν παρουσιαστεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Αξίζει όμως να αναρωτηθεί κανείς αν ακόμη και το εμφιαλωμένο νερό που ελέγχεται σωστά και τα μικρόβια και οι μολυσματικοί παράγοντες που περιέχει είναι εντός των ορίων του νόμου, παραμένει στην ίδια καλή κατάσταση όταν καταναλώνεται.
Το εμφιαλωμένο νερό, όπως αναγράφεται συνήθως και πάνω στη συσκευασία, πρέπει να φυλάσσεται σε δροσερό και σκιερό μέρος, σε θερμοκρασία όχι μεγαλύτερη από 180 C. Δυστυχώς όμως, η σύσταση αυτή δεν τηρείται πάντα, ειδικά το καλοκαίρι, και το εμφιαλωμένο νερό αρκετές φορές μεταφέρεται με ανοιχτά φορτηγά ή αποθηκεύεται σε πολύ υψηλότερες θερμοκρασίες. Ως αποτέλεσμα πολλές φορές φτάνει στα χέρια των καταναλωτών ήδη αλλοιωμένο. Οι κακές συνθήκες μεταφοράς και αποθήκευσης συμβάλλουν στη ραγδαία ανάπτυξη μικροοργανισμών, ή ακόμη και στην αλλοίωση της πλαστικής συσκευασίας και μεταφορά τοξινών από το πλαστικό στο νερό.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προτείνει το εμφιαλωμένο νερό να απολυμαίνεται πριν καταναλωθεί από βρέφη.
Παράλληλα, το εμφιαλωμένο νερό δεν είναι πρακτικό για κατανάλωση στο σπίτι γιατί χρειάζεται μεταφορά και κατάλληλο αποθηκευτικό χώρο, ενώ έχει μεγάλο κόστος σε σύγκριση με την επεξεργασία του νερού με αντίστροφη όσμωση στο σπίτι.
Επίσης, η παραγωγή και κατανάλωση εμφιαλωμένου νερού έχει σοβαρότατες συνέπειες για το περιβάλλον. Για να παραχθούν οι φιάλες απαιτούνται χημικά παράγωγα πετρελαίου, ενώ δαπανάται τεράστια ποσότητα ενέργειας για την εμφιάλωση και τη μεταφορά του από το εργοστάσιο εμφιάλωσης στο σημείο πώλησης, με αντίστοιχη εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων αερίων που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τέλος, μετά την κατανάλωση, εκατομμύρια άδειων μπουκαλιών καταλήγουν σε χωματερές, ή ακόμη χειρότερα σε παραλίες και πάρκα επιβαρύνοντας άδικα το περιβάλλον με σκουπίδια που χρειάζονται πολλές δεκαετίες για να αποικοδομηθούν.
Το συμπέρασμα είναι ότι το εμφιαλωμένο νερό μπορεί να είναι καλύτερο από το νερό της βρύσης εάν έχουν τηρηθεί οι σωστές διαδικασίες ελέγχου, μεταφοράς και αποθήκευσής του, σε αντίθετη περίπτωση μπορεί να έχει σοβαρούς μολυσματικούς παράγοντες, ενώ είναι πολύ πιο ακριβό, λιγότερο πρακτικό και ζημιογόνο για το περιβάλλον συγκρινόμενο με ένα σωστό σύστημα επεξεργασίας νερού για το σπίτι.
ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΝΕΡΟΥ
Το πόσιμο νερό αποτελούσε ανά τους αιώνες πολύτιμο αγαθό. Στα σύγχρονα αστικά και οικιστικά κέντρα η διασφάλιση της ποιότητας του είναι ένα ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Ως πόσιμο νερό χαρακτηρίζεται το νερό το οποίο είναι «καθαρό» από χημική και μικροβιολογική άποψη και το οποίο μπορεί να καταναλωθεί από τον άνθρωπο χωρίς να κινδυνεύει η υγεία του βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του πρέπει να μην περιλαμβάνουν την παρουσία οσμής, γεύσης η χρώματος.
Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Υγείας οι υπεύθυνοι ύδρευσης (λ.χ. Δ.Ε.Υ.Α. για τις υδρεύσεις δήμων, νόμιμοι εκπρόσωποι για βιομηχανίες, ιδρύματα κλπ) φέρουν τον λεγόμενο πρώτο βαθμό ευθύνης. Φέρουν δηλαδή την ευθύνη για την μελέτη, κατασκευή, λειτουργία και συντήρηση του συστήματος ύδρευσης, την διενέργεια εργαστηριακών εξετάσεων και την ευθύνη γενικά για την λήψη κάθε μέτρου, προκειμένου να παρέχεται πόσιμο νερό στον υδρευόμενο πληθυσμό.
Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία σε ένα δίκτυο ύδρευσης πόσιμου νερού πρέπει να ελέγχονται 50 περίπου χημικές και μικροβιολογικές παράμετροι όπως ορίζονται στην Κ.Υ.Α. Υ2/2600/2001, με συχνότητα που εξαρτάται από τον πληθυσμό που εξυπηρετείται. Επιβάλλεται από την νομοθεσία λοιπόν, να παρακολουθείται η χημική, μικροβιολογική αλλά και η οργανοληπτική ποιότητα του νερού, σε τακτά χρονικά διαστήματα, από εργαστήρια τα οποία πρέπει να είναι διαπιστευμένα ως προς την ικανότητα τους να εκτελούν τέτοιου είδους δοκιμές σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο ISO 17025.
Οι παραμετρικές τιμές για το νερό ορίζονται έτσι, ώστε να υπάρχει ένα περιθώριο ασφαλείας για την υγεία των καταναλωτών του νερού ακόμη και εάν προκύψουν μικρές αποκλίσεις. Σε περίπτωση αποκλίσεων από αυτές τις τιμές, ο διαχειριστής της ύδρευσης έχει την δυνατότητα να αναλάβει δράσεις για την άρση των αιτίων που τις προκαλούν ή και την εξάλειψη της κακής ποιότητας των διαθέσιμων υδάτινων πόρων με μηχανικές, φυσικοχημικές και βιολογικές διορθωτικές ενέργειες.
Εκτός από τους υπεύθυνους ύδρευσης είναι καλό και ο κάθε πολίτης μόνος του να ελέγχει συνεχώς τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (γεύση, οσμή, χρώμα) του νερού που καταναλώνει.
Σε περίπτωση που για τον τελευταίο αλλά και για οιονδήποτε άλλο λόγο έχει βάσιμη υποψία για μη ικανοποιητική ποιότητα του πόσιμου νερού, μπορεί να στείλει ένα δείγμα του νερού που κρίνεται ως πιθανώς ρυπασμένο ή και επιμολυσμένο, σε ένα εργαστήριο, για έλεγχο (Γενικό Χημείο του Κράτους-Γ.Χ.Κ στην τοπική Χημική Υπηρεσία ή σε κάποιο Ιδιωτικό Εργαστήριο Χημικών και Μικροβιολογικών Αναλύσεων). Το εργαστήριο αυτό κατά προτίμηση θα πρέπει να είναι διαπιστευμένο για την ικανότητα του να πραγματοποιεί αναλύσεις, σύμφωνα με το προαναφερθέν διεθνές πρότυπο ISO 17025.
Η κατανάλωση νερού καλής ποιότητας είναι ύψιστης σημασίας για την διατήρηση της υγείας και του επιπέδου ευεξίας των ανθρώπων και ο συνεχής έλεγχος του αποτελεί σημαντικό έργο που θα πρέπει όλοι οι αρμόδιοι φορείς αλλά και οι πολίτες ανάλογα με τις αρμοδιότητες και τις δυνατότητές τους, οι μεν πολίτες να το προστατεύουν, να το στηρίζουν και να το απαιτούν, οι δε φορείς να το υλοποιούν.
12. Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
1. Google
2. Wikipedia
2. ΝΕΡΟ-ΥΓΕΙΑ-ΒΙΟΛΟΓΙΑ
1.Το κύτταρο
2.Ιαματικές πηγές
3.Η σημασία του νερού
4.Η εμφάνιση της ζωής στη Γη
5.Βιβλιογραφία
ΚΥΤΤΑΡΟ
Κατά την Βιολογία, κύτταρο ονομάζεται η βασική δομική και λειτουργική μονάδα που εκδηλώνει το φαινόμενο της ζωής. Έτσι, ως κύτταρο νοείται το μικρότερο δομικό συστατικό της έμβιας ύλης, που αποτελείται από μια συστηματικά οργανωμένη ομάδα μορίων, που βρίσκονται σε δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Το κύτταρο διαθέτει μορφολογική, φυσική και χημική οργάνωση και την ικανότητα της αφομοίωσης, της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής. Είναι μια μονάδα της ζωής ανεξάρτητη ως προς την αυτορύθμιση και την προσαρμοστικότητά του σε σχέση με το περιβάλλον. Εκ του υφιστάμενου αριθμού αυτών οι οργανισμοί διακρίνονται σε μονοκύτταρους και πολυκύτταρους. Ο χώρος εντός του οποίου βιώνουν τα κύτταρα των πολυκυττάρων οργανισμών ονομάζεται μεσοκυττάριο υγρό. Μεγάλες ομάδες ομοειδών κυττάρων, κατά σύσταση και ορισμένη φυσιολογική λειτουργία, χαρακτηρίζονται ιστοί, (π.χ. μυϊκός ιστός), οι οποίοι και αποτελούν την μονάδα δεύτερης τάξης στον ανθρώπινο οργανισμό, μετά τα κύτταρα.
Είδη κυττάρων
Τα κύτταρα διακρίνονται σε προκαρυωτικά και ευκαρυωτικά, ανάλογα με το αν διαθέτουν σχηματισμένο πυρήνα (ευκαρυωτικά) ή όχι (προκαρυωτικά). Σε αυτή την ταξινόμηση εξαίρεση αποτελούν οι ιοί, και οι φάγοι, μια ιδιαίτερη κατηγορία «οργανισμών» με δυνατότητα παρέμβασης στις κυτταρικές λειτουργίες. Άλλη ιδιόμορφη κατηγορία ύλης είναι τα μυκοπλάσματα (PPLO), μια ενδιάμεση μορφή ζωής ανάμεσα στους ιούς και τα βακτήρια. Μία ακόμη κατηγορία είναι τα απλοειδή και τα διπλοειδή κύτταρα που διακρίνονται σύμφωνα με τον αριθμό χρωμοσωμάτων που υπάρχουν στον πυρήνα: Τα απλοειδή φέρουν περιττό αριθμό χρωμοσωμάτων, τα διπλοειδή άρτιο.
Όλα τα κύτταρα παρουσιάζουν τρισδιάστατες δομές που σφύζουν από δραστηριότητα και που λειτουργικά παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες αλλά και διαφορές. Κοινές λειτουργίες όλων των ευκαρυωτικών κυττάρων είναι η μεταφορά ουσιών στο εσωτερικό τους, η αλλαγή θέσης των κυτταρικών δομών, όταν αυτό είναι αναγκαίο, καθώς και οι πολύπλοκες βιοχημικές διεργασίες. Υφίστανται, όμως, και λειτουργίες που δεν είναι κοινές, όπως η κίνηση, η αλλαγή σχήματος κτλ., με συνέπεια τα κύτταρα να διακρίνονται σε μεγάλο αριθμό ειδών με ιδιαίτερη χαρακτηριστική μορφή.
Στον άνθρωπο, για παράδειγμα, εντοπίζονται περί τα 200 διαφορετικά είδη κυττάρων, με καθένα είδος να παρουσιάζει χαρακτηριστική μορφή και λειτουργία. Άλλα, π.χ., είναι επιμήκη με δυνατότητα συστολής, (μυϊκά κύτταρα), άλλα έχουν προεκτάσεις για μεταβιβάσεις μηνυμάτων, (νευρικά κύτταρα), άλλα είναι πλατειά με καλυπτήριο ρόλο (επιθηλιακά κύτταρα) κτλ.
Προκειμένου, έτσι, σε μια ολοκληρωμένη παρουσίαση των κυττάρων, να ξεπεραστεί η αδυναμία της περιγραφής ενός μόνο κυττάρου κατά σχήμα και λειτουργία, θεσπίστηκε το τυπικό κύτταρο, το οποίο στη πραγματικότητα είναι μεν ανύπαρκτο πλην όμως συγκεντρώνει όλα τα κοινά γνωρίσματα των κυττάρων. Έτσι σε όλα τα συγγράμματα περί κυττάρων γίνεται αναφορά πάντα στο "τυπικό ευκαρυωτικό κύτταρο" όπου και αναπτύσσονται και περιγράφονται οι κοινές δομές και λειτουργίες των κυττάρων.
Χημική σύσταση
Τα ζωντανά κύτταρα αποτελούνται από περιορισμένο αριθμό χημικών στοιχείων. Ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο Άνθρακας (C), το Υδρογόνο (H), το Οξυγόνο (Ο), το Άζωτο, ο Φωσφόρος (Ρ) και το Θείο (S), που αποτελούν και το 99% περίπου του βάρους του. Τα χημικά συστατικά του είναι δυνατόν να ταξινομηθούν σε ανόργανα (Νερό (H2O) + μεταλλικά ιόντα) και οργανικά πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, λίπη και νουκλεϊκά οξέα.
Ένα ζωικό ή φυτικό κύτταρο αποτελείται κατά προσέγγιση (% κ.β.) από νερό 75-85%, πρωτεΐνες 10-20%, λιπίδια 2-3%, υδατάνθρακες 1% και ανόργανα υλικά (οξέα, βάσεις, άλατα) 1%. Τα τελευταία, αν και βρίσκονται σε πολύ μικρές συγκεντρώσεις, βοηθούν τις κυτταρικές λειτουργίες διατηρώντας σταθερό το pH.
Μορφολογία
Ως οργανισμός, το κύτταρο διαθέτει την ικανότητα να ζει ακόμη και χωρίς την ύπαρξη άλλων κυττάρων. Η ιδιότητα αυτή προϋποθέτει της ύπαρξης μιας μεταβολικής μηχανής που μπορεί να αντλήσει ενέργεια από το περιβάλλον και να τη χρησιμοποιήσει σε ουσιώδεις βιοχημικές διεργασίες, που περιλαμβάνουν την κίνηση ουσιών, την εκλεκτική μεταφορά μορίων μέσα και έξω από το κύτταρο και την ικανότητα αλλαγής και διαμόρφωσής τους, δηλαδή της προσαρμογής τους στις περιβάλλουσες φυσικές και χημικές συνθήκες. Εκτός από τη μεταβολική μηχανή του το κύτταρο διαθέτει ομάδες γονιδίων που καθορίζουν τη σύνθεση ουσιών και μια διακριτή δομή την κυτταρική ή πλασματική μεμβράνη που τα απομονώνει από το εξωτερικό περιβάλλον. Προκειμένου να είναι βιώσιμο ένα κύτταρο, αρκούν 400 γονίδια ή και λιγότερα, ωστόσο τα περισσότερα κύτταρα περιέχουν αρκετά περισσότερα.
Ιστορία
Πρώτος ο Βρετανός Ρόμπερτ Χουκ (Robert Hooke) το 1665 παρατηρώντας με το μικροσκόπιό του λεπτές τομές φελλού διέκρινε κάποιους χώρους που του θύμιζαν κελιά μοναστηριών τους οποίους και ονόμασε (εκ της λατινικής) cellulae (= κελιά). Από τη λέξη αυτή προήλθε ο αγγλικός διεθνής σήμερα όρος cell (σελ = κύτταρο). Σήμερα, όμως, είναι γνωστό πως εκείνα που παρατηρούσε ο Χουκ δεν ήταν ζωντανά κύτταρα αλλά τα υπολείματά τους, τα τοιχώματα των φυτικών κυττάρων, τα οποία παραμένουν ακόμα και όταν τα κύτταρα νεκρωθούν.
Σταδιακά, και καθώς το μικροσκόπιο βελτιωνόταν, άρχισαν να παρατηρούνται και τα επιμέρους κυτταρικά οργανίδια. Στην παρατήρηση αυτή βοήθησε σημαντικά η χρήση διαφόρων χρωστικών ουσιών, οι οποίες χρωματίζουν κάθε οργανίδιο επιλεκτικά, αφήνοντας τα υπόλοιπα ανεπηρέαστα. Σημαντική ώθηση στην κυτταρική παρατήρηση έδωσε το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο, καθώς όχι μόνον βελτίωσε σημαντικά την μεγέθυνση, αλλά έκανε δυνατή και την τρισδιάστατη παρατήρηση του κυττάρου (μικροσκόπιο σαρώσεως).
Κυτταρικός κύκλος και θάνατος
Ένα κύτταρο αναπαράγεται διεκπεραιώνοντας μια συγκεκριμένη ακολουθία γεγονότων κατά τη διάρκεια των οποίων το κύτταρο διπλασιάζει το περιεχόμενό του και στη συνέχεια διαιρείται. Αυτός ο κύκλος, γνωστός ως κυτταρικός κύκλος, είναι ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο όλα τα έμβια όντα αναπαράγονται. Για να εξασφαλίσουν τη σωστή έκβαση του κυτταρικού κύκλου, τα κύτταρα ανέπτυξαν ένα περίπλοκο σύστημα ρυθμιστικών πρωτεϊνών γνωστό ως σύστημα ελέγχου κυτταρικού κύκλου, όπως οι κυκλίνες. Στο κέντρο αυτού του συστήματος βρίσκονται βιολογικοί διακόπτες που ελέγχουν τα κύρια συμβάντα του κύκλου, όπως η αντιγραφή του DNA και ο διαχωρισμός των χρωμοσωμάτων.
ΙΑΜΑΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Τα νερά των φυσικών ή ιαματικών πηγών είναι νερά, που πηγάζουν μέσα από πετρώματα και βράχους που βγαίνουν από τα έγκατα της γης. Είναι μεταλλικά νερά, που περιέχουν διαλυμένα μεταλλικά συστατικά - όπως νάτριο, κάλιο, ασβέστιο, μαγνήσιο, ράδιο, σίδηρο, ιώδιο, φώσφορο και θείο - ή αέρια - όπως διοξείδιο του άνθρακα, υδρόθειο, άζωτο, οξυγόνο και υδρογόνο. Τα νερά αυτά έχουν διάφορο βαθμό οξύτητας και είναι ή όξινα ή αλκαλικά ή και ουδέτερα.
Η γένεση των μεταλλικών νερών
Πολυάριθμες είναι οι θεωρίες για τη γέννεση των μεταλλικών νερών αλλά όλες αυτές μπορούν να συνοψιστούν σε τρείς θεωρίες:
• εξωγενή
• ενδογενή
• μικτή
Σύμφωνα με την εξωγενή θεωρία τα νερά της βροχόπτωσης καθώς διασχίζουν το υπέδαφος εμπλουτίζονται με διαλυμένα άλατα από τα πετρώματα. Με την ενδογενή θεωρία η προέλευση του μεταλλικού νερού οφείλεται στην εκπομπή αερίων και ατμών εκ μέρους μερικών ηφαιστείων. Πιο αληθοφανής όμως είναι η μικτή θεωρία που συνδυάζει τους δυο προηγούμενους παράγοντες. Σύμφωνα με τη χημική σύνθεση τα Μ.Ν υποδιαιρούνται σε αρσενικούχα, αρσενικουχο - σιδηρούχα, διττανθρακικο - αλκαλικά, διττανθρακικο - θειουχο - αλκαλικά, αλκαλικο - γαιώδη, θειούχα, χλωρονατριούχα, σοδούχα με χλωριούχο νάτριο και ιώδιο, ανθρακικά και ραδιενεργά νερά.
Η θεραπευτική δράση των ιαματικών λουτρών
Η θεραπευτική δράση των ιαματικών λουτρών αν και είναι γνωστή από τους π.Χ. χρόνους ακόμη και σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί τελείως. Οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν καλά μερικές ιδιότητες των ιαματικών νερών και λουτρών τα οποία χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για θεραπευτικούς λόγους αλλά και για να διατηρούνται σε καλή φυσική κατάσταση. Θεωρούσαν τις ιαματικές πηγές σαν μυστηριώδεις θεότητες που περιέκλειαν μέσα τους ευεργετικούς και θεραπευτικούς "χυμούς" κατάλληλους για την θεραπεία των λουομένων ασθενών. Με την πρόοδο της επιστήμης και με τη χημική ανάλυση οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θεραπευτικές ιδιότητες των λουτρών είναι δυνατόν να αποδοθούν:
Α) στην παρουσία μεταλλικών αλάτων και στη διάσπαση τους,
Β) σε ειδικές κολλοειδείς ουσίες και σε σπάνια αέρια.
Άλλες έρευνες απέδωσαν την θεραπευτική ιδιότητα των ιαματικών νερών στην ακτινοβολία την οποία αντλούν από τα βάθη της γης. Έτσι μπήκαν και οι βάσεις της ακτινενεργείας ή ραδιενεργείας. Η ακτινενεργεία ή ραδιενέργεια είναι η ιδιότητα των σωμάτων εκείνων τα οποία εκπέμπουν αυτομάτως και συνεχώς ακτινοβολία, δηλ. ακτίνες α, β, γ. Μία πιο σύγχρονη αντίληψη όμως είναι ότι η λουτροθεραπεία περιέχει την έννοια μιας ερεθιστικής θεραπείας σε ορισμένα όργανα όπως το ιώδιο στον θυρεοειδή αδένα και το θείο στους αθρικούς χόντρους. Το σύνολο όλων αυτών των αντιλήψεων κατά τη γνώμη μου αποτελεί την απάντηση στην ερώτηση που οφείλεται η θεραπευτική ιδιότητα των ιαματικών λουτρών. Τα λουτρά και τα ιαματικά νερά είναι διασκορπισμένα σ' όλη τη χώρα, γύρω από την παράκτια περιοχή, στο εσωτερικό αλλά και στα νησιά του Αιγαίου. Οι περισσότερες πηγές βρίσκονται στα νησιά και είναι 229, ακολουθεί η Στερεά Ελλάδα με 156, η Μακεδονία με 115, ηΠελοπόννησος με 114, η Θεσσαλία με 57, η Ήπειρος με 56 και η Θράκη με 25. Τα λουτρά στην Ελλάδα ταξινομούνται με βάση τη θερμοκρασία του νερού:
• σε κρύα (κάτω των 28oC)
• σε ζεστά (άνω των 28 oC)
Από τα πιο δημοφιλή είναι τα λουτρά της Αιδηψούς με θερμοκρασία 78oC. Όπως σε πολλές άλλες χώρες η λουτροθεραπεία μπορεί να αντιπροσωπεύει την πρώτη εναλλακτική εφαρμογή σε φάρμακα για χρόνιες μη ανταποκρίσιμες φλεγμονώδεις ασθένειες καθώς επίσης μπορεί να θεωρηθεί συμπληρωματική προς την ιατρική αγωγή σε παθήσεις αναπνευστικές, γαστρεντερολογικές, γυναικολογικές, δερματολογικές και ορθοπεδικές.
Κατά τη διάρκεια μιας λουτροθεραπείας επιδρούν στον οργανισμό πολλά ερεθίσματα. Αυτά τα ερεθίσματα προέρχονται:
Α) Τα εκ του περιβάλλοντος ερεθίσματα:
Η αλλαγή του περιβάλλοντος καθώς και ο τρόπος διαβίωσης ενός ατόμου κατά το 25ήμερο που κάνει λουτροθεραπεία το ότι δηλαδή είναι απαλλαγμένο από το άγχος της εργασίας, από το άγχος της οικογενειακής φροντίδας (δεν πάει τα παιδιά στο φροντιστήριο δεν τρέχει με τη ψυχή στο στόμα να προλάβει τα ραντεβού του δεν, δεν, δεν, ένα σωρό δεν), φέρουν μια ψυχική ηρεμία η οποία δρα ευεργετικά στο νευροφυτικό με αποτέλεσμα η λουτροθεραπεία να έχει ευεργετικά αποτελέσματα.
Άλλος παράγοντας είναι ο ψυχολογικός. Η πίστη δηλαδή που έχει ο ασθενής ότι με τη λουτροθεραπεία θα αποκατασταθεί το πρόβλημά του. Αυτή η πίστη του ενισχύεται ακόμα περισσότερο όταν πληροφορείται ότι άτομα με το ίδιο πρόβλημα έχουν ιαθεί.
Β) Τα εκ λουτρού ερεθίσματα διακρίνονται:
α) Θερμικά
β) Χημικά
γ) Μηχανικά
Α) Θερμικό ερέθισμα
Έχουμε θερμικό ερέθισμα όταν η θερμοκρασία του ιαματικού νερού είναι ανώτερη ή κατώτερη της θερμοκρασίας του σώματός μας η οποία καλείται ουδέτερη ή αδιάφορος και είναι 33ο ως 34 oC. Έτσι ένα λουτρό με θερμοκρασία 21ο ως 25oC χαρακτηρίζεται ως δροσερό, χλιαρό χαρακτηρίζεται αυτό με θερμοκρασία 26ο - 32oC. Αδιάφορο αυτό με θερμοκρασία 33ο - 34oC και από 38oC και πάνω υπέρθερμο. Τα θερμά λουτρά λοιπόν προκαλούν περιφερική υπεραιμία και χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία χρόνιων παθήσεων (ρευματισμοί, αθρίτιδες, νευρίτιδες).
Αυτά τα λουτρά αυξάνουν τις καύσεις στον οργανισμό και αυτό διαπιστώνεται με την αύξηση των αλάτων και του ουρικού οξέος που αποβάλλονται με τα ούρα.
Θερμά λουτρά μικρής διάρκειας φέρνουν ευεξία και εξαφανίζουν την κόπωση. Ενώ αντίθετα λουτρά μεγαλύτερης διάρκειας προκαλούν εξάντληση.
Β) Χημικό ερέθισμα
Αυτό προκαλείται από τα διαλυμένα στα ιαματικά νερά στερεά συστατικά τα οποία βρίσκονται υπό μορφή ιόντων. Αυτά κατά τη διάρκεια του λουτρού προσκολλώνται στο δέρμα ερεθίζουν τις νευρικές ίνες και δια της νευρικής οδού το ερέθισμα μεταφέρεται σ' ολόκληρο τον οργανισμό αντίθετα τα αέρια που βρίσκονται σε αεριώδη κατάσταση προσκολλώνται για λίγο, απορροφώνται, διεισδύουν βαθύτερα στο δέρμα και με την κυκλοφορία μεταφέρονται σ' όλα τα όργανα και τους ιστούς του οργανισμού (CO2 , H2S, ραδόνιο).
Γ) Μηχανικό ερέθισμα
Προκαλείται από την πίεση του ιαματικού νερού στο σώμα του λουομένου (υδροστατική πίεση).
Η επίδραση της υδροστατικής πίεσης γίνεται καταφανής σε λουτρά αδιάφορης θερμοκρασίας στα λουτρά που δεν έχουμε καθόλου θερμικό παράγοντα.
Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι σε αυτά τα λουτρά η πίεση στις περιφερειακές φλέβες ανέρχεται. Η αύξηση αυτής της πιέσεως όμως είναι μικρά εφ' όσον το ύψος του νερού παραμένει κάτω από το ύψος της καρδιάς.
Όταν το νερό ανέλθει πάνω από το ύψος της καρδιάς έχουμε μεγαλύτερη συμπίεση του θώρακος και κατ' αυτόν τον τρόπο αύξηση της φλεβικής πιέσεως.
Η υδροστατική πίεση έχει σημαντική δράση στη διούρηση. Στην αρχή κάθε λουτρού η ποσότητα των ούρων αυξάνει, ανεξάρτητα από την θερμοκρασία, αυξάνει δε τόσο περισσότερο όσο μεγαλύτερη είναι η "στήλη" ύδατος που πιέζει την κοιλιά.
Λουτροθεραπεία: είναι η εμβύθιση ολόκληρου του σώματος ή μέρους του σώματος σε κάποιο υλικό (νερό, λάσπη) για θεραπευτικούς σκοπούς. Ο τρόπος εφαρμογής της γίνεται με: λούσεις, καταιονήσεις, περιτυλήξεις, επιθέματα, λασπόλουτρα, υδρομάλαξη - δινόλουτρα.
Πριν την έναρξη κάθε λουτροθεραπείας πρέπει να καθοριστεί η διάρκεια της, η θερμοκρασία και η μορφή του λουτρού. Είναι υποχρεωτική η ιατρική εξέταση όχι μόνο των πασχόντων αλλά και των υγιών ακόμα ατόμων. Επειδή ακόμα η ευεργετική δράση των ιχνοστοιχείων, που περιέχονται στα θερμομεταλλικά νερά καθώς και αν αυτά περνάνε μέσα από το δέρμα και με ποιό τρόπο δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη σαν μοναδική αποδεκτή δράση της λουτροθεραπείας είναι αυτή, που πηγάζει από τις φυσικές ιδιότητες του φυσικού νερού (άνωση, οσμωτική πίεση και θερμοκρασία). Αυτές οι ιδιότητες σε συνδυασμό με την κινησιοθεραπεία, που πρέπει απαραίτητα να γίνεται μέσα στο νερό κάνουν τη μέθοδο πολύ αποτελεσματική στην αντιμετώπιση παθήσεων του μυοσκελετικού συστήματος. Έτσι λοιπόν η λουτροθεραπεία είναι μια μορφή φυσικοθεραπείας που προκαλεί συνήθως κατά την πρώτη εβδομάδα μεγάλες τροποποιήσεις στον οργανισμό και στα πάσχοντα όργανα. Κατά γενικό κανόνα πρέπει να διακόπτεται η λουτροθεραπεία όταν οι μεγάλες παροξύνσεις κατά το έβδομο λουτρό δεν έχουν υποχωρήσει. Η διάρκεια του λουτρού ποικίλει από 15' έως 25'. Η χρονική διάρκεια πρέπει να είναι μικρά κατά τα πρώτα λουτρά και να αυξάνεται βαθμιαίως. Η δε μέση διάρκεια μιας λουτροθεραπείας είναι τρεις βδομάδες. Τα λουτρά γίνονται συνήθως το πρωί ή αργά το απόγευμα και πάντοτε με κενό στομάχι.
Πάρα πολλές φορές τις πρώτες μέρες της θεραπείας ο ασθενής αρχίζει να αισθάνεται αδιαθεσία, αϋπνία, κεφαλαλγία, πυρετό ή υποθερμία, ολιγοουρία ή πιο σπάνια πολυουρία. Ακόμα έχουμε διαταραχές στο πεπτικό σύστημα που συνοδεύονται από ανορεξία έως και δυσκοιλιότητα ή διάρροια. Έχουμε ακόμα επιδείνωση των αθριτικών πόνων, κρίση ουρικής αθρίτιδας και υπατικές αντιδράσεις. Αυτή τη πρώτη φάση που χαρακτηρίζει την "ιαματική κρίση" ή "λουτρική αντίδραση" ακολουθεί μια "θετική φάση", σχετικής ευεξίας. Τη δεύτερη φάση ακολουθεί μια τρίτη που ονομάζεται "ιαματική κόπωση" η οποία πολλές φορές μπορεί να είναι παρά πολύ πρόωρη και δεν πρέπει να συγχέεται με την "ιαματική κρίση".
Τα οξυανθρακούχα λουτρά μερικών ιαματικών λουτρών της Γαλλίας, της Γερμανίας καθώς και της Υπάτης έχουν αξιόλογη δράση σε πολλές παθήσεις και διαταραχές γενικά του κυκλοφορικού συστήματος. Τα λουτρά της Υπάτης οφείλουν τη δράση τους στο CO2 και το H2S που περιέχουν. Πλεονέκτημα αποτελεί το ότι διαθέτουν αδιάφορο θερμοκρασία. Με έρευνες που έγιναν από το 1902 και μετέπειτα έρευνες που στηρίζονται στην ανταλλαγή αερίων στους πνεύμονες αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια οξυανθρακούχου λουτρού, έχουμε αύξηση εκπνεομένου διοξειδίου του άνθρακος ενώ η κατανάλωση οξυγόνου παραμένει αμετάβλητη.
Η αύξηση του εκπνεόμενου CO2 αποδώθει στην απορρόφηση του διοξειδίου από το δέρμα. (Hediger 1928).
Το CO2 ακόμα δρα στα νεύρα της θερμότητας του δέρματος και έτσι ο λουόμενος αισθάνεται μια ευχάριστη θερμότητα ακόμα και όταν η θερμοκρασία του λουτρού είναι κατά τι μικρότερη της θερμοκρασίας του σώματος. Αυτό οφείλεται ακόμα στο ότι οι φυσαλίδες του CO2 οι οποίες είναι κακοί αγωγοί θερμότητας κάθονται πάνω στο δέρμα και έτσι εμποδίζεται η απώλεια θερμότητας από το σώμα.
Η απορρόφηση του CO2 προκαλεί διεύρυνση των τριχοειδών αγγείων του δέρματος και έχουμε πτώση της αρτηριακής πίεσης.
Τα τριχοειδή αγγεία διευρυμένα λαμβάνουν μεγαλύτερο όγκο αίματος το οποίο με τις φλέβες πηγαίνει στην καρδιά. Έτσι η καρδιά δεχόμενη μεγαλύτερη ποσότητα αίματος αυξάνει το έργο της δηλαδή τη συστολική της ενέργεια.
Η καρδιά δέχεται μεγαλύτερη ποσότητα αίματος, αλλά εξωθεί αυτό στις αρτηρίες με μεγαλύτερη ευκολία (λόγω της ελάττωσης των περιφερειακών αντιστάσεων). Ο αριθμός δε των σφύξεων στην διάρκεια του λουτρού μειώνεται κατά 10 - 15 το λεπτό.
Το υδρόθειον επίσης που περιέχει το ιαματικό νερό της Υπάτης έχει αξιόλογο επίδραση στον οργανισμό.
Από έρευνες που έγιναν απεδείχθει ότι το υδρόθειο απορροφάται όπως το διοξείδιο του άνθρακος δια μέσου του δέρματος, έχει δε ειδική δράση στις αρτηρίες διότι το τοίχωμα αυτών περιέχει σε φυσιολογική κατάσταση μεγάλη ποσότητα θείου. Η ελάττωση του θείου στο τοίχωμα των αρτηριών έχει σαν αποτέλεσμα την απόθεση χοληστερίνης, ασβεστίου και έτσι έχουμε σκλήρυνση αυτών.
Το υδρόθειο και οι άλλες θειούχες ενώσεις έχουν αξιόλογη επίδραση στο δέρμα και ιδίως στις παθολογικές καταστάσεις αυτού.
Τα θειούχα λουτρά προκαλούν εις την πάσχουσα επιδερμίδα διάλυση της αλλοιωμένης στιβάδος και κατόπιν δια του δέρματος απορρόφηση του υδροθείου και ανάπλαση αυτής. Τα θειούχα λουτρά επίσης κανονίζουν τις εκκρίσεις του δέρματος - όλες εκείνες τις σμηγματορροικές καταστάσεις που οφείλονται στην ανώμαλη λειτουργία των θυλακοειδών αδένων.
Ας δούμε μερικές ακόμα θεραπευτικές εφαρμογές ιαματικών λουτρών και κυρίως των λουτρών της Υπάτης που παρουσιάζουν ενδιαφέρον:
Αρτηριακή Υπέρταση
Η λουτροθεραπεία πρέπει να εφαρμόζεται στα αρχικά στάδια της υπέρτασης, στο στάδιο δηλαδή που δεν έχουμε βλάβες των αγγείων ή των νεφρών. Επειδή η αρτηριακή υπέρταση και η πτώση της αρτηριακής πίεσης δεν συνεχίζονται και μετά την διακοπή των ιαματικών λουτρών γι' αυτό το λόγο αμφισβητείται και η αξία των λουτρών στην αντιμετώπιση της υπέρτασης.
Διαλείπουσα Χολώτης
Αυτά τα συμπτώματα εμφανίζονται στο βάδισμα και χαρακτηρίζονται από ισχυρό πόνο στην γάμπα (έχουμε σπασμό των αρτηριών της κνήμης και ανεπαρκή μεταφορά αίματος) ο πόνος είναι τόσο ισχυρός που ο ασθενής αναγκάζεται να σταματήσει το βάδισμα. Σε αυτές τις περιπτώσεις τα αποτελέσματα μιας λουτροθεραπείας είναι περισσότερο από ικανοποιητικά.
Κνησμός
Άλλοτε είναι αποτέλεσμα διαφόρων παθήσεων του δέρματος και άλλοτε όχι. Έχουμε δηλαδή κνησμό με μια δερματική αλλοίωση αλλά έχουμε και κνησμό χωρίς δερματική αλλοίωση (λειτουργικές διαταραχές του ήπατος ή των ενδοκρινών αδένων). Η επίδραση των λουτρών είναι τοπική και οφείλεται εις την ειδική δράση των θειούχων στοιχείων.
Τουλάχιστον 7 δερματοπάθειες ανταποκρίνονται θετικά στα θερμομεταλλικά νερά:
1. Έκζεμα
2. Κνησμός, αιδοίου, πρωκτού
3. Ψωρίαση
4. Νεανική ακμή
5. Ροδόχρους ακμή
6. Συνέπειες των εγκαυμάτων
7. Ιχθύαση
Η υδροθεραπεία δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται στις οξείες παθήσεις του δέρματος, τις πυοδερματίτιδες. Ειδικότερα για τις δερματολογικές παθήσεις αντεδείκνυται η χρήση των θερμομεταλλικών νερών στην σπογγοειδή μυκητίαση, τον καρκίνο και τη φυματίωση του δέρματος.
Τρόπος εφαρμογής
1. Μπάνιο διαρκείας 15' - 30' για τα εκζέματα.
2. Ψεκασμός νερού που περνά από κόσκινο, για το πρόσωπο, οξείες εκζεματικές καταστάσεις.
3. Νηματοειδής καταιωνισμός (ντούζ) υπό πίεση 6 - 13 ΑΤΜ, σε θερμοκρασία 42οC, από απόσταση 30εκμ. μόνο για λίγα δευτερόλεπτα έως 4 λεπτά. Ιδιαίτερα αποτελεσματικός στις λειχηνοποιήσεις, ροδόχροα ακμή.
Στην Ιταλία έχουν δημοσιευθεί πάρα πολλές ενδιαφέρουσες έρευνες όπου αναφέρονται στις θεραπευτικές εφαρμογές των ιαματικών πηγών. Επιλεκτικά θα αναφερθώ σε μερικές:
1) ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΙΑΜΑΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ ΣΤΗΝ ΓΥΝΑΙΚΟΛΟΓΙΑ
"Ινστιτούτο μαιευτικής και γυναικολογίας του Πανεπιστημίου Πάρμας"
Η συγκεκριμένη θεραπεία συνίσταται σε χρόνιες φλεγμονές του γυναικείου γεννητικού συστήματος για τις οποίες προσδιορίζεται η πάροδος διετίας από το αρχικό επεισόδιο της φλεγμονής. Εξετάστηκαν 831 κλινικά ιστορικά (σε σύνολο 885 περιπτώσεων που προσήλθαν στις ιαματικές πηγές στην διάρκεια 1975 - 76). Αυτά τα στοιχεία τα προμήθευσε το Κέντρο Μελετών και Ερευνών (Κ.Μ.Ε.) των ιαματικών πηγών του Salsomaggiore).
Οι Ιαματικές πηγές στη θεραπεία των αναπνευστικών παθήσεων
"Minerva Ecologica" Idroclimatologica, Fisicosanitaria
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι άτυπες ασθένειες είναι εκείνες που μπορούν να αποκομίσουν οφέλη από την λουτροθεραπεία με ιαματικά νερά και κυρίως το βρογχικό άσθμα, η χρόνια βρογχίτιδα, το εμφύσημα και η βρογχεκτασία. Τα νερά που έχουν μελετηθεί και έχουν χρησιμοποιηθεί περισσότερο για την θεραπεία αυτών των άτυπων βρογχοπνευμονοπαθειών είναι τα θειούχα, τα διττανθρακικά, τα χλωριούχα, τα ανθρακικά, αρσενικούχα και ραδιενεργά. Τα μεταλλικά αυτά νερά επιδρούν στις νόσους των αναπνευστικών οδών με μηχανισμούς συνδεδεμένους τόσο με τις χημικές ιδιότητες (θείον, αρσενικό κ.τ.λ.) όσο και με τις φυσικές ιδιότητες (ραδιενέργεια, καταπραϋντική και αντισπαστική δράση). Αντιπροσωπευτικά να πούμε μερικά πράγματα για τα θειούχα νερά.
Θειούχα νερά
Η δράση αυτών των νερών σύμφωνα με κάποιους πρέπει να αναζητηθεί στις αντιαλεργικές και αντιμολυσματικές ιδιότητες του θείου. Τα θειούχα νερά στα πλαίσια των χρόνιων αναπνευστικών παθήσεων βρίσκουν πεδίο θεραπευτικής εφαρμογής στις τραχειοβρογχίτιδες, στις χρόνιες βρογχίτιδες, στο βρογχικό άσθμα, σε χρόνιες φλεγμονές όπως ρινίτιδες, φαρυγγίτιδες. Η χορήγηση αυτών των νερών στις αναπνευστικές παθήσεις μπορεί να ομαδοποιηθεί στο ακόλουθο σχήμα:
1. Υγρές εισπνοές
2. Ξηρές εισπνοές
3. Aerosol
Σοβαρή αντένδειξη θεωρείται πάντα η πνευμονική φυματίωση σε ενεργή φάση. Πολλοί συγγραφείς, ιδιαίτερα οι Γάλλοι, θεωρούν ότι τα θειούχα νερά ενδείκνυνται όταν στην αλλεργική αιτιο - παθογένεση συμμετέχει και ένας μολυσματικός παράγοντας. Τα αποτελέσματα είναι εμφανή κατά την δεύτερη ή τρίτη εβδομάδα. Ο βήχας γίνεται λιγότερο συχνός και λιγότερα έντονος, η απόχρεμψη λιγότερο συχνή και πιο ρευστή και κατά συνέπεια η δύσπνοια μειώνεται. Πρέπει να τονίσουμε όμως ότι ενώ ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών αποκομίζει οφέλη, από μια τέτοια θεραπεία, υπάρχουν και ασθενείς που παρουσιάζουν επιδείνωση στην κατάστασή τους.
Ας αναφέρουμε μερικούς παράγοντες που επηρεάζουν την εισπνευσιοθεραπεία.
Εποχή: Οι θεραπείες γίνονται από τον Ιούνιο έως τον Σεπτέμβριο. Αναφέρεται ότι την εποχή του καλοκαιριού είναι καλύτερη η ποιότητα των νερών, αυτό όμως δεν ευσταθεί. Θα ήταν προτιμώτερο οι λουτροπηγές να λειτουργούν όλο το χρόνο ή περισσότερους μήνες (Μάϊο - Οκτώβριο). Έτσι, δεν θα παρατηρείται και ο συνοστισμός στην προσέλευση των ασθενών τους καλοκαιρινούς μήνες.
Προετοιμασία: Η σωστή επιλογή της λουτροπηγής αποτελεί το 50% της επιτυχίας της εισπνευσιοθεραπείας.
Διάρκεια: Συνήθως διαρκεί 21 μέρες, αλλά ο χρόνος μπορεί να παραταθεί ή να βραχυνθεί. Για ν' αποφευχθεί μια πιθανή θερμική αντίδραση η θεραπεία μπορεί να χρειασθεί να γίνει διακεκομένα, με μεσοδιαστήματα μιας ή δυο ημερών.
Κλίμα: Χρειάζεται παρατεταμένη ηλιοφάνεια, ελάχιστη υγρασία, οι άνεμοι να είναι ασθενείς, να μην εμφανίζονται ομίχλες και η γύρω περιοχή να έχει δάση για περισσότερο οξυγόνο. Ο ιονισμός της ατμόσφαιρας επιδρά στην ισορροπία του συμπαθητικού - παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος του ασθενούς. Τοπικοί παράγοντες που πρέπει επίσης να ελέγχονται είναι η πυκνότητα των αλλεργιογόνων στην περιοχή της λουτροπηγής καθώς και ο βαθμός ρύπανσης της ατμόσφαιρας.
Τρόπος ζωής - διαιτητική αγωγή: Αποφεύγεται η σωματική και πνευματική κόπωση αλλά επιβάλλονται οι περιπάτοι. Το διαιτολόγιο είναι λιτό και δεν περιλαμβάνει δύσπεπτες τροφές.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Τα κύτταρα μας μπορούν να ζουν και να αναπαράγονται χάρη στην παρουσία και τις ιδιότητες του νερού. Μεγάλο ποσοστό του ανθρώπινου οργανισμού - πάνω από τα δύο τρίτα του σώματός μας - αποτελείται από νερό. Ο οργανισμός της κότας αποτελείται κατά 74% από νερό, του σκαθαριού κατά 48% και της ρέγκας κατά 67%.
Το νερό είναι πηγή ζωής, δημιουργίας, αλλά και αναψυχής. Η ζωή των ανθρώπων είναι άμεσα συνδεδεμένη με το νερό, ξεκινάει άλλωστε από το νερό (μέσα στην κοιλιά της μητέρας). Οι ευεργετικές του ιδιότητες συμβάλλουν στη σωστή και ομαλή λειτουργία του οργανισμού μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα το νερό αποτελούσε βασική προϋπόθεση για καλή υγεία και σωματική καθαριότητα. Η μόλυνση και η ρύπανσή του μπορεί να αποβούν μοιραίες για την ανθρώπινη ζωή.
Χωρίς φαγητό οι άνθρωποι επιβιώνουν κάποιες εβδομάδες, χωρίς νερό, όμως, δεν μπορούν να επιβιώσουν παρά το πολύ 2-3 ημέρες. Τα ψάρια έξω από το νερό δεν αντέχουν παρά μόνο μερικά λεπτά, ενώ και τα πουλιά δεν ζουν χωρίς νερό. Το νερό είναι εξίσου απαραίτητο σε όλους τους οργανισμούς. Δεν υπάρχει ζωή χωρίς νερό.
Λίγα μόλις χρόνια πιο πριν, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας κουβαλούσαν το πόσιμο νερό με το σταμνί από πηγές, βρύσες του δήμου και πηγάδια. Σήμερα, για να φθάσει σε μας, χρειάζεται να μεταφερθεί από πολύ μακριά - από λίμνες και ποτάμια που απέχουν 100-200 χιλιόμετρα.
Σε αρκετές περιοχές το νερό δεν είναι διαθέσιμο όλο το χρόνο ή υπάρχουν διακοπές στην υδροδότηση. Σε πολλά νησιά, παράκτιες και γεωργικές περιοχές, αλλά και σε περιοχές με έντονη βιομηχανική δραστηριότητα, όπου η ποιότητα του νερού δεν είναι καλή, οι άνθρωποι χρειάζεται να καταφεύγουν καθημερινά στο εμφιαλωμένο νερό ή σε νερό από πιο μακρινές πηγές.
Σε πολλές περιοχές του κόσμου, το νερό δεν τρέχει καθόλου από τις βρύσες. Πάνω από 6.000 παιδιά παγκοσμίως πεθαίνουν καθημερινά από ασθένειες λόγω της έλλειψης πόσιμου νερού. 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι - δηλαδή σχεδόν ένας στους πέντε κατοίκους του πλανήτη μας - δεν έχουν καθαρό νερό να πιουν. Στην Αφρική, οι γυναίκες και τα παιδιά χρειάζεται να περπατάνε πολλές ώρες κάθε μέρα για να κουβαλήσουν το νερό τους.
Η υπερβολική κατανάλωση νερού από το δυτικό κόσμο το στερεί από τις άλλες περιοχές του πλανήτη μας, βλάπτει τα ευαίσθητα οικοσυστήματα και απειλεί τα φυτά και τα ζώα.
Δεν πρέπει να σπαταλάμε το νερό. Οφείλουμε να το διαχειριζόμαστε σωστά, να το καταναλώνουμε με σύνεση και να το προστατεύουμε από τη ρύπανση και τη μόλυνση. Κάποιοι δεν έχουν σταγόνα να πιουν. Και δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες κοινωνίες που το έχουν ανάγκη, είναι και τα οικοσυστήματα και οι υπόλοιποι κάτοικοι του πλανήτη.
ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΓΗ
Η ζωή στη Γη ξεκίνησε σε λεκάνες γλυκού νερού.
Ο πρώτος κυτταρικός οργανισμός στη Γη πιθανόν να προέκυψε σε κλειστούς ζεστούς χώρους από μαλακή λάσπη, οι οποίοι τροφοδοτούνταν από ατμούς – ηφαιστειακά θερμαινόμενοι – και όχι στους αρχέγονους ωκεανούς, λένε τώρα οι επιστήμονες, , συμφωνώντας με τον Κάρολο Δαρβίνο ο οποίος το είχε πει πριν 140 χρόνια.
Επιστήμονες των ΗΠΑ δήλωσαν ότι οι τελευταίες τους έρευνες μαρτυρούν ότι η ζωή στη Γη γεννήθηκε σε αρχαίες λεκάνες γλυκού νερού, τα ύδατα των οποίων εμπλουτίζονταν με οργανικά υλικά από γεωθερμικές πηγές, επιβεβαιώνοντας τη θεωρία, που εισηγήθηκε το 2012 ομάδα Βρετανών και Γερμανών γεωλόγων, οι οποίοι μελέτησαν αρχαιότατες επικαθίσεις στη Γροιλανδία.
Η υπόθεση που διατυπώθηκε είναι ότι τα πρώτα ζωντανά κύτταρα εμφανίστηκαν σ’ εκείνο το περιβάλλον, που ήταν πιο ευνοϊκό γι’ αυτά και όχι στον πρωτογενή ωκεανό, τα νερά του οποίου ήταν αρκετά αλμυρά.
Οι επιστήμονες προσδιόρισαν τη χημική σύνθεση του κυτοπλάσματος στα κύτταρα της πλειονότητας των σύγχρονων οργανισμών, κατόπιν συνέκριναν τα δεδομένα που έλαβαν με επιλεγμένα ιχνοστοιχεία, που υπάρχουν στους σημερινούς ωκεανούς, την υποθετική σύνθεση του πρωτογενούς ωκεανού και ύδατα από γεωθερμικές πηγές και λίμνες. Όπως αποδείχθηκε ακριβώς τα τελευταία είναι και τα πλέον ευνοϊκά για γέννηση ζωής.
Ειδικότερα, στη νέα μελέτη οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το υγρό όλων των κυττάρων που αγωνίζεται να κρατηθεί μέσα στις λεπτές λεπτές κυτταρικές μεμβράνες τους, κανονικά δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από το νερό των αρχαίων ωκεανών.
Όμως, η ομάδα ανακάλυψε πως αυτό το κυτταρικό υγρό είναι παρόμοιο με τους ατμούς που βρέθηκαν μέσα στην ηφαιστειακή λάσπη στη γη.
Τέτοιο χερσαίο περιβάλλον διαθέτει πολύ περισσότερο κάλιο από νάτριο, κάτι που το συναντάμε σε όλα τα ζωντανά κύτταρα. Το θαλάσσιο περιβάλλον, εν τω μεταξύ, είναι πολύ πλούσιο σε νάτριο.
"Για να συνθέσουν τα κύτταρα πρωτεΐνες – τις μοριακές μηχανές τους – χρειάζονται πολύ κάλιο. Το νάτριο μπλοκάρει αυτές οι δραστηριότητες”, δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο βιοφυσικός Armen Mulkidjanian από το Πανεπιστήμιο του Osnabrück, στη Γερμανία.
"Η ζωή δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη σύνθεση πρωτεϊνών, γι ‘αυτό πρέπει και θα πρέπει να διατηρεί υψηλές ποσότητες καλίου."
Τα κύτταρα σήμερα βασίζονται σε πολύπλοκες πρωτεΐνες που βγάζουν την περίσσεια νατρίου μέσω των μεμβρανών τους, έτσι ώστε τα κύτταρα να μπορούν να λειτουργήσουν σωστά.
Τα πρώτα κύτταρα, ωστόσο, δεν είχαν τέτοιους μηχανισμούς στη διάθεσή τους, γιατί είχαν υποτυπώδεις κυτταρικές μεμβράνες και τα κύτταρα ήταν τυχερά αν εύρισκαν κάποιο θρεπτικό συστατικό και το παγίδευαν μέσα τους.
Ως αποτέλεσμα, τα πρώτα κύτταρα ήταν πολύ διαπερατά και στο έλεος του περιβάλλοντός τους. Η αναλογία του καλίου με το νάτριο ως εκ τούτου έπρεπε να είναι μεγαλύτερη από ένα προς ένα, υπέρ του καλίου.
Αλλά στο αρχαία θαλασσινό νερό, καθώς και στο σύγχρονο θαλασσινό νερό – το νάτριο υπερτερεί του καλίου σε μια αναλογία πάνω από 40 – 1.
Με την αναλογία αυτή στο μυαλό, ο Mulkidjanian και οι συνεργάτες του, ζήτησαν τη βοήθεια των γεωλόγων για να καταλάβουμε πού θα μπορούσε η ζωή να έχει τις ρίζες της μεταξύ 4,3 και 3,8 δισεκατομμύρια χρόνια πριν.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://logioshermes.blogspot.com/2012/02/blog-post_2964.html
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CF%84%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%BF
http://www.iama.gr/ethno/Therm/vlasopul.html
3. ΝΕΡΟ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ
O Πηνειός
Η λίμνη Κάρλα ή Βοιβηϊδα
Διαχείριση υδατικών πόρων
ΔΕΥΑΛ
Χρώμιο στο νερό δημοτικού διαμερίσματος Αρμενίου στη Λάρισα
Χλωρίωση πόσιμου νερού
Ερημοποίηση του θεσσαλικού κάμπου
Βιβλιογραφία
O ΠΗΝΕΙΟΣ
Ο Πηνειός είναι ο κύριος και αξιολογότερος ποταμός της Θεσσαλίας, πηγάζει από την Πίνδο, περνάει κοντά στην Καλαμπάκα και βγαίνει στη θεσσαλική πεδιάδα.
Ο Πηνειός μαζί με τους παραπόταμούς του αποτελεί για τη Θεσσαλία το μοναδικό υδάτινο αποδέκτη. Η Θεσσαλική περιοχή, με έναν πληθυσμό περίπου 500.000 κατοίκων, είναι κυρίως γεωργική με μικρή βιομηχανική δραστηριότητα.
Οι ανάγκες πόσιμου νερού της Λάρισας καλύπτονταν μέχρι το 1986 αποκλειστικά από τον Πηνειό. Όμως η συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση νερού και η αύξηση της καλλιέργειας βαμβακιού στη θεσσαλική πεδιάδα, η οποία απαιτεί μεγάλες ποσότητες νερού, σε συνδυασμό με τη ρύπανση του ποταμού από φυτοφάρμακα, οδήγησε στην αναζήτηση νέων πηγών νερού. Έτσι από το 1990, οι ανάγκες πόσιμου νερού της Λάρισας καλύπτονται 100% από υπόγεια νερά που προέρχονται από γεωτρήσεις.
Παλαιότερα με τα πλημμυρικά νερά του ετροφοδοτείτο η λίμνη Κάρλα, της οποίας η έκταση έφτανε και μέχρι τα 180 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Μετά τη δημιουργία του αναχώματος στην κοίτη του Πηνειού, η Κάρλα απέκτησε δική της υδρολογική λεκάνη. Δέχεται σημαντική ρύπανση από αστικά και βιομηχανικά απόβλητα καθώς και από την εντατική γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τη θεσσαλική πεδιάδα. Έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις από τον εγκιβωτισμό της κοίτης του, την κατασκευή αρδευτικών δικτύων, των προσωρινών φραγμάτων και τις υπεραντλήσεις.
Κατά τους θερινούς μήνες που οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγάλες και υπάρχει και μείωση της παροχής του ποταμού, οι συνέπειες από τη ρύπανση είναι πλέον εμφανείς και έντονες. Με τα νερά του αρδεύονται περί τα 80.000 στρέμματα και παράλληλα υδροδοτούνται οικισμοί της Θεσσαλίας.
Η ΛΙΜΝΗ ΚΑΡΛΑ Ή ΒΟΙΒΗΙΔΑ
Η λίμνη Κάρλα ή Βοιβηίδα (παλαιότερα) ήταν λίμνη η οποία αποξηράθηκε το 1962, επειδή την εποχή εκείνη προκαλούσε πλημμύρες στις γύρω γεωργικές καλλιέργειες, ενώ ορισμένες βαλτώδεις εκτάσεις γύρω της προκαλούσαν την έντονη παρουσία εντόμων. Όμως, γρήγορα διαπιστώθηκε ότι οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα ήταν μεγαλύτερες από το όφελος που προσέφερε η αποξήρανση της. Έτσι σήμερα γίνονται πολλές προσπάθειες για την ανασύσταση της λίμνης. Έπειτα από 40 χρόνια μετά την αποξήρανση της, ξοδεύτηκαν εκατομμύρια ευρώ για την υδατική επαναφορά της. Εμείς όμως την καταστρέφουμε με ταχύτατους ρυθμούς. Ήδη από το 2 πρώτα χρόνια η Κάρλα έχει γίνει προβληματική και έρευνες έχουν δείξει ότι ακολουθεί τον ρυθμό της Κορώνειας.
Ωστόσο σημαντικές μελέτες έχουν διατυπώσει τέσσερις σημαντικούς παράγοντες που ευθύνονται για τα προβλήματα της λίμνης.
- Πρώτον, η επανασύσταση της πάνω στον παλιό πυθμένα, πλούσιο σε θρεπτικά και διάφορα άλατα, αυξάνει την αλατότητα του νερού μετατρέποντάς το σε υφάλμυρο! Ακόμη, η ανίχνευση ενός μικροοργανισμού στο εργαστήριο καθιστά προβληματική την απορροή νερού από την Κάρλα στον Παγασητικό, διότι θα είχε ως συνέπεια την αύξηση αυτού του τοξικού μικροοργανισμού στην παράκτια περιοχή του Κόλπου, χρόνια επιβαρυμένου από άλλους ρύπους.
- Δεύτερον, η σχετικά μεγάλη επιφάνεια με μικρό βάθος (δεν ξεπερνάει τα 2,5 μ.) και η σχέση όγκου νερού προς επιφάνεια πυθμένα.
- Τρίτον, ο μικρός ρυθμός ανανέωσης του νερού λόγω περιορισμένης απορροής της λίμνης.
- Τέταρτον, και σημαντικότερο, το ότι το εισερχόμενο νερό από τον Πηνειό και το κανάλι απορροών τροφοδοτεί συνεχώς την Κάρλα με τα θρεπτικά στοιχεία (βιομηχανικά, κτηνοτροφικά και αστικά λύματα, φυτοφάρμακα, λιπάσματα) που συμβάλλουν σε υπέρμετρη αύξηση των μικροοργανισμών. Με λίγα λόγια, η Κάρλα χρειάζεται σήμερα πολλά και καθαρά νερά και συνεχή ανανέωσή τους.
Η λίμνη άρχισε να αποκτά ζωή, μόλις αποκαταστάθηκε και κυρίως όταν απέκτησε χιλιάδες ψάρια. Αυτά με τη σειρά τους έφεραν στην περιοχή διάφορα πτηνά, όπως κορμοράνους, ενώ η φετινή χιονόπτωση έφερε νέους επισκέπτες στη λίμνη, όπως για παράδειγμα πελεκάνους και κύκνους. Η Κάρλα ήταν ένας από τους σπουδαιότερους υγροτόπους στην Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Η ορνιθοπανίδα της περιοχής της λίμνης υπολογίζεται σε 1.000.000 πουλιά.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΥΔΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
Το νερό αποτελεί κληρονομιά η οποία πρέπει να προστατεύεται. Τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα ενισχύονται οι πιέσεις που υφίστανται οι υδατικοί πόροι, ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης ζήτησης από ποικίλους χρήστες για επαρκές σε ποσότητα και ποιότητα νερό.
Μια ορθολογική πολιτική ανάπτυξης οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τη διαχείριση ακραίων φαινομένων και κρίσεων όπως τα προβλήματα λειψυδρίας και πλημμυρών αλλά και πιο μακροπρόθεσμους περιβαλλοντικούς στόχους, όπως η σε βάθος χρόνου προστασία των νερών και των σχετιζόμενων με αυτά οικοσυστημάτων, η βελτίωση της ποιότητας και της οικολογικής τους κατάστασης και βέβαια η σταδιακή μείωση απορριπτόμενων ρυπαντικών ουσιών και η προοδευτική εξάλειψη τοξικών αποβλήτων. Ειδικότερα για την Ελλάδα αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας είναι μία σχετικά ευνοημένη υδρολογικά χώρα της Μεσογείου, αν και η αντιστοιχία της χρονικής και κυρίως χωρικής κατανομής των βροχοπτώσεων με τις χρονικές και χωρικές κατανομές της ζήτησης έχουν δημιουργήσει στο παρελθόν και εξακολουθούν να δημιουργούν προβλήματα έλλειψης νερού, ιδιαίτερα σε περιόδους ανομβρίας.
Ευρύτερα αποδεκτή είναι επίσης η διαπίστωση ότι, λόγω ευκολίας, η εκμετάλλευση των υπογείων νερών γίνεται με εντονότερο ρυθμό σε σύγκριση με την εκμετάλλευση των επιφανειακών νερών καθώς στη δεύτερη περίπτωση είναι αναγκαίες σοβαρές και συχνά μακροχρόνιες επενδύσεις.
Αν και ο βαθμός ανάπτυξης των έργων αξιοποίησης των επιφανειακών νερών στη χώρα μας είναι σχετικά περιορισμένος και υπάρχουν πρόσθετες δυνατότητες θα πρέπει ωστόσο να γίνει κατανοητό ότι η γενικότερη τάση μείωσης των προς εκμετάλλευση πόρων είτε λόγω κλιματικών αλλαγών ή και λόγω της εντεινόμενης ρύπανσης των νερών σε συνδυασμό με τις υιοθετημένες και από τη χώρα μας αυστηρότερες Ευρωπαϊκές απαιτήσεις ως προς την προστασία των υδρόβιων οικοσυστημάτων, επιβάλλουν περιορισμούς και καθιστούν δαπανηρότερα τα αναπτυξιακά αυτά έργα. Κατά συνέπεια, είναι επιτακτική η ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη διαχείριση της ζήτησης και να μην θεωρούνται πλέον ως δεδομένες οι παραδοσιακές καταναλώσεις, οι παραδοσιακές απώλειες, η αδιαφορία ως προς τις δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης καθώς και η παραδοσιακή μέθοδος κοστολόγησης και τιμολόγησης του νερού.
ΔΕΥΑΛ
Η Δημοτική Επιχείρηση ΄Υδρευσης και Αποχέτευσης Λάρισας (ΔΕΥΑΛ) είναι η πρώτη και μεγαλύτερη Δημοτική Επιχείρηση του κλάδου της, μετά την Ε.Υ.Δ.Α.Π. και την Ε.Υ.Α.Θ. Διαθέτει σύγχρονες εγκαταστάσεις και υποδομές, τις οποίες συντηρεί και αναβαθμίζει συνεχώς, με στόχο την παροχή υπηρεσιών υψηλής ποιότητας.
Διαθέτοντας οργανωμένα εργαστήρια ανάλυσης και διενεργώντας καθημερινούς ελέγχους ποιότητας, η εταιρία διασφαλίζει στους κατοίκους της Λάρισας και των γύρω περιοχών, που υδροδοτεί, πόσιμο νερό αρίστης ποιότητας, καθαρό και υγιεινό.
Με ευαισθησία απέναντι στο περιβάλλον και υψηλή αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, η ΔΕΥΑΛ υλοποιεί δράσεις ενημέρωσης του κοινού για την προστασία του περιβάλλοντος και τη διαχείριση του νερού, με τη συμμετοχή φορέων αλλά και σχολικών μονάδων.
Τα δίκτυα ύδρευσης άρχισαν να κατασκευάζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και υδροδοτούν τη Λάρισα με το επεξεργασμένο νερό του Πηνειού από το 1930 μέχρι και το 1990. Τότε, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΔΕΥΑΛ, διακόπηκε η ύδρευση της πόλης από τον Πηνειό, λόγω του υψηλού βαθμού ρύπανσής του. Έκτατε, η πόλη υδρεύεται με το νερό των 17 συνολικά Γεωτρήσεων ( 5 στη Γιάννουλη, 7 στον Αμπελώνα και 5 στα Πλατανούλια).
Σήμερα, η ΔΕΥΑΛ με το νερό των 17 συνολικά γεωτρήσεων και το Νέο Εξωτερικό Υδραγωγείο υδροδοτεί το Δήμο Λάρισας, το Δημοτικό Διαμέρισμα Τερψιθέας και τους οικισμούς Κουλουρίου και Αμφιθέας, το Δημοτικό Διαμέρισμα Νίκαιας, το Δημοτικό Διαμέρισμα Μελισσοχωρίου και μέρος του Πλατυκάμπου.
Οι πελάτες της ύδρευσης είναι 208.500 (69.500 υδρόμετρα) και το μήκος των αγωγών φτάνει τα 650.000 μ.
Οι δεξαμενές στην Αγία Παρασκευή , στο Μεζούρλο και στις εγκαταστάσεις στη ΔΕΥΑΛ έχουν συνολική χωρητικότητα 25.000 μ3 νερού.
Η ετήσια παραγωγή νερού ξεπερνάει τα 18.000.000 μ3. Το νερό είναι υγιεινό , πλήρως ελεγμένο στα εξοπλισμένα με σύγχρονη τεχνολογία Εργαστήρια (χημικό-μικροβιολογικό).
Η ΔΕΥΑΛ έχει πάντα, ως κύρια επιδίωξη, την εξασφάλιση υδατικών πόρων και την παροχή υγιεινού νερού. Αυτό τον στόχο τον έχει πετύχει με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο. Η Λάρισα δεν έχει αντιμετωπίσει ποτέ πρόβλημα υδροδότησης και το νερό που τρέχει στις βρύσες της είναι άριστης ποιότητας.
ΧΡΩΜΙΟ ΣΤΟ ΝΕΡΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΟΣ ΑΡΜΕΝΙΟΥ ΣΤΗ ΛΑΡΙΣΑ
Και μετά τα νιτρικά ήρθε το χρώμιο για να «αποτελειώσει» την κατάσταση όσον αφορά στην ακαταλληλότητα του νερού προς πόση σε χωριά το Ν. Λάρισας. Οι υψηλές τιμές χρωμίου που ανιχνεύθηκαν στις γεωτρήσεις του δημοτικού διαμερίσματος Αρμενίου, έκριναν το νερό ακατάλληλο για οικιακή χρήση πέραν των βοηθητικών εργασιών.
Αποτέλεσμα, εκτός από τους ανθρώπους και τα ζώα να πρέπει να ποτίζονται με εμφιαλωμένο νερό, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σημαντικά-και μάλιστα σε μία εποχή με τόσο οξυμένα τα οικονομικά προβλήματα-ο οικογενειακός προϋπολογισμός.
Η άλλη λύση, προέρχεται από υδροφόρες που μεταφέρουν νερό στο Αρμένιο και προκειμένου να το προμηθευτούν οι κάτοικοι κάνουν ουρές με δοχεία νερού. Ο πρόεδρος της ΔΕΥΑ Κιλελέρ-στον Δήμο Κιλελέρ υπάγεται το Αρμένιο- επισημαίνει ότι δημιουργούνται προβλήματα όταν ένα ολόκληρο χωριό δεν μπορεί να πιεί νερό από την βρύση, αλλά ταυτόχρονα το γεγονός ότι εντοπίστηκε εγκαίρως είναι σημαντικό για την διαφύλαξη της υγείας των πολιτών.
ΧΛΩΡΙΩΣΗ ΠΟΣΙΜΟΥ ΝΕΡΟΥ
Το νερό των πηγών περιέχει μικροοργανισμούς και άλλα οργανικά στοιχεία που βρίσκονται στις πηγές ή παρασύρονται κατά τη μεταφορά του νερού στο δίκτυο ύδρευσης. Κάποιοι από τους μικροοργανισμούς αυτούς είναι παθογόνοι και μπορούν να προκαλέσουν ήπιες μορφές προσωρινών διαταραχών στην υγεία. Για το λόγο αυτό το πόσιμο νερό είναι απαραίτητο να απολυμαίνεται προτού καταναλωθεί. Η πιο διαδεδομένη μέθοδος απολύμανσης είναι η χλωρίωση. Το χλώριο είναι ένα ισχυρά οξειδωτικό (απολυμαντικό) μέσο το οποίο δρα άμεσα και γρήγορα, καταπολεμώντας τους παθογόνους μικροοργανισμούς. Προφανώς, η ποσότητα του χλωρίου που αναμιγνύεται με το νερό πρέπει να ελέγχεται, προκειμένου να αποφευχθούν αντίθετα αποτελέσματα. Το χλώριο πρέπει να διοχετεύεται πριν την αποθήκευση του νερού στις δεξαμενές ύδρευσης προκειμένου να υπάρχει ο απαραίτητος χρόνος για να δράσει και να απολυμάνει. Από την άλλη πλευρά, η ποσότητα του χλωρίου που διοχετεύεται στη δεξαμενή δεν είναι πάντα σταθερή, αλλά εξαρτάται από την κατανάλωση, τη φύση του νερού και τον αριθμό μικροοργανισμών που υπάρχουν, στοιχεία τα οποία συνεχώς μεταβάλλονται. Για το λόγο αυτό πρέπει να μετρούνται διαρκώς διάφορα μεγέθη και ανά πάσα στιγμή να προσαρμόζεται η παροχή χλωρίου βάσει των μετρούμενων παραμέτρων.
Το πόσιμο νερό του Δήμου Πρέβεζας χλωριώνεται με αυτόματο σύστημα που έχει εγκατασταθεί στην κεντρική δεξαμενή ύδρευσης στη Νικόπολη. Η εγκατάσταση πληροί όλες τις απαιτούμενες προδιαγραφές για την επίτευξη σταθερής, εντός ορίων και συνεχώς ελεγχόμενης συγκέντρωσης χλωρίου στο νερό.
Πιο συγκεκριμένα, επιτυγχάνεται σταθερή συγκέντρωση χλωρίου και συνεχής έλεγχος αυτής μέσω διαδικασιών προχλωρίωσης και μεταχλωρίωσης.
Διαδικασία χλωρίωσης
Κατά την προχλωρίωση, το πόσιμο νερό χλωριώνεται πριν την είσοδο της κεντρικής δεξαμενής, μέσω δοσομετρικής αντλίας. Η δόση του χλωρίου είναι ανάλογη της παροχής και ρυθμίζεται βάσει ένδειξης παροχομέτρου. Η απαiτούμενη όμως ποσότητα χλωρίου στο νερό δεν εξαρτάται μόνο από την παροχή αλλά και από λοιπά χαρακτηριστικά του νερού (pH, άλατα, μικροοργανισμούς) που συνεχώς μεταβάλλονται. Για το λόγο αυτό υπάρχει η διαδικασία της μεταχλωρίωσης όπου συμπληρώνεται χλώριο στην έξοδο της κεντρικής δεξαμενής, αν αυτό απαιτείται. Η απαιτούμενη προς συμπλήρωση ποσότητα υπολογίζεται βάσει ηλεκτρονικού δειγματολήπτη-ελεγκτή, ο οποίος μετρά συνεχώς τη συγκέντρωση του υπολειμματικού χλωρίου, του pH και τη θερμοκρασία του νερού στην έξοδο της δεξαμενής και συμπληρώνει αναλόγως με το χλώριο που απαιτείται.
Με την ανωτέρω διαδικασία διασφαλίζεται:
Σταθερή συγκέντρωση υπολειμματικού χλωρίου στο πόσιμο νερό.
Μόνιμος έλεγχος της συγκέντρωσης του χλωρίου και αυτόματη, επί τόπου διόρθωση.
Οι δεξαμενές χλωρίου (δυο δεξαμενές 1000lt η καθεμιά) βρίσκονται σε οικίσκο με ειδική μόνωση και σκοτεινό θάλαμο ώστε το αποθηκεμένο χλώριο να μην επηρεάζεται από θερμοκρασία και φως.
ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟΥ ΚΑΜΠΟΥ
Ο Θεσσαλικός Κάμπος μετατρέπεται σε έρημο τοπίο εξαιτίας της ξηρασίας που επικρατεί.
Σε ορισμένα σημεία της διαδρομής του ποταμού Πηνειού δεν υπάρχει καθόλου νερό.
Τεράστια ζημιά προκαλούν τα παράνομα φράγματα που υπάρχουν στα Τρίκαλα και στη Καρδίτσα που συγκρατούν τα νερά από τη λίμνη Πλαστήρα. Με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν με αφανισμό 50,000 στρέμματα με βαμβάκι, καλαμπόκι, τεύτλα και βιομηχανική ντομάτα, σε 4 δήμους της Λάρισας.
Η κατάσταση χαρακτηρίζεται μη αναστρέψιμη και οι αγρότες μπροστά στο κίνδυνο να καταστραφούν οι σοδειές τους, έχουν αρχίσει και κάνουν γεωτρήσεις, οι οποίες βγάζουν υφάλμυρο νερό.
Στη λίμνη Πλαστήρα η κατάσταση που επικρατεί με την μείωση των υδάτων της είναι αρκετά σοβαρή, το ίδιο όμως συμβαίνει και στη λίμνη του Σμοκόβου στην Καρδίτσα. Το πρόβλημα στη λίμνη του Σμοκόβου είναι ότι η άρδευση γίνεται μέσα από χωμάτινες τάφρους, με αποτέλεσμα να χάνεται πολύτιμο νερό κατά τη διαδρομή.
Παράλληλα ένα χαρακτηριστικό πρόβλημα είναι τα αμέτρητα παράνομα φράγματα που έχουν φτιάξει οι αγρότες, κυρίως των Τρικάλων, σε μήκος 40χιλιομέτρων στο Πηνειό για να κατακρατούν το νερό. Είναι η πρώτη φορά που το νερό δεν φτάνει για τις ανάγκες του ποτίσματος του κάμπου στη Λάρισας.
Έτσι η ξηρασία που επικρατεί στις περιοχές του Θεσσαλικού Κάμπου θα οδηγήσει σε σταδιακή ερημοποίηση.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
- εφημερίδα « Ελευθερία »
- εφημερίδα « Ημερησία »
- εγκυκλοπαίδεια « Επιστήμη και ζωή »
- econews.gr
- βικιπαίδεια
4. ΡΥΠΑΝΣΗ ΚΑΙ ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
1. Η ρύπανση του νερού
2. Η μόλυνση του νερού
3. Ποιότητα νερού
4. Κλιματικές Αλλαγές
5. Ερημοποίηση
6. Όξινη Βροχή
7 Βιοσυσσώρευση
8. Βιολογικός Καθαρισμός
9. Εξασθενές Χρώμιο
10. Ευτροφισμός
11. Νιτρορύπανση
12. Πρόγραμμα Νιτρορύπανσης
13.Βιβλιογραφία
Η ΡΥΠΑΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Τα τελευταία χρόνια η ρύπανση του περιβάλλοντος εξαιτίας της μεγάλης τεχνολογικής προόδου και της ραγδαίας βιομηχανικής ανάπτυξης έχει πάρει επικίνδυνες και, σε πολλές περιπτώσεις, καταστροφικές διαστάσεις για τη γήινη βιόσφαιρα.
Διακρίνεται σε αστική και βιομηχανική, σε ρύπανση ατμόσφαιρας, νερού και εδάφους και τείνει να καταστρέψει την πανίδα και τη χλωρίδα της γης, τις θεμελιώδεις δηλαδή προϋποθέσεις της ζωής στον πλανήτη μας.
Καθημερινά τεράστιες ποσότητες βιομηχανικών λυμάτων ρυπαίνουν ακτές και θάλασσες, νεκρώνουν το πλαγκτόν, εξαφανίζουν πολλά είδη του φυσικού και του ζωικού βασιλείου και βάζουν σε κίνδυνο την υγεία των ανθρώπων που έρχονται σε επαφή με τη θάλασσα. Χιλιάδες καμινάδες εργοστασίων εκλύουν σε 24-ωρη βάση χιλιάδες τόνους δηλητηριωδών αερίων και σωματιδίων κάνοντας ανυπόφορη τη ζωή εκατομμυρίων κατοίκων αστικών κέντρων, που επιπλέον ασφυκτιούν μέσα στις γιγάντιες και απάνθρωπες πόλεις του αιώνα μας. Από μόνες τους πάντως, η τεχνολογική πρόοδος και η βιομηχανική ανάπτυξη δεν αποτελεί την πηγή του κακού.
Αυτό έχει σχέση με τις κερδοσκοπικές διαθέσεις των βιομηχάνων που αρνούνται να υποβληθούν στις δαπάνες της τοποθέτησης φίλτρων και συστημάτων βιολογικού και βιοχημικού καθαρισμού των δηλητηριωδών αερίων και λυμάτων που εκπέμπουν ή αποβάλλουν οι επιχειρήσεις τους.
Η διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος από τη ρύπανση και την καταστροφή, αποτελεί σήμερα οξύτατο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό πρόβλημα και συνεγείρει εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι αγωνίζονται για την αποτροπή της κατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος και την εξασφάλιση ανθρώπινων συνθηκών ζωής.
Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές θάλασσες και ακτές μολύνονται επικίνδυνα από τα βιομηχανικά λύματα και απόβλητα των υπονόμων των μεγάλων πόλεων. Όλοι γνωρίζουμε το τεράστιο σύννεφο αιθαλομίχλης που καλύπτει την Αθήνα, γνωστό ως νέφος. Πρόκειται για το φαινόμενο φωτοχημικής ρύπανσης το οποίο προέρχεται από τη βιομηχανία, τα καυσαέρια των αυτοκινήτων και των κεντρικών θερμάνσεων.
Ως τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 λειτουργούσαν στην περιοχή της Αττικής περίπου 3.600 βιομηχανίες.
Το νέφος έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων. Το μονοξείδιο του άνθρακα δεσμεύει την αιμοσφαιρίνη, εμποδίζει την οξυγόνωση των ιστών και δυσκολεύει την αναπνοή. Προκαλεί εύκολη κόπωση, δύσπνοια, πονοκεφάλους και διαταραχές στην όραση.
Τα κυριότερα προβλήματα ρύπανσης στην Ελλάδα συνοψίζονται στα ακόλουθα: ατμοσφαιρική ρύπανση, ρύπανση υδάτων, στερεά απόβλητα, πυρκαγιές, απειλή βιοποικιλότητας και φυσικών αποθεμάτων και ηχητική ρύπανση.
Η ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
Μόλυνση είναι μια ειδική κατηγορία ρύπανσης, που οφείλεται σε μικροοργανισμούς. Όταν καταλήγουν σε ποτάμια, λίμνες ή στη θάλασσα βρώμικα νερά από κατοικίες, νοσοκομεία, χώρους απόρριψης σκουπιδιών κλπ μπορεί να προκαλέσουν διάφορες μορφές ρύπανσης: για παράδειγμα, ρύπανση εξαιτίας της παρουσίας χημικών, βλαβερών ουσιών, αλλά και μόλυνση εξαιτίας της παρουσίας μικροβίων και γενικότερα παθογόνων οργανισμών στα βρώμικα νερά.
Αιτίες μόλυνσης του νερού
Το νερό μολύνεται σε όλη τη διαδρομή του. Όταν είναι σύννεφο, όταν πέφτει σαν βροχή, όταν κυκλοφορεί μέσα στη γη, στις πηγές που συγκεντρώνεται, αλλά και στους σωλήνες που το φέρνουν στα σπίτια μας.
• Ατμοσφαιρική ρύπανση
• Φυτοφάρμακα
• Λιπάσματα
• Χημικά
• Τοξικά απόβλητα εργοστασίων
• Απόβλητα κτηνοτροφίας – πτηνοτροφίας
• Αστικά απόβλητα - βόθροι
• Εντομοκτόνα - ζιζανιοκτόνα
• Μικρόβια – βακτηρίδια
• Υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων
• Διαρροές δικτύων αποχέτευσης
• Πετρέλαιο – βενζίνη
• Παράγωγα χλωρίωσης
Μετρά προστασίας
1. Βασικό μέτρο προστασίας για την αποφυγή μόλυνσης υπογείου νερού είναι η κατασκευή στεγανών βόθρων γενικώς. Μεγάλη προσοχή και εφαρμογή διατάξεων στην σωστή διάθεση αποβλήτων κτηνοτροφικών μονάδων(χοιροστάσια, βουστάσια κλπ) τα εν λόγω απόβλητα είναι δυνατόν να μολύνουν πηγές σε αποστάσεις χιλιομέτρων ρυπαίνοντας το υπέδαφος σε μεγάλα βάθη, μεταφέροντας την μόλυνση. Η προστασία των πηγών τεχνικώς επιβάλλεται σχολαστικότατα στην καλλιέργεια της για την αποφυγή διείσδυσης επιφανειακών νερών πάσης φύσεως και απομάκρυνση τυχόν εστίας μόλυνσης σε αποστάσεις ασφαλείας.
2. Στην διαδρομή αγωγών ύδρευσης επιβάλλεται κατασκευή φρεατίων επίσκεψης με μεταλλικά καλύμματα μη παραβιαζόμενα και με ασφαλή χείλη περιμετρικώς προς τα κάτω 5εκ.
3. Αντλιοστάσια και δεξαμενές: Τεχνική προστασία αυτών από την είσοδο επιφανειακών νερών και διαφόρων άλλων ρύπων, προστασία αγωγών, περιφράξεις των χώρων, τυχόν αρχική τροφοδότηση της αντλίας με υγιεινό νερό και τοποθέτηση μηχανήματος χλωριώσεως για συνεχή χλωρίωση της ύδρευσης.
4. Δίκτυο διανομής: ο τακτικός έλεγχος αγωγών ύδρευσης για τυχόν θραύση αυτού, συνεχής παροχή νερού, οι αγωγοί ύδρευσης πρέπει να βρίσκονται 0,5-1μ. υψηλότερα των υπονόμων και σε οριζόντια απόσταση 3μ. και άνω, βάθος τοποθέτησης αυτών από 0,80 - 1μ.
5. Εις τον χώρο των κατοικιών έλεγχο κινδύνου αναρρόφησης ακαθαρσιών εξ υδραυλικών υποδοχέων.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ο κάθε φορέας ύδρευσης επιβάλλεται να τηρεί ειδικό ημερολόγιο υδρεύσεως και να ενημερώνεται τούτο ανελλιπώς.
Η παροχή υγιεινού νερού παίζει αποφασιστικό ρόλο στην υγεία, την οικονομία και το πολιτιστικό επίπεδο του ανθρώπου. Μερικά ατυχή συμβάντα μικροεπιδημίες, ρύπανση, δείχνουν καλά την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ένας καλός οργανωμένος Δήμος για την προστασία του νερού.
ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΝΕΡΟΥ
Ο πλανήτης μας καλύπτεται στο μεγαλύτερο μέρος του από νερό, το οποίο αποτελεί και βασικό παράγοντα για την ύπαρξη ζωής.
Οι μετρήσεις της ποιότητας των υδάτων είναι εξαιρετικά σημαντικές για την αξιολόγηση της λειτουργίας του οικοσυστήματος. Επιπλέον, το νερό αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας, επηρεάζοντας την ποιότητα, την ποσότητα και το κόστος των προϊόντων των παραπάνω. Η παρακολούθηση και αξιολόγηση της ποιότητας του, περιλαμβάνει τη μέτρηση φυσικών, χημικών και βιολογικών παραμέτρων.
ΚΛΙΜΑΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ
Είναι η μεγαλύτερη περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική κρίση στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Οι επιστήμονες και οι κυβερνήσεις παγκοσμίως συμφωνούν: οι κλιματικές αλλαγές έχουν προκληθεί από ανθρώπινες δραστηριότητες και οι επιπτώσεις τους θα είναι καταστροφικές.
Για να τις σταματήσουμε πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που παράγουμε, καταναλώνουμε και αντιλαμβανόμαστε την ενέργεια.
Πρέπει να πετύχουμε μία πραγματική Ενεργειακή Επανάσταση.
ΕΡΗΜΟΠΟΙΗΣΗ
Ως ερημοποίηση ορίζεται η διαδικασία της υποβάθμισης της γης σε ξηρές- ημίξηρες και ύφυγρες περιοχές και οφείλεται σε κλιματικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες.
Η κυριότερη διεργασία που είναι υπεύθυνη για την ερημοποίηση είναι η διάβρωση γιατί επιφέρει δραστική μείωση του βάθους, της γονιμότητας και της παραγωγικότητας του εδάφους και της βλάστησης.
Αποτελεί έναν σιωπηλό εχθρό αφού δε γίνεται αντιληπτός παρά μόνο όταν η εξαλλοίωση προχωρήσει σε βάθος και έχει ήδη επιφέρει υποβάθμιση του εδάφους. Έχει, εκτός από περιβαλλοντικές επιπτώσεις, σοβαρές αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες γιατί οδηγεί στη μείωση του αγροτικού εισοδήματος μετατοπίζοντας τον πληθυσμό σε περιοχές με περισσότερες δυνατότητες απασχόλησης.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (United Nations Convention to Combat Desertification), η ερημοποίηση προκαλείται από πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ φυσικών, βιολογικών, πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και οικονομικών παραγόντων.
Οι υδρολογικές ανισορροπίες θέτουν σε κίνδυνο τα συστήματα παραγωγής. Σταθερές υψηλές θερμοκρασίες με ακανόνιστες βροχοπτώσεις οδηγούν σε ξηρασία. Η υπερεκμετάλλευση της γης οδηγεί στην απώλεια οργανικής ύλης του εδάφους γεγονός που περιορίζει την ανάπτυξη των φυτών και τη μείωση της βλάστησης γενικότερα.
Κάθε χρόνο, τα τελευταία 20 χρόνια, χάνονται 24 δις τόνοι γόνιμου εδάφους. Το ένα τρίτο της συνολικής χερσαίας επιφάνειας του πλανήτη απειλείται από την ερημοποίηση ενώ ήδη το 40% της αρόσιμης γης έχει υποστεί καταστροφές. Η ερημοποίηση θα επηρεάσει 1δις ανθρώπους σε πάνω από 110 χώρες.
Στην Αυστραλία οι μισοί αγροί έχουν πληγεί από τη ξηρασία ενώ στο μεσογειακό χώρο η Ισπανία έχει τις μεγαλύτερες ερημοποιημένες εκτάσεις και ακολουθεί η Ελλάδα, η Νότια Ιταλία, η Νότια Γαλλία και η Πορτογαλία. Η Τουρκία, η Τυνησία και το Μαρόκο χάνουν κάθε χρόνο λόγω διάβρωσης 542.370, 180.000 και 22.000 στρέμματα γης, αντίστοιχα.
Παράγοντες όπως η αύξηση του πληθυσμού, η αστικοποίηση, η λειψυδρία, η κλιματική αλλαγή, η ανάγκη επισιτιστικής ασφάλειας σε συνδυασμό με την ερημοποίηση μπορούν να προκαλέσουν ένα περιβαλλοντικό στρες, μπορούν να οδηγήσουν σε περιβαλλοντικά εκτοπισμένους ανθρώπους δημιουργώντας τελικά ένα περιβαλλοντικό δίλλημα διαβίωσης.
ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ
Όξινη βροχή ονομάζεται το φαινόμενο των ασυνήθιστα όξινων μετεωρολογικών κατακρημνισμάτων, όπως π.χ. βροχή, χαλάζι, χιόνι, ομίχλη, πάχνη, ως και ξηρή σκόνη. Το επίθετο «ασυνήθιστα» χρησιμοποιείται γιατί συνήθως και η γήινη βροχή έχει όξινο χαρακτήρα, λόγω της διάλυσης σε αυτήν αερίων συστατικών της με όξινη συμπεριφορά, όπως π.χ. το διοξείδιο του άνθρακα (CO2).
H όρος όξινη βροχή αναφέρεται στην παρουσία σε αυτήν όξινων διαλυμένων ρύπων, δηλαδή ουσιών (αερίων ή μη) που δεν αποτελούν φυσιολογικά χαρακτηριστικά της καθαρής ατμόσφαιρας, αλλά είναι προϊόντα ανθρώπινης δραστηριότητας ή άλλων ρυπογόνων αιτιών (π.χ. ηφαιστειακής δραστηριότητας).
Επειδή τα διάφορα καυσαέρια ορυκτών καυσίμων, όπως το πετρέλαιο και οι γαιάνθρακες, περιέχουν συχνά (όξινα) οξείδια του θείου και του αζώτου, μεταξύ άλλων, παράγεται όξινη βροχή που περιέχει σε διάλυση τα αντίστοιχα οξέα.
H όξινη βροχή επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα σε οικοσυστήματα, καλλιέργειες, πολιτιστικά μνημεία και περιουσιακά στοιχεία των πολιτών (π.χ. αυτοκίνητα). Οι βαριές επιπτώσεις του φαινομένου ανάγκασαν, τα τελευταία χρόνια, πολλές κυβερνήσεις να επιβάλλουν νόμους και άλλα μέτρα με σκοπό τη μείωση, τουλάχιστον, του φαινομένου και άρα των επιπτώσεών του.
ΒΙΟΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗ
Με τον όρο βιοσυσσώρευση εννοούμε το φαινόμενο κατά το οποίο αυξάνεται στους ιστούς των οργανισμών η συγκέντρωση μη μεταβολιζόμενων χημικών ουσιών, κατά την πρόοδο της τροφικής αλυσίδας προς την κορυφή. Πάνω από ένα κρίσιμο όριο συγκέντρωσης, αυτές οι ουσίες γίνονται τοξικές.
Το φαινόμενο έχει πολύ μεγάλη σημασία για τον άνθρωπο, καθώς αυτός βρίσκεται συνήθως στο τελευταίο καταναλωτικό επίπεδο.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1960 παρατηρήθηκε η αυξημένη συγκέντρωση του εντομοκτόνου DDT σε ιστούς πολλών οργανισμών. Το φαινόμενο αποδόθηκε στην εκτεταμένη χρήση του για την καταπολέμηση της ελονοσίας στην κεντροδυτική Αφρική.
Η ανησυχία έγινε εντονότερη, καθώς εντοπίστηκε και σε είδη που απείχαν πολύ από τις εστίες ψεκασμού, όπως για παράδειγμα σε πιγκουίνους της Ανταρκτικής ή το μητρικό γάλα των Εσκιμώων.
Από την άλλη, το εύρος των τιμών της βιοσυσσώρευσης σε διαφορετικά είδη, οδήγησε τους επιστήμονες στο συμπέρασμα, ότι καθώς το DDT δεν είναι βιοδιασπώμενο, αυτό συσσωρεύεται κατά μήκος των τροφικών αλυσίδων.
Η βιοσυσσώρευση γίνεται με εκθετικούς ρυθμούς από το ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο, καθώς η βιομάζα του ενός τροφικού επιπέδου αναλογεί μόνο στο 1/10 περίπου της βιομάζας του επόμενου. Αν δηλαδή μετρηθεί 1 mg DDT/Kg βιομάζας στα φυτά, στη βιομάζα των φυτοφάγων ζώων η συγκέντρωση θα είναι 10 mg/Kg, στα σαρκοφάγα του επόμενου τροφικού επιπέδου 100 mg/Kg κ.ο.κ.
Δραματικές ήταν οι συνέπειες για κάποιους κορυφαίους καταναλωτές, όπως αρπακτικά πουλιά, των οποίων επηρεάστηκε η χημική σύνθεση των κελυφών των αβγών.
Έτσι αυτά έγιναν εξαιρετικά εύθραυστα, ελαττώθηκε σημαντικά ο αριθμός των απογόνων και απειλήθηκαν με εξαφάνιση πολλά είδη.
Αποτέλεσμα ήταν να διαταραχθεί σημαντικά η ισορροπία των τροφικών πλεγμάτων.
Για τον παραπάνω λόγο απαγορεύτηκε η χρήση του DDT στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, όπως και στην Ελλάδα το 1977.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΘΑΡΙΣΜΟΣ
Η επεξεργασία λυμάτων είναι η διαδικασία που διαχωρίζει τις επικίνδυνες ουσίες από το νερό στα λύματα, ώστε το νερό να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο περιβάλλον. Τα λύματα μεταφέρονται στις εγκαταστάσεις καθαρισμού μέσω των υπονόμων, μερικές φορές και με χρήση ειδικών βυτιοφόρων οχημάτων.
Προέλευση και είδη
Ο όρος λύματα αναφέρεται στα υγρά απόβλητα από τις κατοικίες (οικιακά λύματα) και τα υγρά απόβλητα από τις συνήθεις δραστηριότητες μιας πόλης (αστικά λύματα). Όταν τα υγρά απόβλητα μιας πόλης περιέχουν και σημαντικές ποσότητες υγρών βιομηχανικών αποβλήτων τότε ονομάζονται υγρά αστικά απόβλητα. Τα οικιακά λύματα παράγονται από τις ανάγκες των ανθρώπων όπως η αφόδευση, η χρήση του μπάνιου, η προετοιμασία του φαγητού κ.α. Κατά μέσο όρο παράγονται 180 - 300 λίτρα ανά άτομο κάθε ημέρα. Τα αστικά λύματα παράγονται από δημόσια κτήρια, νοσοκομεία κλπ. Η ποιότητα και η ποσότητα των βιομηχανικών αποβλήτων μεταβάλλεται συνεχώς και δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, αφού πολλές βιομηχανίες ρίχνουν - παρανόμως - ανεπεξέργαστα τα απόβλητά τους στο αποχετευτικό δίκτυο μιας πόλης.
Σύνθεση των λυμάτων
Η σύνθεση των λυμάτων μπορεί να προσδιορισθεί χρησιμοποιώντας φυσικές, χημικές και βιολογικές διαδικασίες κ.α.
Από τι μολύνεται το νερό
Το μη επεξεργασμένο νερό περιέχει ρύπους, οι οποίοι δίνουν στο νερό χρώμα γεύση και οσμή. Αυτοί οι ρύποι περιλαμβάνουν ζωντανούς μικροοργανισμούς (ιούς, βακτήρια), οργανικά υλικά και ανόργανες ενώσεις. Μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες όπως γαστρεντερίτιδα, ηπατίτιδα, τυφοειδή πυρετό και δηλητηρίαση. Υπάρχουν τρία είδη μικροοργανισμών στο νερό: Ανθρώπινης Προέλευσης, από αγροτικές φάρμες και από τα φυτά τα δάση και γενικότερα την φύση.
Στάδια επεξεργασίας λυμάτων
Υπάρχουν συνήθως τρία βασικά στάδια επεξεργασίας λυμάτων:
Πρωτοβάθμια επεξεργασία
Στοχεύει κυρίως στην αφαίρεση του αιωρούμενου υλικού (οργανικού και ανόργανου). Περιλαμβάνει, συνήθως, την Προεπεξεργασία και την Πρωτοβάθμια Καθίζηση. Η Προεπεξεργασία περιλαμβάνει την Εσχάρωση, τους Πολτοποιητές και τα Τριβεία, την Εξάμμωση, καθώς και την μέτρηση ή/και την εξισορρόπηση της παροχής. Στόχος της είναι η απομάκρυνση σωμάτων που επιπλέουν ή βρίσκονται σε αιώρηση στα λύματα και εγκυμονούν κινδύνους έμφραξης των αγωγών, καταστροφής του μηχανολογικού εξοπλισμού(π.χ. αντλίες) και τελικώς δυσλειτουργίας των μονάδων επεξεργασίας που ακολουθούν. Η Πρωτοβάθμια Καθίζηση περιλαμβάνει δεξαμενές καθίζησης (συνήθως κυκλικής διατομής) που συχνά αναφέρονται εν συντομία ΔΠΚ (Δεξαμενές Πρωτοβάθμιας Καθίζησης)και έχει ως σκοπό να απομακρύνει τα αιωρούμενα οργανικά και ανόργανα στερεά (10-1 έως 10-2 mm), ώστε να μειωθεί το ρυπαντικό φορτίο που προορίζεται για τα επόμενα στάδια επεξεργασίας. Η πρωτοβάθμια καθίζηση αφαιρεί τα καθιζάνοντα στερεά υπό μορφή Πρωτοβάθμιας Ιλύος(Λάσπης) και το υπερκείμενο υγρό αποτελεί την πρωτοβάθμια επεξεργασμένη εκροή, που είναι διαθέσιμη προς περαιτέρω επεξεργασία.
Δευτεροβάθμια Επεξεργασία
Βιολογικός καθαρισμός στον οποίο αφαιρούνται οι οργανικές ουσίες με την βοήθεια αερισμού (οξυγόνωσης)
Τριτοβάθμια Επεξεργασία
Σκοπός της είναι η αφαίρεση βαρέων μετάλλων και τοξικών ή άλλων συστατικών. Το στάδιο αυτό είναι επιθυμητό όταν η παρουσία βιομηχανικών αποβλήτων στα λύματα είναι σημαντική και ο στόχος είναι η επαναχρησιμοποίηση των λυμάτων (π.χ. στην βιομηχανία, για άρδευση ή για χώρους αναψυχής). Στο στάδιο αυτό περιλαμβάνονται επεξεργασίες όπως η κροκίδωση - ιζηματοποίηση, η διύλιση, η προσρόφηση από ενεργό άνθρακα και διεργασίες με μεμβράνες.
Αρχικό στάδιο καθαρισμού
Στο αρχικό στάδιο καθαρισμού απομακρύνονται υλικά όπως τα λίπη και τα έλαια και η άμμος. Εδώ εφαρμόζεται μηχανική μέθοδος. Κατόπιν, αφαιρούνται τα μεγάλα αντικείμενα, όπως τα ξύλα, τα σίδερα, κουτιά κ.α. Αυτό γίνεται επειδή υπάρχει περίπτωση να καταστραφούν οι εγκαταστάσεις του βιολογικού καθαρισμού αν αυτά τα υλικά περάσουν στο εσωτερικό. Εδώ χρησιμοποιούνται σχάρες για την κατακράτηση των στερεών υλικών. Ύστερα γίνεται η ιζηματοποίηση. Σε όλες σχεδόν τις εγκαταστάσεις υπάρχει αυτό το στάδιο. Εκεί τα βαρέα λύματα ανεβαίνουν στην επιφάνεια (κόπρανα, λάσπη), ώστε να αφαιρεθούν.
Δεύτερο στάδιο
Στο δεύτερο στάδιο καθαρισμού αφαιρούνται βιολογικά απόβλητα, όπως το ανθρώπινα απόβλητα, οι σάπωνες και τα απορρυπαντικά. Η πλειονότητα των βιολογικών εγκαταστάσεων χρησιμοποιεί αερόβια αποικοδόμηση. Για να είναι αποτελεσματική η μέθοδος οι οργανισμοί που θα εκτελέσουν την αποικοδόμηση απαιτούν οξυγόνο και ένα υπόστρωμα για να ζήσουν. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους μπορεί να γίνει αυτό. Σε όλες τις μεθόδους τα βακτήρια και τα πρωτόζωα (αποικοδομητές γενικότερα) καταναλώνουν υλικά όπως ζάχαρη.
Τριτοβάθμια (Χημική) Επεξεργασία
Η τριτοβάθμια επεξεργασία λυμάτων αφαιρεί σχεδόν όλο το ποσοστό των παθογόνων ουσιών κυρίως με χημικές διαδικασίες. Δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα εργοστάσια επεξεργασίας λυμάτων εξαιτίας του υψηλού κόστους του εξοπλισμού. Κύριος σκοπός είναι η αφαίρεση του φωσφόρου και του αζώτου. Το άζωτο μπορεί να βρίσκεται στο νερό με την μορφή αμμωνίας, η οποία είναι τοξική για τα ψάρια. Οι ενώσεις του φωσφόρου (άλατα) μπορούν να προκαλέσουν ευτροφισμό στις λίμνες ή στη θάλασσα.
Μη συμβατικές μέθοδοι επεξεργασίας λυμάτων
Ηλεκτρομαγνητικά Κύματα: Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι η μετάδοση της ενέργειας στο χώρο με τη χρήση ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων. Η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μπορεί να προσδιοριστεί με βάση τη συχνότητα, το κενό το μήκος κύματος, η την ενέργεια των φωτονίων. Για τον καθαρισμό του νερού τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα στην χαμηλότερη θέση της υπεριώδους δεσμίδας θα έχουν ως αποτέλεσμα την θέρμανση του νερού.
Διαχείριση Λάσπης
Η λάσπη (ιλύς) που θα προέλθει από τα λύματα πρέπει να υποστεί διαχείριση και επεξεργασία με αποτελεσματικό και ασφαλή τρόπο. Ο σκοπός της χώνευσης της λάσπης είναι η μείωση της οργανικής ύλης και των παθογόνων μικροοργανισμών. Οι πιο συνηθισμένες μέθοδοι επεξεργασίας της λάσπης είναι η αναερόβια χώνευση, η αερόβια χώνευση και η σύνθεση.
Αναερόβια χώνευση
Η αναερόβια χώνεψη είναι μια διαδικασία η οποία πραγματοποιείται με την απουσία οξυγόνου. Η διαδικασία μπορεί να είναι είτε θερμόφιλη χώνευση, στην οποία η λάσπη βρίσκεται υπό ζύμωση μέσα σε δεξαμενές σε θερμοκρασία 55° C. Ονομάζεται θερμόφιλη εξαιτίας των μικροοργανισμών που παίρνουν μέρος στην διαδικασία, οι οποίοι περιέχουν ένζυμα τα οποία λειτουργούν σε υψηλές θερμοκρασίες. Αυτά τα ένζυμα έχουν μεγάλη σημασία σε πολλές εφαρμογές της βιοτεχνολογίας. Επίσης, η διαδικασία μπορεί να είναι είτε μεσόφιλη δηλαδή σε θερμοκρασία 36° C. Κατά την αναερόβια χώνευση παράγεται βιοαέριο με υψηλή περιεκτικότητα σε μεθάνιο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την θέρμανση των δεξαμενών καθώς και για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών των εγκαταστάσεων. Σε μεγάλες μονάδες επεξεργασίας λυμάτων μπορεί να παραχθεί περισσότερη ενέργεια από όση χρειάζεται για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της μονάδας. Τα πλεονεκτήματα της αναερόβιας διαδικασίας είναι η παραγωγή του μεθανίου και τα μειονεκτήματα είναι η μεγάλη χρονική περίοδος που χρειάζεται η διαδικασία (ως 30 ημέρες) καθώς και το υψηλό κόστος.
Αεροβική χώνευση
Η αεροβική χώνευση είναι μια βακτηριακή διαδικασία, η οποία λαμβάνει χώρα παρουσία οξυγόνου. Κάτω από αερόβιες συνθήκες, τα βακτήρια καταναλώνουν με γρήγορο ρυθμό την οργανική ύλη, μετατρέποντας την σε διοξείδιο του άνθρακα. Αφού η οργανική ύλη καταναλωθεί, τα βακτήρια πεθαίνουν και καταναλώνονται από άλλα βακτήρια. Τα πλεονεκτήματα της αερόβιας διαδικασίας είναι ότι πραγματοποιείται πολύ ταχύτερα, έχοντας έτσι μικρότερες κεφαλαιουχικές δαπάνες, δηλαδή αποδίδει περισσότερο. Το λειτουργικό κόστος, όμως, είναι πολύ μεγαλύτερο, εξαιτίας του ενεργειακού κόστους για τον αερισμό που χρειάζεται για την προσθήκη οξυγόνου στην διαδικασία.
Οικιακός βιολογικός καθαρισμός λυμάτων
Βιολογικό καθαρισμό λέμε την τεχνητή διαδικασία που ακολουθούμε για να εξομοιώσουμε την λειτουργία της φύσης κατά την αδρανοποίηση των λυμάτων. Με λίγα λόγια δηλαδή θα τροφοδοτήσουμε το σύστημά μας με λύματα και στην έξοδό του θα έχουμε καθαρό διαυγές νερό με ποιοτικά χαρακτηριστικά κατάλληλα για διάθεσή σε φυσικό αποδέκτη και όλα αυτά χωρίς μυρωδιές, μόλυνση και μεγάλη κατανάλωση ισχύος!
Επειδή σε ένα οικιακό σύστημα μας περιορίζει ο χρόνος και ο όγκος, θα πρέπει την διαδικασία αυτή να τη επιταχύνουμε και να την συρρικνώσουμε. Γι’ αυτό και η λειτουργία του βιολογικού καθαρισμού στηρίζεται στη γνωστή μέθοδο της αερόβιας επεξεργασίας η οποία με εκτεταμένο αερισμό, δημιουργεί περιβάλλον κατάλληλο για τη δημιουργία μικροοργανισμών που καταναλώνουν την ύλη.
Ο βιολογικός αποκτά την πλήρη απόδοσή του σε 20 ημέρες και χρειάζεται έναν οπτικό έλεγχο κάθε 2μήνες. Συντήρηση κάνουμε κάθε 6 μήνες και μερική εκκένωση, κάθε 1,5 χρόνια περίπου. Είναι απλός στη χρήση και τη συντήρηση. Λειτουργεί μόνος του στη γραμμή της αποχέτευσης χωρίς να έχει κινητά μέρη, χωρίς θόρυβο, χωρίς κάποια μεγάλη ηλεκτρική κατανάλωση, μιας και ο αερισμός του καταναλώνει περί τα 60W. Όσο δηλαδή και μία απλή λάμπα.
Μπορεί να τοποθετηθεί σε κάθε περίπτωση που έχουμε αστικά λύματα και θέλουμε να τα διαχειριστούμε χωρίς να επιβαρύνουμε το περιβάλλον.
Κάποια μέρα και στην Ελλάδα θα κρίνεται απαραίτητη η εγκατάστασή του από την πολιτεία. Προς το παρόν έχουμε αρκετά οφέλη από την χρήση του.
Τοποθετώντας ένα βιολογικό, προσέχουμε το περιβάλλον. Εξασφαλίζουμε ένα υγιές έδαφος και καθαρά υπόγεια ύδατα για τα παιδιά μας. Γλιτώνουμε από τις πολλαπλές εκκενώσεις ενός βόθρου στεγανού, μιας και ο απορροφητικός απαγορεύεται από το 1964! Ακόμα έχουμε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε το νερό από το βιολογικό για πότισμα δένδρων λουλουδιών κ.α.
Η χρήση του θα μας απαλλάξει από την μόλυνση, θα μας προσφέρει την ικανοποίηση της προσφοράς προς το περιβάλλον και θα μακροπρόθεσμα θα μας πείσει για όλα τα οφέλη του, οικολογικά αλλά και οικονομικά!
Μην ξεχνάτε ότι:
Σε μια εποχή που μόλυνση από τα λύματα ολοένα και πλησιάζει τα σπίτια μας, έχουμε τη δυνατότητα όχι μόνο να τη σταματήσουμε αλλά και την εκμεταλλευτούμε προς όφελος μας!
ΕΞΑΣΘΕΝΕΣ ΧΡΩΜΙΟ
Είναι γνωστές ενώσεις του χρωμίου με αριθμούς οξείδωσης από -1 έως +6, ωστόσο οι πιο συνήθεις είναι οι ενώσεις του δισθενούς χρωμίου Cr(II), του τρισθενούς χρωμίου Cr(III) και του εξασθενούς χρωμίου Cr(VI).
Το χρώμιο βρίσκεται στη φύση κυρίως ως τρισθενές, με κυριότερο ορυκτό τον χρωμίτη Fe(Mg)Cr2O4, που αποτελεί το βασικό μετάλλευμα χρωμίου. Υπάρχουν και ορισμένα σπάνια ορυκτά όπου το χρώμιο είναι εξασθενές από τα οποία το γνωστότερο είναι ο κροκοΐτης, με χημικό τύπο PbCrO4 (χρωμικός μόλυβδος).
H μεγαλύτερη ποσότητα χρωμίου χρησιμοποιείται στην παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα.
Με προσθήκη χρωμίου σε ποσοστό 13% (κατ' ελάχιστο), το οποίο μπορεί να αυξηθεί μέχρι 30%, οι χρωμιοχάλυβες εμφανίζουν μεγαλύτερη αντοχή σε σχέση με τον κοινό χάλυβα στη διάβρωση και στην οξείδωση σε φυσικό και αστικό περιβάλλον. Το χρώμιο σχηματίζει μια αδρανή επικάλυψη Cr2O3, απρόσβλητη από το νερό και τον αέρα, αλλά ταυτόχρονα εξαιρετικά λεπτή ώστε το κράμα να μην χάνει τη λάμψη του. Το Cr(VI) έχει πολλές βιομηχανικές χρήσεις. Οι μεταλλοβιομηχανίες χρησιμοποιούν πολλές ενώσεις του Cr(VI) ως επιστρώσεις προστασίας μεταλλικών επιφανειών από τη διάβρωση (anti-corrosion and conversion coatings).
Στη συγκεκριμένη διεργασία, τμήμα της μεταλλικής επιφάνειας μετατρέπεται με χημικό ή ηλεκτροχημικό τρόπο σε αδρανήεπίστρωση. Τυπική είναι διεργασία Cronak για επιφάνειες ψευδαργύρου ή καδμίου κατά την οποία το αντικείμενο εμβαπτίζεται για 5-10 s σε διάλυμα 182 g Na2Cr2O7 2H2O/L και 6 mL πυκνού H2SO4/L.
Εκτεταμένη χρήση των αλάτων του Cr(VI) (κυρίως του χρωμικού νατρίου και αμμωνίου) γίνεται στη βυρσοδεψία για την κατεργασία δερμάτων (δέψη, leather tanning). Η δέψη με χρωμικά είναι ταχύτερη από τη δέψη με φυτικές ταννίνες και τα δέρματα που παράγονται με αυτόν τον τρόπο έχουν μεγαλύτερη αντοχή στην τάση και είναι ιδανικά για δερμάτινες τσάντες και ρούχα.
Ενώσεις του Cr(VI) χρησιμοποιούνται ως συντηρητικά ξύλου. Το 1996, το 52% της παραγωγής των ενώσεων Cr στις ΗΠΑ χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή ενός συντηρητικού ξύλου, του χρωμιωμένου αρσενικικού χαλκού (chromated copper arsenate, CCA).
Το CCA είναι μίγμα χρωμικών αλάτων, οξειδίου του χαλκού και οξειδίου του αρσενικού (As2O5)
Τα χρωμικά βασικά δρουν ως χημικά στερεωτικά μέσα (chemical fixing) του χαλκού και αρσενικού, τα οποία δρουν ως μυκητοκτόνα/βακτηριοκτόνα και ως εντομοκτόνα, αντίστοιχα.
Ολες οι παραπάνω ενώσεις του εξασθενούς χρωμίου είναι τοξικότατες.
Η Ευρωπαϊκή 'Ενωση αναγνωρίζοντας την επιβλαβή δράση του Cr(VI), ενέκρινε τον Φεβρουάριο του 2003 την Οδηγία 2002/95/EC, που θέτει περιορισμούς στη βιομηχανική χρήση των εξής 6 εξαιρετικά επικίνδυνων χημικών: Pb, Cd, Hg, Cr(VI), πολυβρωμιωμένα διφαινύλια (polybrominated biphenyls, PBBs), πολυβρωμιωμένοι διφαινυλαιθέρες (polybrominated diphenyl ether, PBDEs).
Η οδηγία αυτή αναφέρεται ως Οδηγία Περιορισμού Επικινδύνων Ουσιών (Restriction of Hazardous Substances Directive, RoHS).
Το Cr(VI) θεωρείται ευκίνητο (labile) στο υδάτινο περιβάλλον, παραμένει στη διαλυτή φάση και είναι βιοδιαθέσιμο.
Επίσης είναι ισχυρά τοξικό και οι τιμές τοξικότητες LC50 (LC50: Lethal Concentration 50, η συγκέντρωση που θανατώνει το 50% του πληθυσμού του εξεταζόμενου είδους) του Cr(VI) σε διάφορους μικροοργανισμούς κυμαίνονται από 0,032 - 6,4 mg/L. Αντίθετα το Cr(III) θεωρείται "μη ευκίνητο", καθώς έχει τάση να προσροφάται στα αιωρούμενα σωματίδια και στο ίζημα και για τον λόγο αυτό θεωρείται ως σχετικά αδρανές, λιγότερο βιοδιαθέσιμο και μειωμένης τοξικότητας ως προς τους υδρόβιους οργανισμούς.
ΕΥΤΡΟΦΙΣΜΟΣ
Ο ευτροφισμός είναι περιβαλλοντικό πρόβλημα που παρουσιάζεται σε λίμνες ή κλειστούς αβαθείς κόλπους κάτω από ορισμένες συνθήκες. Στην ουσία δημιουργείται υπέρμετρη αύξηση της συγκέντρωσης θρεπτικών στοιχείων, που προκαλείται από τον εμπλουτισμό των υδάτων με απορροές θρεπτικών στοιχείων (νιτρικά και φωσφορικά ιόντα από λιπάσματα και απορρυπαντικά).
Τα βακτήρια και οι άλγες (algae) αυξάνονται σε αριθμό τόσο, που σχηματίζουν επικάλυμμα στις υδάτινες επιφάνειες, προκαλώντας σκίαση στο νερό κάτω από την επιφάνεια. Χωρίς φως, οι φωτοσυνθετικοί οργανισμοί στον πυθμένα θανατώνονται, προσφέροντας ακόμη μεγαλύτερη ποσότητα τροφής σε άλλα βακτήρια, που συνεχίζουν να αναπτύσσονται.
Καθώς ο αριθμός των βακτηρίων αυξάνεται, η κατανάλωση του διαλυμένου στο νερό οξυγόνου αυξάνεται δραματικά, ενώ η παραγωγή ελαττώνεται, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει οξυγόνο για τους μη φωτοσυνθετικούς οργανισμούς, όπως, π.χ. τα ψάρια. Τα ψάρια είναι οι πρώτοι οργανισμοί που πεθαίνουν ενώ ακολουθούν και τα βακτήρια δημιουργώντας ένα νεκρό οικοσύστημα.
Αποτέλεσμα του ευτροφισμού είναι η πτώση της ποιότητας του νερού, η μεταβολή της χλωρίδας και πανίδας των νερών, η μείωση της αισθητικής αξίας του περιβάλλοντος καθώς και οι περιορισμένες δυνατότητες για αναψυχή.
ΝΙΤΡΟΡΥΠΑΝΣΗ
Οι υδάτινοι πόροι είναι ο πολυτιμότερος φυσικός πόρος, αλλά δεν προστατεύονται όπως πρέπει και θέτουν σε κίνδυνο την υγεία των πολιτών και το περιβάλλον. Στη χώρα μας σύμφωνα με μελέτη που εκπόνησαν το EMΠ (Tομέας Yδατικών Πόρων), το IΓME και το KEΠE, το 70% των λιμνών παρουσιάζουν ευαισθησία ως προς τον ευτροφισμό. Η χρήση λιπασμάτων σε μεγάλες ποσότητες προκαλεί τη νιτρορύπανση.
Η νιτρορύπανση των υπόγειων και των επιφανειακών νερών είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο που οφείλεται κατά κύριο λόγο στις γεωργικές δραστηριότητες. Κύρια πηγή των νιτρικών στο έδαφος είναι τα αζωτούχα λιπάσματα, τα οποία χρησιμοποιούνται στην γεωργία ευρέως, η οργανική ουσία του εδάφους, διάφορα οργανικά υπολείμματα, κοπριές ζώων και άλλα.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΝΤΙΝΙΤΡΟΡΥΠΑΝΣΗΣ
Από το 1991 η Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε οδηγία για τη νιτρορύπανση, με την οποία απαιτούσε από τα κράτη-μέλη, να ορίσουν έγκαιρα ποιές περιοχές τους είναι ευπρόσβλητες σε νιτρικά. Η υπερβολική χρήση αζωτούχων λιπασμάτων στη γεωργία δηλητηριάζει τις λίμνες και τα ποτάμια. Το άζωτο στις γεωργικές εκτάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε αυτό προέρχεται από τη γεωργία (λιπάσματα) είτε από την κτηνοτροφία (κόπρος αγελάδων, χοίρων, πουλερικών και προβάτων) ανέρχεται περίπου σε 18 εκατομμύρια τόνους ετησίως. Η συνολική έκταση των ευπρόσβλητων στη νιτρορύπανση ζωνών καλύπτει σήμερα το 38% της επιφάνειας των 15 κρατών-μελών. Ως αποτέλεσμα το 30%-40% των ποταμών και λιμνών εμφανίζει συμπτώματα ευτροφισμού ή μεταφέρει μεγάλες ποσότητες αζώτου στα παράκτια ύδατα και στις θάλασσες.
Στη χώρα μας έχουν βρεθεί υψηλά επίπεδα νιτρικών και νιτρωδών που αποδεδειγμένα υπερβαίνουν τα ανώτερα επιτρεπτά όρια που θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα, όπως και άλλα κράτη-μέλη, παρουσιάζει ανεπάρκειες στον χαρακτηρισμό ευπρόσβλητων ζωνών. Αρχικά ευπρόσβλητες ζώνες χαρακτηρίστηκαν δέκα περιοχές, εκ των οποίων μόνο η Θεσσαλία ήταν η πρώτη που είχε ξεκινήσει πρόγραμμα για τον περιορισμό της νιτρορύπανσης. Σύμφωνα με μελέτη στη χώρα μας μιλάμε συνολικά για 20 μολυσμένες περιοχές. Η αντιμετώπιση του προβλήματος της νιτρορύπανσης απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα για να γίνουν οι απαραίτητες παρεμβάσεις.
Με στόχο την προστασία των υδατικών πόρων από την νιτρορύπανση ή την εξάντληση, καθώς και την προστασία των εδαφών από τη διάβρωση και τη βελτίωση της γονιμότητας των εδαφών ξεκίνησε το πρόγραμμα. Από την συνολική επιλέξιμη έκταση για την περίοδο 2000-2006, στο Θεσσαλικό Πεδίο (Θεσσαλία και Φθιώτιδα) στο πρόγραμμα ήταν 600.000 στρέμματα, στο Κωπαϊδικό Πεδίο (Βοιωτία) 300.000 στρέμματα και στη Λεκάνη ποταμού Πηνειού (Ηλεία) 30.000 στρέμματα. Ο συνολικός προϋπολογισμός του προγράμματος για την περίοδο 2000-2006 ανέρχεται σε 111,9 εκατομμύρια ευρώ. Το 2004 με απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας (Υπ. Αρ. 126228/26.02.2004) επεκτάθηκε το πρόγραμμα «Μείωση της Νιτρορύπανσης γεωργικής προέλευσης» στις περιοχές της Βοιωτίας και Ηλείας, με επιλέξιμες καλλιέργειες εκτός από το βαμβάκι και τον αραβόσιτο, τα ζαχαρότευτλα και τη βιομηχανική ντομάτα.
Στις 31 Μαρτίου 2006 ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων Αλεξ. Κοντός υπόγραψε δύο αποφάσεις για τη νιτρορύπανση.
Η πρώτη απόφαση αφορά την έναρξη των δεσμεύσεων και την πληρωμή των παραγωγών που υπέγραψαν σύμβαση το 2004. Πρόκειται συνολικά για 481 παραγωγούς στους νομούς Λάρισας, Μαγνησίας, Καρδίτσας και Βοιωτίας. Οι αιτήσεις πληρωμής των παραγωγών για το δεύτερο έτος εφαρμογής μπορούν να υποβληθούν αμέσως και το ποσό πληρωμής ανέρχεται σε 3,5 εκ ευρώ περίπου.
Η δεύτερη απόφαση αφορά την ένταξη δικαιούχων παραγωγών στους νομούς Καρδίτσας, Μαγνησίας, Τρικάλων, Φθιώτιδας και Λάρισας στο ίδιο μέτρο για τη καλλιεργητική περίοδο 2005-2006.
-Στο νομό Λάρισας εντάσσονται 3.830 παραγωγοί με 451.620 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 22 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Μαγνησίας εντάσσονται 521 παραγωγοί με 69.820 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 3,5 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Καρδίτσας εντάσσονται 1.678 παραγωγοί με 170.170 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 8.5 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Τρικάλων εντάσσονται 480 παραγωγοί με 41.730 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 2,2 εκ. Ευρώ.
-Στο νομό Φθιώτιδας εντάσσονται 337 παραγωγοί με 33.250 στρέμματα και το ποσό πληρωμής εκτιμάται στα 1.7 εκ. Ευρώ.
Το 2005 η Κομισιόν απειλούσε να στείλει τη χώρα μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για παραβίαση της οδηγίας για τη νιτρορύπανση, ενώ παράλληλα βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία κατά της Ελλάδας για παράβαση της οδηγίας 92/43 για τους οικοτόπους. Η Επιτροπή ανάλυσε την έκθεση που διαβίβασε η Ελλάδα το 2005 σχετικά με την ποιότητα του νερού και την εφαρμογή της οδηγίας για τη νιτρορύπανση. Παρατηρήθηκαν πολύ υψηλές τιμές νιτρικών στα επιφανειακά νερά της Ελλάδας (άνω των 25, ακόμη και των 40 Mg/l), ενώ στα υπόγεια ύδατα η Επιτροπή κρίνει ως «μη ικανοποιητική» την παρακολούθηση των υδάτων από τους έλληνες αρμοδίους. Με στόχο την ενίσχυση της προσπάθειας αποκατάστασης της οικολογικής ισορροπίας των περιοχών αυτών και κυρίως της μείωσης των νιτρικών έχουν θεσμοθετηθεί μέτρα επιτάχυνσης της απονιτροποίησης των περιοχών. Η Μεσόγειος θέλει να διατηρήσει τη χλωρίδα της. Ακόμα ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνει τη δυνατότητα στις χώρες της Μεσογείου να προσπαθήσουν να διατηρήσουν τη φυσική τους κληρονομιά. Το πρόγραμμα έχει τίτλο GENMEDOC (Interreg IIIB Medocc), βασίζεται στην ευρωπαϊκή Οδηγία 92/43/CEE περί Οικοτόπων και επελέγησαν πάνω από 300 φυτικά είδη, τα οποία απαντώνται σε 38 μεσογειακούς οικοτόπους που ανήκουν σε Περιοχές Κοινοτικής Σημασίας και προτείνονται να ενταχθούν στο ευρωπαϊκό Δίκτυο Φύση 2000 (Natura 2000). Τα εργαστήρια που συμμετέχουν στο πρόγραμμα είναι 10, μεταξύ των οποίων και το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων (ΜΑΙΧ) το οποίο αντιπροσωπεύει την Ελλάδα. Η περιοχή «Ποταμός Πηνειός – Αντιχάσια Όρη» έχει χαρακτηρισθεί από τη χώρα μας ως ζώνη ειδικής προστασίας, σύμφωνα με την οδηγία 79/409/ΕΟΚ, περί της διατηρήσεως των αγρίων πτηνών.
Ως ευπρόσβλητες ζώνες έχουν ακόμη χαρακτηριστεί: ο κάμπος της Θεσσαλονίκης, το Κιλκίς, η Πέλλα, η Ημαθία, η λεκάνη του Στρυμόνα (Σέρρες) με τη λίμνη Κερκίνη και η πεδιάδα Άρτας - Πρέβεζας. Πάντως το πρόγραμμα της Θεσσαλίας προχωράει ικανοποιητικά. Οι αγρότες άρχισαν να αλλάζουν στάση όσον αφορά τη λίπανση των καλλιεργειών και πλέον προσανατολίζονται σε ορθολογικές μεθόδους με επιστημονική προσέγγιση, αφού διαπίστωσαν ότι η μείωση των ποσοτήτων αζώτου δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκην αντίστοιχη απώλεια παραγωγής. Αυτό το διαπίστωσαν κυρίως με το βαμβάκι. Την περίοδο 1996-2000 υπολογίστηκε ότι σημειώθηκε μείωση των χρησιμοποιούμενων αζωτούχων λιπασμάτων κατά περίπου 10 kton για την πρότυπη περιοχή της Θεσσαλίας - μείον 30% για το βαμβάκι και μείον 25% για τις ντομάτες. Ωστόσο το πρόγραμμα της Θεσσαλίας καλύπτει μόνο το 11% της έκτασης της χώρας, τη στιγμή που η Αυστρία, η Δανία, η Φινλανδία, η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία καλύπτουν το σύνολο της επικράτειάς τους από Πρόγραμμα Δράσης κατά της Νιτρορύπανσης.
Υπάρχει δραματική υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων από τα αστικά λύματα, αλλά και τις μεγάλες ποσότητες λιπασμάτων. Τα αστικά λύματα με υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών συστατικών (κυρίως φωσφόρου και αζώτου) που καταλήγουν σε ποταμούς, λίμνες και θάλασσες, προκαλούν το φαινόμενο του ευτροφισμού. Με την αύξηση των φωτοσυνθετικών οργανισμών (όπως τα φύκια) περιορίζεται το διαθέσιμο οξυγόνο για άλλους οργανισμούς όπως τα ψάρια, τα οποία συχνά πεθαίνουν. Το τελικό αποτέλεσμα είναι υποβάθμιση της ποιότητας των νερών, ενώ αν προστεθούν επικίνδυνα βακτήρια και ιοί, που συχνά μεταφέρονται με τα αστικά λύματα, ενώ τα νερά γίνονται ιδιαίτερα επικίνδυνα για τον άνθρωπο. Τα λιπάσματα είναι σημαντική πηγή ρύπανσης τόσο των επιφανειακών, όσο και των υπογείων νερών. Από τις γεωργικές απορροές έχουμε παρουσία νιτρικών στο νερό πάνω από 50 ppm, που ενοχοποιούνται για τη δημιουργία καρκίνων.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://el.wikipedia.org/
5. ΚΥΚΛΟΣ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ
1.Εισαγωγή
2.Υδρόσφαιρα
3.Ατμόσφαιρα
4.Εξάτμιση
5.Διαπνοή
6. Υπόγεια Νερά
7. Λεκάνη Απορροής
8. Πηγές
9. Ατμοσφαιρικά Κατακρημνίσματα
10. Υετός
11. Συμπύκνωση Υδρατμών
12. Σύννεφα
13.Βιβλιογραφία
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
O κύκλος του νερού — γνωστός και ως υδρολογικός κύκλος — είναι η συνεχής ανακύκλωση του νερού της Γης μέσα στην υδρόσφαιρα και στην ατμόσφαιρα. Το συνεχές της κυκλικής διαδικασίας του κύκλου του νερού επιτυγχάνεται εξαιτίας της ηλιακής ακτινοβολίας.
Το νερό του πλανήτη αλλάζει συνεχώς φυσική κατάσταση, από τη στερεά μορφή των πάγων στην υγρή μορφή των ποταμών, λιμνών και της θάλασσας και την αέρια κατάσταση των υδρατμών.
Πιο συγκεκριμένα, λόγω της θέρμανσης και των ανέμων στην επιφάνεια της γης τα νερά της εξατμίζονται και μαζεύονται ως υδρατμοί δημιουργώντας τα σύννεφα. Οι υδρατμοί συμπυκνώνονται, υγροποιούνται και στη συνέχεια πέφτουν ως βροχή ή άλλες μορφές υετού, εμπλουτίζοντας έτσι τις αποθήκες νερού της γης, είτε είναι αυτές επιφανειακές, όπως οι θάλασσες και οι λίμνες, είτε είναι υπόγειες.
Ο κύκλος του νερού αποτελεί αντικείμενο του επιστημονικού κλάδου της υδρολογίας για ότι συμβαίνει ή παρατηρείται στο έδαφος και της Μετεωρολογίας για ότι συμβαίνει εξ αυτού στην ατμόσφαιρα.
Ειδικότερα στη Μετεωρολογία ο υδρολογικός κύκλος αποτελεί το σπουδαιότερο καιρικό φαινόμενο ως σύνολο επιμέρους φαινομένων. Αυτός ρυθμίζει την υγρασία του εδάφους, τη λαμπρότητα της ημέρας, και τέλος τη συχνότητα και ένταση των υδρομετεώρων, εκτός του γιγάντιου εκείνου έργου της μεταφοράς ενέργειας από τα μικρά στα μεγάλα γεωγραφικά πλάτη.
ΥΔΡΟΣΦΑΙΡΑ
Με τον όρο Υδρόσφαιρα χαρακτηρίζεται το υδάτινο περίβλημα της Γης, που αποτελούν οι Ωκεανοί, Θάλασσες, λίμνες και ποταμοί και στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των υπογείων υδάτων καθώς και εκείνο των υδρατμών της ατμόσφαιρας.
Ο όρος αυτός είναι περισσότερο σε χρήση στη Βιολογία και ιδιαίτερα στην Υδροβιολογία, Γεωλογία, Οικολογία, Μετεωρολογία και σε άλλες με περιορισμένη χρήση.
Αντιληπτό είναι ότι στον όρο Υδρόσφαιρα περιλαμβάνεται το νερό σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν αυτό βρίσκεται (π.χ. νέφος, πάγος κλπ) και σε οποιαδήποτε μορφή υετού ή κατακρημνισμάτων.
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ
Γενικά Ατμόσφαιρα αποκαλείται το αεριώδες περίβλημα που μπορεί να περιβάλλει κάποιο ουράνιο σώμα. Ειδικότερα όμως στην Μετεωρολογία χαρακτηρίζεται αυτό που περιβάλλει τη Γη, το οποίο συγκρατείται λόγω της βαρύτητάς της και φθάνει πρακτικά σε ύψος 3.500 χιλιόμετρα.
Στην ατμόσφαιρα της Γης οφείλεται η ύπαρξη ζωής, εφόσον σε αυτήν οφείλονται η απορρόφηση μεγάλου τμήματος της υπεριώδους ακτινοβολίας και η μείωση της διαφοράς των ακραίων θερμοκρασιών που θα υπήρχαν μεταξύ ημέρας και νύχτας χωρίς αυτήν. Η σύνθεσή της από την επιφάνεια της θάλασσας και μέχρι τα 80-100 χιλιόμετρα ύψος, παραμένει σχεδόν αμετάβλητη. Αντίθετα η πυκνότητά της ατμόσφαιρας ελαττώνεται πολύ γρήγορα, έτσι ώστε η αναπνοή στη κορυφή του Έβερεστ (8.848 μ.) να είναι πολύ δύσκολη μέχρι αδύνατη, αφού η πυκνότητά της εκεί, φθάνει μόλις τα 1/3 της πυκνότητας που παρατηρείται στην επιφάνεια της θάλασσα.
Παρά ταύτα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ζώα που επιβιώνουν σε πολύ μεγάλα υψόμετρα το επιτυγχάνουν λόγω του πολλαπλάσιου αριθμού αιμοσφαιρίων που φέρουν στο αίμα τους, έναντι του ανθρώπου, έτσι ώστε η μεταφορά οξυγόνου στα κύτταρά τους να είναι ανεμπόδιστα "φυσιολογική".
ΕΞΑΤΜΙΣΗ
Η εξάτμιση είναι η διαδικασία με την οποία ένα υγρό σώμα μετατρέπεται σε αέριο χωρίς να βράσει.
Κατά την εξάτμιση, μόρια που βρίσκονται στην ελεύθερη επιφάνεια του υγρού και που έχουν αρκετή κινητική ενέργεια, ξεφεύγουν από την έλξη των υπολοίπων μορίων και έτσι κινούνται πλέον ελεύθερα στο χώρο πάνω από την επιφάνεια του υγρού. Έτσι τα μόρια περνούν στην αέρια φάση.
Η εξάτμιση είναι μια διαδικασία ψύξης, των υπολοίπων μορίων που δεν εξατμίζονται. Καθώς φεύγουν από το υγρό μόρια με μεγάλη κινητική ενέργεια, η μέση κινητική ενέργεια των υπολοίπων μορίων του υγρού ελαττώνεται, οπότε ελαττώνεται και η θερμοκρασία του. (Αυτό εύκολα το καταλαβαίνουμε αν ρίξουμε λίγο οινόπνευμα στα χέρια μας οπότε αυτά δροσίζονται ή πιο απλά από το ότι κρυώνουμε όταν είμαστε βρεγμένοι στο μπάνιο).
Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της εξάτμισης που την διαφοροποιούν από το βρασμό είναι τα εξής:
Η εξάτμιση γίνεται σε οποιαδήποτε θερμοκρασία, πάντα κάτω από το σημείο βρασμού της ουσίας.
Η εξάτμιση γίνεται μόνο από την επιφάνεια του υγρού. Στο βρασμό έχουμε τη δημιουργία φυσαλίδων αερίου σε όλο τον όγκο του υγρού.
Η εξάτμιση εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:
Από το είδος του υγρού: Κάποια υγρά έχουν τη τάση να εξατμίζονται πιο εύκολα από κάποια άλλα, με άλλα λόγια είναι πιο πτητικά. Για παράδειγμα το οινόπνευμα , η βενζίνη είναι πτητικά υγρά, το νερό είναι λιγότερο πτητικό, ενώ το ελαιόλαδο δεν είναι πτητικό.
Από τη θερμοκρασία: Η αύξηση της θερμοκρασίας ευνοεί την εξάτμιση. Είναι κοινή εκτίμηση ότι το καλοκαίρι τα πλυμένα ρούχα στεγνώνουν πιο γρήγορα απ' ότι το χειμώνα.
Από την επιφάνεια του υγρού. Όσο μεγαλύτερη είναι η επιφάνεια ενός υγρού τόσο πιο γρήγορα πραγματοποιείται η εξάτμισή του.
Από την πυκνότητα του περιβάλλοντος αερίου σε μόρια του υγρού που εξατμίζεται. Όσο μεγαλύτερη είναι η ατμοσφαιρική υγρασία τόσο πιο δύσκολα στεγνώνουν τα ρούχα. Επίσης όσο μεγαλύτερη είναι η άπνοια τόσο περισσότερα μόρια εξατμισμένου νερού συγκεντρώνονται και μεγαλώνει τοπικά η υγρασία.
ΔΙΑΠΝΟΗ
Η διαπνοή είναι φυσιολογική διεργασία των φυτών. Αποτελεί τμήμα του κύκλου του νερού και συνίσταται στην αποβολή νερού υπό μορφή υδρατμών από τμήματα των φυτών. Η διαπνοή λαμβάνει χώρα κυρίως στα φύλλα, αλλά μπορεί να συμβαίνει, επίσης, τόσο στους πράσινους βλαστούς όσο και στα άνθη. Η επιφάνεια των φύλλων, όταν παρατηρηθεί με μεγεθυντικό φακό ή μικροσκόπιο εμφανίζει μικρά ανοίγματα, υπό μορφή πόρων, τα οποία ονομάζονται στόματα (αγγλ. stomata), τα οποία είναι περισσότερα στην κάτω επιφάνεια των φύλλων. Τα στόματα μπορούν να ανοίγουν και να κλείνουν με τη βοήθεια ειδικών κυττάρων, τα οποία ονομάζονται καταφρακτικά κύτταρα. Μέσω των στομάτων δεν εξέρχεται μόνο νερό αλλά επιτρέπεται η γενικότερη επικοινωνία του φυτού με το εξωτερικό περιβάλλον, καθώς από αυτά εισέρχεται διοξείδιο του άνθρακα προκειμένου να πραγματοποιηθεί η λειτουργία της φωτοσύνθεσης και εξέρχεται οξυγόνο, το οποίο αποτελεί προϊόν της. Η διαπνοή αποτελεί, επίσης, μηχανισμό αποβολής θερμότητας από το φυτό και παράλληλα επιτρέπει τη μεταφορά των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών από τη ρίζα στο βλαστό και στα φύλλα δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες διαφοράς πίεσης.
Η διαπνοή μπορεί επίσης να γίνεται και με την αποβολή νερού υπό υγρή μορφή από υγιή φύλλα και βλαστούς, ενώ έρευνες έχουν καταδείξει ότι περίπου το 10% της ατμοσφαιρικής υγρασίας οφείλεται στην διαπνοή των φυτών.
ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ
Το υπόγειο νερό μπορεί έμμεσα να επιστρέψει στην ατμόσφαιρα και από εκεί να ανακυκλωθεί μέσω του κύκλου του νερού στις περιπτώσεις που με υπόγεια ροή εισέρχεται στις θάλασσες.
Η υπόγεια ροή γίνεται μέσα από μεγάλα σπασίματα στο εσωτερικό των πετρωμάτων που λειτουργούν σαν φυσικοί υπόγειοι αγωγοί. Τέτοια σπασίματα μπορεί να είναι μεγάλες διακλάσεις, βαθιά ρήγματα, τεκτονικές επαφές κλπ. Επίσης πολύ συνηθισμένη είναι η περίπτωση υπόγειας ροής του νερού σε περιπτώσεις επαφής ενός υδροπερατού πετρώματος με ένα αδιαπέρατο.
Όταν η ροή του υπόγειου νερού διακοπεί για κάποιους λόγους, τότε αυτό δημιουργεί συγκεντρώσεις υπόγειου νερού στο εσωτερικό των πετρωμάτων, οι οποίες σε μεγάλες ποσότητες ονομάζονται υδροφόροι ορίζοντες. Τους υδροφόρους ορίζοντες εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος μέσω υδρογεωτρήσεων τόσο για τις υδρευτικές όσο και για τις αρδευτικές του ανάγκες.
Όταν η υπόγεια ροή διακοπεί από το ανάγλυφο, δηλαδή συναντήσει την επιφάνεια της Γης, τότε το νερό βγαίνει στην επιφάνεια από σημεία που ονομάζονται πηγές. Λόγω του ότι η υπόγεια ροή συνήθως ακολουθεί την επαφή υδροπερατού με αδιαπέρατο πέτρωμα, οι πηγές που δημιουργούνται ονομάζονται πηγές επαφής. Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες κάποιος υδροφόρος ορίζοντας συναντάει την επιφάνεια της Γης, οπότε η πηγή που δημιουργείται ονομάζεται πηγή υπερπλήρωσης.
Με τον όρο υπόγεια νερά εννοούμε την ποσότητα του νερού που βρίσκεται στο εσωτερικό των ηπείρων και συγκεκριμένα στο εσωτερικό συγκεκριμένων πετρωμάτων των ηπείρων. Τέτοια πετρώματα, που επιτρέπουν την είσοδο και την κίνηση του νερού στο εσωτερικό τους ονομάζονται υδροπερατά. Αυτά περαιτέρω διακρίνονται σε μικροπερατά όταν το νερό βρίσκεται στα κενά των πόρων των και σε μακροπερατά όταν το νερό βρίσκεται σε σπασίματα που έχουν δημιουργηθεί στο εσωτερικό τους. Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν πετρώματα όπως οι ψαμμίτες και τα κροκαλοπαγή, ενώ στη δεύτερη πετρώματα όπως οι ασβεστόλιθοι και τα μάρμαρα.
Ειδική κατηγορία πηγών αποτελούν οι καρστικές πηγές οι οποίες οφείλονται στην υπόγεια ροή του νερού μέσα από σπασίματα και ρωγμές στο εσωτερικό ασβεστολιθικών πετρωμάτων.
ΛΕΚΑΝΗ ΑΠΟΡΡΟΗΣ
Η λεκάνη απορροής είναι μία περιοχή της επιφάνειας της γης, η οποία περικλείεται από τον υδροκρίτη, στην οποία συγκεντρώνονται ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα που στη συνέχεια καταλήγουν σε ένα κεντρικό σύστημα. Αυτό το κεντρικό σύστημα μπορεί να είναι ένα ποτάμι που καταλήγει στη θάλασσα, ένας χείμαρρος ή μία λίμνη, σε ένα κλειστό σύστημα, στην οποία συγκεντρώνεται το νερό και εξατμίζεται, ή απορροφάται από το έδαφος.
Υδροκρίτης είναι τα όρια μιας λεκάνης απορροής που την χωρίζουν από μια γειτονική λεκάνη απορροής.
ΠΗΓΕΣ
Οι πηγές και οι αναβλύσεις συνδέονται στενά με τον κύκλο του νερού στη φύση, την υδρολογική ισορροπία και το υδρολογικό ισοζύγιο του υπόγειου νερού. Αποτελούν επίσης μία σημαντική ένδειξη για το είδος της υδροφορίας μιας περιοχής. Κατά το ιστορικό παρελθόν η παρουσία τους ήταν σημαντική για τη δημιουργία οικισμών ή την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων.
Ο TODD, K. (1980) δίνει για τις πηγές τον εξής ορισμό: «είναι μία συγκεντρωμένη εκροή υπόγειου νερού που εμφανίζεται στην επιφάνεια του εδάφους ως ένα ρεύμα νερού που ρέει ελεύθερα». Η πηγή διαστέλλεται από τη διαρροή νερού που είναι μία πιο αργή κίνηση υπόγειου νερού προς την επιφάνεια του εδάφους συνήθως μη σημειακή, αλλά εκτενής (γραμμικά ή διδιάστατα). Οι διαρροές νερού μπορούν να σχηματίζουν τοπικά μικρά τέλματα ή ροές ή να εξατμίζονται, ανάλογα με την παροχή της διαρροής, την τοπογραφία και το κλίμα. Ως ανάβλυση εννοούμε κάθε εμφάνιση υπόγειου νερού στην επιφάνεια του εδάφους ή στον πυθμένα μάζας νερού (ποταμού, λίμνης, θάλασσας).
Υδρογεωλογικά οι πηγές και γενικά οι αναβλύσεις είναι στην πραγματικότητα «υπερχείλιση» υδροφόρων στρωμάτων. Εκφορτίζουν τα υδροφόρα στρώματα. Αυτά τροφοδοτούνται με την κατείσδυση ή τη διήθηση από τα κατακρημνίσματα και ανεβαίνει η στάθμη τους. Οι πηγές εμφανίζονται εκεί που η στάθμη των υδροφόρων στρωμάτων έρχεται σε επαφή με την επιφάνεια του εδάφους. Είναι ο γεωμετρικός τόπος της τομής του υδροφόρου ορίζοντα με τη στάθμη του εδάφους. Γι΄ αυτό εμφανίζονται γεωμορφολογικά στα χαμηλότερα σημεία, στο επίπεδο βάσης, εκτός από τις πηγές που συνδέονται με επικρεμάμενους υδροφορείς. Οι πηγές πάντως αποτελούν σημαντική ένδειξη της υδροφορίας μιας περιοχής. Μεγάλος αριθμός μικρών πηγών στις παρυφές κοιλάδων ή στα κράσπεδα λόφων είναι ένδειξη ρηχού υδροφόρου ορίζοντα με μικρή περατότητα. Αντίθετα μεγάλες πηγές στον πυθμένα κοιλάδων, στο βασικό γεωμορφολογικό επίπεδο, είναι ένδειξη ύπαρξης μεγάλου υδροφόρου με σημαντική περατότητα.
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑΤΑ
Με τον όρο ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα εννοούμε το νερό που φτάνει από την ατμόσφαιρα στο έδαφος με οποιαδήποτε μορφή, είτε είναι υγρή (βροχή, δροσιά, βροχοομίχλη) είτε στερεή (χαλάζι, χιόνι, πάχνη) και αέρια (υδρατμοί). Τα στερεά και υγρά κατακρημνίσματα ονομάζονται υετός. Τα επιφανειακά ύδατα εξατμίζονται και μετατρέπονται σε υδρατμούς. Οι υδρατμοί ανέρχονται στα υψηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας, εκεί έρχονται σε επαφή με ψυχρές αέριες μάζες ,συμπυκνώνονται ,δημιουργούνται τα σύννεφα ,με αποτέλεσμα ,το νερό να πέφτει στην επιφάνεια της γης με τη μορφή βροχής, χιονιού, χαλαζιού.
Τα κατακρημνίσματα διακρίνονται στα εξής:
• Βροχή είναι το νερό που φτάνει στο έδαφος με υγρή μορφή όταν οι υδρατμοί υγροποιούνται κάτω από κατάλληλες συνθήκες.
• Χιόνι είναι τα κατακρημνίσματα που φτάνουν στο έδαφος υπό την μορφή παγοκρυστάλλων.
• Χαλάζι είναι τα τεμάχια συμπαγούς παγωμένου νερού που πάγωσε στην ατμόσφαιρα απότομα και συσσωματώθηκε.
• Ομίχλη είναι η υγρασία του υπέρκορου ατμοσφαιρικού αέρα. Όταν η ικανότητα συγκράτησης της ομίχλης από τα φύλλα και τις βελόνες των δέντρων κορεσθεί, πέφτει στο έδαφος σαν βροχή. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται βροχοομίχλη ή βρέχουσα ομίχλη.
Όλα τα παραπάνω φαινόμενα ονομάζονται και φαινόμενα εξυδάτωσης.
ΥΕΤΟΣ
Υετός γενικά ονομάζεται κάθε πτώση ή εναπόθεση στο έδαφος προϊόντων του ύδατος (σε υγρή ή στερεά μορφή, επιμερισμένη) τα οποία προέρχονται από συμπύκνωση των υδρατμών της ατμόσφαιρας. Κυριότερες μορφές του «υετού» είναι: η Βροχή, το Χιονόνερο ή Χιονόβροχο ή Χιονόλυτο, οι Ψεκάδες, το Χαλάζι, το Χιόνι, οι Χιονόκοκκοι, οι Παγοβελόνες, οι Παγόκοκκοι και ο Υαλοπάγος που δημιουργείται όμως στο έδαφος. Οι παραπάνω μορφές ονομάζονται και υδατώδη μετεωρολογικά κατακρημνίσματα, ή ατμοσφαιρικά υδατώδη κατακρημνίσματα, ή απλά κατακρημνίσματα, όταν αναφέρονται στη μετεωρολογία, καθώς ακόμη και υδρομετέωρα.
Η ποσότητα του ύδατος που πέφτει στο έδαφος υπό οποιαδήποτε μορφή του υετού μετριέται με ειδικό όργανο που λέγεται βροχόμετρο το οποίο και εκφράζει το ύψος που θα αποκτούσε το ύδωρ εάν αυτό δεν εξατμιζόταν ή δεν το απορροφούσε το έδαφος ή δεν διέρρεε στη θάλασσα. Άλλο ένα όργανο εκτός του βροχόμετρου είναι και το αυτογραφικό όργανο ο βροχογράφος.
Εκ των παραπάνω γίνεται σαφές ότι η ομίχλη, η πάχνη και η δρόσος δεν ανήκουν στις μορφές του υετού.
Τις μορφές του υετού, δηλαδή τα υδρομετέωρα, εξετάζει η Μετεωρολογία, στοχεύοντας στην όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη αντιμετώπισή τους: οι γνώσεις, οι εμπειρίες και οι τεχνικές που ακολουθούνται ανάλογα, τόσο κατά τον τόπο που προσβάλουν (ξηρά, θάλασσα ή αέρα), όσο και κατά επιστήμη, τέχνη ή επαγγελματική - αθλητική δραστηριότητα.
Ετυμολογία
Η λέξη υετός παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα υω, και σημαίνει βροχή, όμβρος. Παράγωγα: υετός, υέτιος –α –ο καθώς επίσης και υεώτατος. Σημειώνεται όμως ότι τόσο το ρήμα υω όσο και το παράγωγό του υετός συναντώνται στα ομηρικά έπη και δηλώνουν αποκλειστικά τη "βροχή", συγκεκριμένα τη "νεροποντή" ή την "καταιγίδα" (διαφέροντας έτσι από τον όρο υμβρος "βροχή"). Συνήθως χρησιμοποιείτο το γενικό πρόσωπο υει, το οποίο κατά την ελληνιστική εποχή οδηγήθηκε σε ιωτακισμό με συνέπεια την εξαφάνισή του από τον προφορικό λόγο (είχε μεταβληθεί σε δυσπρόφερτο τύπο).
ΣΥΜΠΥΚΝΩΣΗ ΥΔΡΑΤΜΩΝ
Η διαδικασία συμπύκνωσης των υδρατμών στην ατμόσφαιρα επιτυγχάνεται λόγω της ύπαρξης σ΄ αυτή δισεκατομμυρίων αόρατων μικροσκοπικών σωματιδίων που αιωρούνται αέναα μέσα στον αέρα. Τα μεγαλύτερα εξ αυτών μπορούμε να τα δούμε, αμέτρητα, μέσα σε δέσμη ηλιακού φωτός, να χορεύουν σ΄ ένα ακανόνιστο χορό. Ειδικοί επιστήμονες απέδειξαν πειραματικά ότι τα σωματίδια αυτά καθίστανται απαραίτητα για την συμπύκνωση των υδρατμών άνευ των οποίων θα γινόταν πολύ δύσκολα. Όταν ο αέρας αρχίζει να παγώνει, η κίνηση των υφιστάμενων σ΄ αυτό υδρατμών επιβραδύνεται και καθώς συγκρούονται με τα επίσης αιωρούμενα μικροσκοπικά αυτά σωματίδια έχουν την τάση να κολλούν μεταξύ τους με συνέπεια τη δημιουργία υδροσταγονιδίων. Τόσο η ομίχλη όσο και τα σύννεφα αποτελούνται από δισεκατομμύρια τέτοιες προσμίξεις που παρουσιάζονται ως πυρήνες λεπτότατων σταγονιδίων νερού. Αλλά είναι τόσο μικρά ώστε 400.000 απ΄ αυτά χωρούν σ΄ ένα χιλιοστό του μέτρου. Για να γίνει αντιληπτή μια σταγόνα νερού απαιτείται η ένωση πολλών χιλιάδων τέτοιων σταγονιδίων. Αν μεγεθύνουμε 70 φορές μια τέτοια σταγόνα θα μας δώσει την εικόνα μιας γυάλινης σφαίρας.
ΣΥΝΝΕΦΑ
Ένα σύννεφο είναι μια ορατή μάζα σταγονιδίων ή κατεψυγμένων κρυστάλλων επιπλέοντα στην ατμόσφαιρα πάνω από την επιφάνεια της γης ή κάποιο άλλο πλανητικό σώμα. Ένα σύννεφο είναι επίσης μια ορατή μάζα προσελκύομενη από τη βαρύτητα, όπως μάζες υλικού στο χώρο που ονομάζονται διάστερος σύννεφα και νεφελώματα.
Πως σχηματίζονται τα σύννεφα
Όλος ο αέρας περιέχει νερό, αλλά κοντά στο έδαφος είναι συνήθως με τη μορφή ενός αόρατου αερίου που ονομάζεται ατμός νερού. Όταν ζεστό αέρα αναδύεται, επεκτείνεται και δροσίζεται. Ο κρύος αέρας δεν μπορεί να κρατήσει τόσο νερό ατμών όπως ο ζεστός αέρας, ώστε κάποιος από τον ατμό συμπυκνώνεται σε μικροσκοπικά τεμάχια σκόνης που επιπλέουν στην ατμόσφαιρα και σχηματίζουν μικροσκοπικά σταγονίδια γύρω από κάθε σωμάτιο σκόνης. Όταν δισεκατομμύρια από αυτά τα σταγονίδια έρθουν μαζί καταστούν ένα ορατό σύννεφο.
Γιατί επιπλέουν τα σύννεφα
Ένα σύννεφο αποτελείται από υγρά σταγονίδια νερού. Ένα σύννεφο γεννιέται όταν ο αέρας θερμαίνεται από τον ήλιο. Καθώς αναδύεται, αργά δροσίζει φτάνει το σημείο κορεσμού και το νερό συμπυκνώνεται, σχηματίζοντας ένα σύννεφο. Όσο το σύννεφο και ο αέρας από τον οποίον αποτελείται είναι πιο θερμά από τον αέρα που βρίσκεται γύρω γύρω, αυτό επιπλέει!
Πως μετακινούνται τα σύννεφα
Τα σύννεφα κινούνται με τον άνεμο. Υψηλά θυσανόμορφα σύννεφα ωθούνται κατά μήκος από το αεριωθούμενο ρεύμα, άλλοτε ταξιδεύοντας με περισσότερο από 100 μίλια ανά ώρα. Όταν τα σύννεφα είναι μέρος μιας καταιγίδα συνήθως ταξιδεύουν από 30 μέχρι 40 mph.
Η κατάταξη των νεφών
Τα σύννεφα χωρίζονται σε δύο γενικές κατηγορίες: layered και convective. Αυτά τα ονόματα διακρίνουνε τα υψόμετρα των σύννεφων. Τα σύννεφα κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με την βάση του ύψους, όχι την κορυφή.
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://el.wikipedia.org/
6. ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ - ΥΓΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ
1.Υγρότοποι
2.Κλιματική Αλλαγή
3. Βιοκοινότητα
4.Συνθήκη Ραμσάρ
5.Βιβλιογραφία
ΥΓΡΟΤΟΠΟΙ
Υγροβιότοπος ή αλλιώς υγρότοπος ονομάζεται κάθε τόπος που καλύπτεται μόνιμα ή εποχικά από ρηχά νερά ή που δεν καλύπτεται ποτέ από νερά αλλά έχει υγρό υπόστρωμα για μεγάλο διάστημα του έτους
Υγρότοποι είναι φυσικές ή τεχνητές περιοχές αποτελούμενες από έλη με ποώδη βλάστηση, από μη αποκλειστικώς ομβροδίαιτα έλη με τυρφώδες υπόστρωμα, από τυρφώδεις γαίες ή από νερό. Οι περιοχές αυτές είναι μόνιμα ή προσωρινά κατακλυζόμενες από νερό το οποίο είναι στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και περιλαμβάνουν επίσης εκείνες τις εκτάσεις που καλύπτονται από θαλασσινό νερό το βάθος του οποίου κατά τη ρηχία δεν υπερβαίνει τα έξι μέτρα. Oυσιώδη γνωρίσματα της μεταβατικής ζώνης που παρεμβάλλεται μεταξύ των μόνιμα κατακλυσμένων και των καθαρά χερσαίων περιοχών είναι η παρουσία υδροχαρούς βλάστησης και η ύπαρξη υδρομορφικών εδαφών, δηλαδή εδαφών που ανέπτυξαν ειδικά γνωρίσματα ως αποτέλεσμα της υψηλής υπόγειας στάθμης νερού (Ramsar).
Φυσικοί Υγροβιότοποι 1. Ποταμοί και ρυάκια με συνεχή ροή
2. Δέλτα ποταμών
3. Ποτάμιες πλημμυρογενείς πεδιάδες
4. Λίμνες γλυκού νερού
5. Υφάλμυρες λίμνες και έλη
6. Λιμνούλες με έλη γλυκού νερού
7. Έλη με θάμνώδη βλάστηση
8. Δάσος σε έλος γλυκού νερού
9. Τυρφώδεις γαίες ή έλη με τυρφώδη πυθμένα
10. Αλπικοί υγρότοποι και υγρότοποι τούνδρας
11. Πηγές γλυκού νερού, οάσεις
12. Γεωθερμικοί υγροβιότοποι
Τεχνητοί Υγροβιότοποι1. Περιοχές αποθήκευσης νερού (ταμιευτήρες) που δημιουργούνται με φράγματα
2. Λιμνούλες αγροκτημάτων
3. Λιμνούλες υδατοκαλλιεργειών
4. Υγρότοποι εκμετάλλευσης αλατιού (τηγάνια αλυκών, αλυκές)
5. Υγρότοποι απο εκσκαφές σε λατομεία και ορυχεία
6. Υγρότοποι για επεξεργασία λυμμάτων
7. Εποχικώς κατακλυζόμενες γαίες
Έλος
Το Έλος, είναι ειδική κατηγορία υδροβιότοπου τελείως διαφορετική από εκείνη των παρόχθιων λιμνών ή ποταμών. Εδαφολογικά πρόκειται για έκταση στην οποία λιμνάζουν μόνιμα νερά (αποκαλούνται και στάσιμα νερά) που συγκεντρώνονται είτε από γύρω σημεία, είτε αναβλύζουν σε πολύ μικρή ποσότητα. Συγγενή προς τα έλη υγρότοποι είναι τα τενάγη και οι τυρφώνες (είδη βάλτων) που η διαφορά τους ποικίλει από περιοχή σε περιοχή. Διακρίνονται κυρίως από τα φυτά που αναπτύσσονται σε κάθε τύπο αυτών. Μία περιοχή χαρακτηρίζεται έλος αν η βλάστηση αποτελείται κυρίως από δέντρα και όχι από αγρωστώδη.
Εκβολή
Εκβολή στην γεωγραφία είναι το σημείο στο οποίο ένας ποταμός καταλήγει στην θάλασσα. Συχνά κατά την εκβολή τους οι ποταμοί διακλαδίζονται σε επιμέρους κλάδους καλύπτοντας συνολικά μεγάλες εκτάσεις. Οι εκτάσεις που καλύπτονται με αυτό τον τρόπο από τους κλάδους του ποταμού που εκβάλλει έχουν συνήθως τριγωνικό σχήμα και ονομάζονται δέλτα ποταμού. Ο όρος δέλτα ποταμού δηλώνει την έκταση που καλύπτει ένας ποταμός στην περιοχή των εκβολών του.
Οι εκβολές των ποταμών έχουν διάφορες μορφές. Πιο συνηθισμένη είναι η περίπτωση σχηματισμού δέλτα, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που ποταμοί εκβάλουν στην θάλασσα χωρίς να διασπώνται σε επιμέρους κλάδους. Άλλη περίπτωση εκβολής ποταμού είναι με σχηματισμό λιμνοθάλασσας στα σημεία εκβολής του. Αυτό οφείλεται στα φερτά υλικά που εναποθέτει ο ποταμός στην περιοχή που εκβάλλει δημιουργώντας μία πολύ ρηχή θάλασσα με πλάτος αρκετών χιλιομέτρων, στην οποία συνυπάρχει το γλυκό νερό του ποταμού και το αλμυρό της θάλασσας. Στις περιπτώσεις των ποταμών που είναι προέκταση παγετώνων οι ποταμοί εκβάλουν σχηματίζοντας βαθιές χαράδρες που είναι γνωστές ως φιόρδ.
Λίμνη
Ως λίμνη νοείται ο υγροβιότοπος που αποτελείται από μάζες νερού, γλυκού ή αλμυρού, αλλά και γενικότερα μάζες υγρού (πχ. μεθάνιο), συγκεντρωμένες σε κοιλότητες της επιφάνειας της γης, φαινομενικά στάσιμες και χωρίς άμεση επικοινωνία με τη θάλασσα. Τα βάθη των λιμνών είναι σχετικά μικρά σε σχέση με των Ωκεανών και των Θαλασσών.
Ως οικοσύστημα ορίζουμε μία οργανωμένη ενότητα έμβιων όντων και αβιοτικών στοιχείων μέσα στην οποία ανταλλάσσονται υλικά και ενέργεια με κινητήρια δύναμη μια πηγή ενέργειας. Η έννοια του οικοσυστήματος αφορά δηλαδή όχι μόνο στους ζωντανούς οργανισμούς ενός τόπου αλλά και σε κάθε τι που τους περιβάλλει και τους επηρεάζει και που ουσιαστικά συνθέτει το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν. Περιλαμβάνει ακόμα τις σχέσεις ανάμεσα στους οργανισμούς και ανάμεσα σ' αυτούς και τα επιμέρους στοιχεία του φυσικού τους περιβάλλοντος.
ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
Με τον όρο κλιματική αλλαγή αναφερόμαστε στη μεταβολή του παγκόσμιου κλίματος και ειδικότερα σε μεταβολές των μετεωρολογικών συνθηκών που εκτείνονται σε μεγάλη χρονική κλίμακα. Τέτοιου τύπου μεταβολές περιλαμβάνουν στατιστικά σημαντικές διακυμάνσεις ως προς τη μέση κατάσταση του κλίματος ή τη μεταβλητότητά του, που εκτείνονται σε βάθος χρόνου δεκαετιών ή περισσότερων ακόμα ετών. Οι κλιματικές αλλαγές οφείλονται σε φυσικές διαδικασίες, καθώς και σε ανθρώπινες δραστηριότητες με επιπτώσεις στο κλίμα, όπως η τροποποίηση της σύνθεσης της ατμόσφαιρας. Στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές, η κλιματική αλλαγή ορίζεται ειδικότερα ως η μεταβολή στο κλίμα που οφείλεται άμεσα ή έμμεσα σε ανθρώπινες δραστηριότητες, διακρίνοντας τον όρο από την κλιματική μεταβλητότητα που έχει φυσικά αίτια.
ΒΙΟΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Βιοκοινότητα :Το σύνολο των πληθυσμών των οργανισμών που ζουν σε έναν βιότοπο, για το ίδιο χρονικό διάστημα και το σύνολο των σχέσεων που οι οργανισμοί αυτοί αναπτύσσουν μεταξύ τους (αναφέρεται και ως βιοκοινωνία). Οι σχέσεις μεταξύ των οργανισμών μπορεί να είναι τροφικές, ανταγωνιστικές, συνεργασίας, παρασιτισμού, συμβίωσης κλπ. Η βιοκοινότητα είναι, δηλαδή, κάτι παραπάνω από απλή συνάθροιση των πληθυσμών των ειδών, καθώς περιλαμβάνει και τις αλληλεπιδράσεις τους. Σε επίπεδο βιολογικής οργάνωσης, η βιοκοινότητα αποτελεί μια ευρύτερη έννοια από αυτήν του πληθυσμού, δηλαδή από το σύνολο των οργανισμών ενός συγκεκριμένου είδους. Ταυτόχρονα έχει στενότερη έννοια από το οικοσύστημα, το οποίο περιλαμβάνει τόσο τη βιοκοινότητα όσο και τους αβιοτικούς παράγοντες (χημικά συστατικά, μορφή εδάφους κλπ.) του περιβάλλοντος, με τους οποίους βρίσκεται επίσης σε συνεχή αλληλεπίδραση. Σε ένα δάσος κωνοφόρων, για παράδειγμα, ζουν πολλά είδη ζώων και φυτών που αποτελούν τη βιοκοινότητα του δάσους, η οποία, σε συνδυασμό με το αβιοτικό περιβάλλον, αποτελεί το οικοσύστημα αυτού του δάσους. Με κριτήριο τις διαδικασίες που χρησιμοποιούν για την εξασφάλιση ενέργειας, οι οργανισμοί κάθε βιοκοινότητας διακρίνονται σε αυτότροφους ή παραγωγούς και σε ετερότροφους, δηλαδή τους καταναλωτές διαφόρων τάξεων και τους αποικοδομητές. Η βιοκοινότητα μπορεί να οριστεί σε διάφορες κλίμακες ή επίπεδα, ανάλογα με το μέγεθος του βιότοπου που ορίζει κάθε φορά ο μελετητής· για παράδειγμα, το σύνολο των οργανισμών σε παγκόσμια κλίμακα μπορεί να θεωρηθεί μια βιοκοινότητα, όπως μπορεί να θεωρηθεί και η μικροχλωρίδα του εντέρου του ανθρώπου. Η δυνατότητα ανεύρεσης ευκρινών ορίων ανάμεσα στις βιοκοινότητα, στον χώρο, εξαρτάται από τον τρόπο μεταβολής των περιβαλλοντικών συνθηκών· αν, για παράδειγμα, οι περιβαλλοντικές συνθήκες μεταβάλλονται ασυνεχώς, τότε συνήθως διαφορετικές ομάδες ειδών αντικαθιστούν η μία την άλλη στον χώρο, ενώ αν η μεταβολή είναι προοδευτική και συνεχής, η διαδοχή των οργανισμών γίνεται κατ’ ανάλογο τρόπο. Η σύνθεση μιας βιοκοινότητας αλλάζει, όμως, και με το πέρασμα του χρόνου· οι μεταβολές αυτές μπορεί να είναι εποχιακές, ή μη εποχιακές χρονοβόρες αλλαγές, που αποτελούν τη διαδοχή. Ο απλούστερος τρόπος για να χαρακτηριστεί μια βιοκοινότητα είναι να προσδιοριστεί η ποικιλότητά της, δηλαδή να καταγραφούν οι διαφορετικές ταξινομικές μονάδες που υπάρχουν σε αυτήν καθώς και η αφθονία του κάθε είδους· για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται διάφορες μαθηματικές εξισώσεις που ονομάζονται δείκτες ποικιλότητας.
ΧΛΩΡΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Στον υγρότοπο Άγρα- Βρυττών -Νησίου κυρίαρχος τύπος υγροτοπικής βλάστησης είναι οι καλαμώνες με χαρακτηριστικά είδη τα καλάμια και βούρλα όπου βρίσκουν καταφύγιο αρκετά είδη ζώων. Συναντάμε κατά θέσεις ορχιδέες και ίριδες. Στη δυτική πλευρά του υγροτόπου , σχηματίζονται υγρά λιβάδια, ενδιαίτημα σημαντικό για ερωδιούς και παρυδάτια πουλιά. Στη λίμνη κυριαρχούν ποταμογείτονες και νούφαρα, δημιουργώντας θέσεις κατάλληλες για την απόθεση των αυγών των ψαριών.
Στις όχθες των καναλιών που διαρρέουν τον υγρότοπο, διατηρούνται συστάδες παρόχθιας βλάστησης, με ιτιές, λεύκες και σκλήθρα, ενδιαιτήματα πολύ σημαντικά για τη διαβίωση των υδρόβιων πουλιών. Στην γύρω από τον υγρότοπο αγροτική περιοχή κυριαρχούν κερασιές, ενώ στους γύρω λόφους αναπτύσσονται δάση (μικτά δάση Δρυός, Φτελιάς και Φράξου, δάση Καστανιάς, δάση Οστρυάς, κ.ά), θαμνότοποι και λιβάδια, βιότοποι κατάλληλοι για αρπακτικά και στρουθιόμορφα πουλιά.
Αντιπροσωπευτικά είδη
Νούφαρο
Το συναντάμε σε έλη, τέλματα, λίμνες (ακίνητα νερά). Έχει πολυετές ρίζωμα έρπον, σαρκώδες, εδώδιμο. Άνθη με ευχάριστο άρωμα, που ανοίγουν το πρωί και κλείνουν το απόγευμα, από Μάιο ως τέλος Σεπτέμβρη. Νερόκρινο
Το συναντάμε στις όχθες λιμνών, ελών και χαντακιών. Χωρίς τα άνθη του μοιάζει με "Άκορο" (είδος καλαμιού). Οι βλαστοί του φτάνουν το 1,5m. Ανθίζει Απρίλιο-Ιούνιο και έχει διακριτικό άρωμα.
Utricularia vulgaris
Υδρόβιο σαρκοφάγο φυτό, με υποβρύχιους βλαστούς, 30-100cm. Στα φύλλα τους έχουν μικρές κύστες με άνοιγμα που κλείνει με βαλβίδα, όπου παγιδεύονται μικρά υδρόβια έντομα. Οι ουσίες τους απορροφούνται από το φυτό, αφού αποσυντεθούν από σαπροφυτικούς μικροοργανισμούς (όχι με ένζυμα όπως κάνουν άλλα σαρκοφάγα φυτά).
Ποταμογείτων
Πολυετές, ανθεκτικό, ταχείας ανάπτυξης υδρόβιο φυτό σε λίμνες, έλη και χαντάκια, με υψηλή περιεκτικότητα σε οργανική ύλη. Ανθίζει από Μάιο ως Σεπτέμβριο με ερμαφρόδιτα άνθη.
Άριστος οξυγονωτής του νερού, αντέχει και σε όξινο και σε αλκαλικό περιβάλλον. Οι ρίζες του είναι εδώδιμες.
ΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Στην περιοχή προστασίας και στην ευρύτερη περιοχή βρίσκουν τροφή και καταφύγιο πολλά είδη της δασικής πανίδας, θηλαστικά, πτερωτά, αμφίβια, ψάρια, ερπετά κλπ.
Θηλαστικα
Τα είδη των μεγάλων θηλαστικών της περιοχής ανέρχονται σε δέκα (10):
Σκαντζόχοιρος, Δασομυωξός, Μυοκάστορας, Κρικοποντικός, Νυφίτσα, Κουνάβι, Ασβός, Αλεπού, Λύκος και Βίδρα.
Για ορισμένα από τα είδη των θηλαστικών απαιτούνται μέτρα προστασίας από την κοινοτική Οδηγία 92/43 και τη Σύμβαση Βέρνης.
Είδη που απαιτούν καθορισμό ειδικών ζωνών προστασίας (Παράρτημα II Οδηγίας 92/43 Ε.Ε.): Λύκος.
Είδη που απαιτούν προστασία (Σύμβαση Βέρνης): Σκαντζόχοιρος, Δασομυωξός, Μυοκάστορας, Νυφίτσα, Κουνάβι και Ασβός.
Είδη που περιέχονται στο Κόκκινο Βιβλίο: Δασομυωξός, Ασβός και Λύκος.
Αμφιβια
Λιμνοβάτραχος (Έως 13 εκατοστά)
Ο λιμνοβάτραχος είναι ο μεγαλύτερος ενδημικός βάτραχος της Ευρώπης με θαμπό καφετί χρώμα και πρασινωπές ραβδώσεις στο πίσω μέρος. Συνήθως βρίσκεται ανάμεσα στα υδρόβια φυτά. Διαχειμάζει στο νερό. Εναποθέτει 200-2000 αυγά, σχηματίζοντας συμπαγείς μάζες σε υδρόβια φυτά ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του νερού.
Ερπετα
Αμφίβια και ερπετά (ενδημικά, απειλούμενα, σπάνια και προστατευόμενα είδη).
Πέντε (5) είδη περιλαμβάνονται στο Παράρτημα της Κοινοτικής Οδηγίας 92/43 ως είδη κοινοτικού ενδιαφέροντος, η διατήρηση των οποίων επιβάλλει τον καθορισμό ζωνών. Όλα τα είδη των ερπετών και των αμφιβίων της περιοχής προστατεύονται από τη Σύμβαση της Βέρνης.
Χελώνες: Μεσογειακή χελώνα
Σαύρες: Σμαραγδόσαυρα
Φίδια: Πέντε (5) είδη έχουν παρατηρηθεί στην περιοχή : Τυφλίτης, Σαπίτης, Νερόφιδο, Λιμνόφιδο και Οχιά.
Νερόφιδο έως 200 cm
Το νερόφιδο είναι κοινό φίδι που ζει σε έλη και λίμνες αν και συχνά βγαίνει στην ξηρά, κυρίως μετά τη βροχή. Τρέφεται συνήθως με αμφίβια και ψάρια ενώ όταν απομακρύνεται από το νερό επιτίθεται σε μικρά τρωκτικά και σαύρες. Είναι τελείως ακίνδυνο για τον άνθρωπο. Όταν απειλείται σφυρίζει και βγάζει μια δύσοσμη ουσία. Πέφτει σε χειμερία νάρκη σε τρύπες δίπλα στο νερό.
ΟΡΝΙΘΟΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Αναφορικά με την ορνιθοπανίδα, η περιοχή αποτελεί αντιπροσωπευτικό και σε μεγάλη έκταση αδιάσπαστο, πολύ σημαντικό για αυτή, υγροτοπικό και χερσαίο οικοσύστημα.
Ο συνολικός αριθμός των πτηνών που παρατηρήθηκαν στην περιοχή ανέρχεται σε 133 είδη, μεταξύ των οποίων 18 είδη αρπακτικών, 40 υδρόβια, 13 μη στρουθιόμορφα και 62 στρουθιόμορφα.
Η περιοχή έχει ιδιαίτερη πανελλήνια και πανευρωπαϊκή αξία διότι:
(1). Ο μεγαλύτερος αριθμός των ειδών από τα πτηνά που έχουν παρατηρηθεί στον υγρότοπο μέχρι σήμερα, είναι μόνιμοι κάτοικοι ή καλοκαιρινοί επισκέπτες που αναπαράγονται στην περιοχή μελέτης.
(2). Τα περισσότερα από τα είδη της ορνιθοπανίδας που απαντώνται στην περιοχή, προστατεύονται από την ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία (Κοινοτική Οδηγία 79/409, σύμβαση της Βέρνης και Σύμβαση της Βόννης)
(3). Πολλά από τα είδη αυτά θεωρούνται απειλούμενα με εξαφάνιση, κινδυνεύοντα, τρωτά, σπάνια στην Ευρώπη, περιέχονται στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας και είναι μειούμενα σε Εθνικό, Πανευρωπαϊκό και Παγκόσμιο επίπεδο.
Ως σημαντικότερο είδος για την περιοχή θεωρείται η βαλτόπαπια, είδος που κινδυνεύει παγκοσμίως με εξαφάνιση και που αναπαράγεται στη λίμνη Άγρα. Από άποψη σπανιότητας, πολύ σημαντικά θεωρούνται τα είδη: αργυροπελεκάνος, ροδοπελεκάνος, λαγγόνα, μουγκάνα, αργυροτσικνιάς, πορφυροτσικνιάς, φερεντίνι, γκισάρι, φιδαετός, καλαμόκιρκος, αετογερακίνα, σταυραετός, πετρίτης, μουστακογλάρονο και μαυρογλάρονο, η πλειοψηφία των οποίων δεν αναπαράγεται όμως στην περιοχή μελέτης.
Αντιπροσωπευτικά είδη
Κύκνος
Μόνιμη είναι η παρουσία του κύκνου στον υγρότοπο Άγρα-Βρυττών-Νησίου. Έχει μήκος 1,4-1,5 μ. και άνοιγμα φτερούγων 2,5 μ. Το βάρος ενός ενήλικου ατόμου είναι 10-12 κιλά. Αρχικά το φτέρωμα του είναι γκριζόφαιο και αποκτά το εντυπωσιακό λευκό σε ηλικία 2-3 ετών. Αναπαραγωγικά ωριμάζει μετά από 4 χρόνια και ζει περίπου 30 έτη.
Κορμοράνος
Συχνά "λιάζεται" με ανοιχτές τις φτερούγες. Σε σμήνος πετάει με τεντωμένο λαιμό σε αρμονικούς V σχηματισμούς. Στην Ελλάδα ζει και το συγγενικό είδος "Λαγγόνα", που είναι πιο μικρόσωμη, ενώ αποκλειστικά στη θάλασσα διαβιώνει ο ενδιάμεσος στο μέγεθος συγγενής τους "Θαλασσοκόρακας".
Μικροτσικνιάς
Μικροσκοπικός ερωδιός στο μέγεθος του περιστεριού, που συνήθως παραμένει κρυμμένος στις καλαμιές. Ως καλοκαιρινός επισκέπτης φτάνει στον υγρότοπό μας τον Απρίλιο και φεύγει τον Αύγουστο ή το Σεπτέμβριο. Ξεχωρίζει από το σκούρο στέμμα στο κεφάλι του, που έχει στους αρσενικούς απόχρωση πρασινόμαυρη, όπως και στη ράχη. Το σώμα είναι ραβδωτό, ενώ οι φτερούγες έχουν υπόλευκο μπάλωμα. Μόλις νιώσει κίνδυνο, ο μικροτσικνιάς "κοκαλώνει" ανάμεσα στα καλάμια και στέκει σαν στήλη άλατος.
Βαλτόπαπια
Είδος που απειλείται παγκοσμίως με εξαφάνιση. Οι πληθυσμοί της έχουν μειωθεί δραματικά τις τελευταίες δεκαετίες. Ζει και αναπαράγεται και στον υγρότοπο Άγρα-Βρυττών-Νησίου. Ο χρωματισμός της είναι σκούρος καφετής προς το κεραμιδί, σε όλο τα σώμα εκτός από την κοιλιά που είναι λευκή και το λευκό κάτω μέρος της ουράς. Το αρσενικό έχει λευκό δακτύλιο στο μάτι, που το ξεχωρίζει από το θηλυκό που το μάτι του είναι καφέ.
ΙΧΘΥΟΠΑΝΙΔΑ ΤΟΥ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ
Τη σημερινή σύνθεση του ιχθυοπληθυσμού της λίμνης αποτελούν τα παρακάτω είδη ψαριών: γριβάδι, μπρένα ή μπριάνα, γουλιανός, πλατίκα, γληνάρι, τούρνα, τσιρόνι, πεταλούδα, ιταλικό, μουρμουρίτσα, κουνοποφάγος και ο χορτοφάγος ασιατικός κυπρίνος. Οι καραβίδες με δύο (2) είδη, τη ντόπια, η οποία στο παρελθόν παρουσίαζε τεράστιο οικονομικό ενδιαφέρον για τους κατοίκους της περιοχής και τη βορειοαμερικανική καραβίδα.
Αντιπροσωπευτικά είδη
Τούρνα (Έως 150 εκατοστά και 35 κιλά)
Η τούρνα έχει χαρακτηριστεί ως “καρχαρίας του γλυκού νερού” όχι τόσο για το σχήμα της αλλά για την αδηφαγία και ταχύτητα της. Είναι ένας εξολοθρευτής των άλλων ψαριών και αμφίβιων. Δε διστάζει να επιτεθεί και σε ψάρια που ξεπερνούν το μισό του μεγέθους της. Είναι νόστιμο ψάρι που καταναλώνεται κυρίως στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης. Συναντιέται σε ποτάμια και λίμνες πλούσια σε βλάστηση, με σχετικά καθαρά νερά.
Γριβάδι (Έως 120 εκατοστά και 37 κιλά)
Το γριβάδι είναι ένα από τα πιο γνωστά ψάρια του γλυκού νερού. Μπορεί να ζήσει σε λίμνες και ποτάμια φτωχά σε οξυγόνο, ακόμα και σε βουρκώδη νερά. Είναι πολύ ανθεκτικό ψάρι, γι' αυτό μπορεί να επιζήσει αρκετές ώρες έξω από το φυσικό του περιβάλλον. Τρώει ασπόνδυλα του βυθού και φυτικά υλικά. Έχει νόστιμο κρέας.
Πλατίτσα (Έως 26 εκατοστά και 60 γραμ.)
Η πλατίτσα είναι ένα διαδεδομένο είδος ψαριού σχεδόν σ’ όλη την Ελλάδα, με πολλά υποείδη ανά περιοχή. Τη συναντάμε σε ρυάκια, ποτάμια και λίμνες μαζί με την κοκκινοφτέρα, το γριβάδι ή τις πεταλούδες. Έχει αρκετά νόστιμη σάρκα και ψαρεύεται εντατικά.
Όπως και τα περισσότερα ασπρόψαρα, είναι πολύ περίεργη και ορμάει συνήθως πρώτη στα δολώματα των ερασιτεχνών ψαράδων. Τρέφεται με ασπόνδυλα, προνύμφες εντόμων και έντομα.
Καραβίδα του γλυκού νερού (Έως 15 εκατοστά και 60 γραμ.)
Η καραβίδα ανήκει στα καρκινοειδή και έχει παρόμοιες συνθήκες διαβίωσης με το καβούρι. Εκτρέφεται ευρέως για την εκλεκτή ποιότητα της σάρκας της. Συναντάμε στον υγρότοπό μας δύο είδη καραβίδας τη ντόπια (κόκκινη) και την αμερικανική. Οι καραβίδες, όταν μεγαλώνουν, αποβάλλουν το όστρακό τους και συνθέτουν ένα νέο. Όταν απειλούνται κολυμπούν προς τα πίσω με μεγάλη ταχύτητα ενώ προχωρούν προς τα εμπρός όταν αναζητούν τροφή. Θεωρείται καθαριστής των ποταμών και των λιμνών αφού η τροφή της αποτελείται από νεκρά ζώα ή φυτά
ΣΥΝΘΗΚΗ ΡΑΜΣΑΡ
Η σύμβαση για τους Υγροβιότοπους Διεθνούς Σημασίας υπογράφηκε στις 2 Φεβρουαρίου 1971 στην περσική πόλη Ραμσάρ και άρχισε να ισχύει στις 21 Δεκεμβρίου του 1975. Η Ελλάδα έχει υπογράψει τη συγκεκριμένη σύμβαση.
Η συμφωνία
Οι χώρες που υπέγραψαν τη σύμβαση συμφωνούν στα εξής:
Οι υγροβιότοποι είναι φυσικοί πόροι με μεγάλη αξία (αναψυχική, οικονομική, επιστημονική).
Οι υγροβιότοποι αποτελούν ενδιαιτήματα σπάνιων ειδών χλωρίδας και πανίδας και κυρίως ορνιθοπανίδας.
Τα υδρόβια πουλιά μεταναστεύουν εποχιακά και πρέπει να προστατεύονται.
Τα οικοσυστήματα πρέπει να προστατευτούν για την αειφόρο ανάπτυξη και διατήρηση, εφόσον ο άνθρωπος εξαρτάται από το περιβάλλον.
Να μη γίνει μετατροπή των υγροβιότοπων σε άλλη μορφή.
Έχουν μεγάλη περιβαλλοντική αξία λόγω της ποικιλότητας των οικοσυστημάτων και της βιοκοινότητας τους.
Οι υγρότοποι αποτελούν συνδυασμό φυσικών βιοτόπων. Είναι σύνθετα οικοσυστήματα και παρέχουν οφέλη ως προς την αλιεία, την κτηνοτροφία, τη δασική ξυλεία, την αναψυχή και την περιβαλλοντική εκπαίδευση.
Ένας υγροβιότοπος χαρακτηρίζεται ως Διεθνούς Σημασίας όταν
α) φιλοξενεί το 1% του μεταναστευτικού πληθυσμού ενός υδρόβιου είδους σε αριθμό τουλάχιστον 100 ατόμων.
β) αν σταματούν εκεί τουλάχιστον 10.000 πάπιες.
γ) αν υπάρχουν φυτά και ζώα που βρίσκονται σε εξαφάνιση.
Οι περιοχές:
Οι σημαντικότεροι και με διεθνή σημασία υγρότοποι, στη χώρα μας που προστατεύονται από τη συνθήκη Ραμσάρ είναι οι παρακάτω:
Δέλτα ΄Εβρου.
Λίμνη Ισμαρίδα (Μητρικού) και Λιμνοθάλασσες Ροδόπης (Πτελέα - ΄Ελος, Μέση, Αρωγή, Φανάρι).
Λίμνη Βιστωνίδα και Λιμνοθάλασσες Πόρτο Λάγος, Λάφρη και Λαφρούδα.
Δέλτα Νέστου και Λιμνοθάλασσες ΒΔ Κεραμωτής (Ερατεινό, Βάσοβα, Αγίασμα).
Λίμνη Κερκίνη.
Λίμνη Κορώνεια και λίμνη Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα.
Δέλτα Λούρου και Αράχθου (Αμβρακικός).
Λιμνοθάλασσες Μεσολογγίου και Αιτωλικού – Δέλτα Αχελώου, Ευήνου.
Λιμνοθάλασσα Κοτύχι – Δάσος Στροφυλιάς και γύρω υγρότοποι.
Επίσης υπάρχουν και άλλοι σημαντικοί Ελληνικοί Υγρότοποι όπως:
Λίμνες Αιτωοακαρνανίας (Τριχωνίδα, Λυσιμαχία, Οζερός, Αμβρακία, Βουλκαριά), Λίμνες Θεσπρωτίας (Καλοδίκι, Λιμνοπούλα, Προντάνη κ.α), Δέλτα Καλαμά, Λιμνοθάλασσα Πύλου, εκβολή Ευρώτα, Λίμνη Στυμφαλία, υγρότοποι Τροιζηνίας, έλος Μαραθώνα, Λίμνη Δύστου, υγρότοποι Κρήτης, Λιμνοθάλασσα Ιστιαίας, Δέλτα Σπερχειού, Ταμιευτήρες Κάρλας, Δέλτα Πηνειού, Λιμνοθάλασσα Επανωμής – Αγγελοχωρίου, Λιμνοθάλασσα Λήμνου, Λιμνοθάλασσα Ιστιαίας, Λίμνες Δυτικής Μακεδονίας (Βεγορίτιδα, Πετρών, Χειμαδίτις, Ζαζάρη), Λιμνοθάλασσα Λήμνου (Χορταρόλιμνη, Αλυκή, κ.α), Λιμνοθάλασσα Κω (Ψαλίδι, Τιγκάκι), Λιμνοθάλασσα Λέσβου (Καλλονή Πολύχνιτος κ.α)
Βιβλιογραφία - Δικτυογραφία
http://el.wikipedia.org/
Ερωτηματολόγιο για το νερό
Άνδρας Γυναίκα
Ηλικία …….…..<20……..…20-30……..…31-40….…..…41-50…...……51-60…………>60 ……κυκλώστε
Κατοικείτε στην Αγιά;………. ΝΑΙ ΟΧΙ
Το πόσιμο νερό της Αγιάς προέρχεται από γεωτρήσεις ή άλλες πηγές
Γεωτρήσεις ...... Άλλες πηγές…… ΔΓ
Θεωρείτε ότι στην Αγιά, το νερό της βρύσης, είναι καλής ποιότητας ;
ΝΑΙ .…... ΟΧΙ ..…….…. ΔΓ
Θεωρείτε ότι το εμφιαλωμένο νερό είναι καλύτερης ποιότητας από το νερό της βρύσης;
ΝΑΙ … ΟΧΙ…. ΔΓ
Στο σπίτι πίνετε νερό της βρύσης ή εμφιαλωμένο;
Βρύσης ……… Εμφιαλωμένο
Θεωρείτε ότι θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα στο μέλλον με το πόσιμο νερό; ....
ΝΑΙ .…... ΟΧΙ ..…….…. ΔΓ
Φροντίζετε να κάνετε οικονομία νερού στο σπίτι; …..
ΝΑΙ ..……. ΟΧΙ
Η περιβαλλοντική ομάδα του Γυμνασίου Αγιάς 2011 – 20121 Τσιοβαλιού Καλλιόπη Γ3
2 Σάλια Άτζελα Γ3
3 Σοφολόγης Δημήτριος Γ3
4 Γρίβα Δέσποινα Γ1
5 Γουργιώτη Χρυσή Γ1
6 Γκαρανέ Σταματία Γ1
7 Κολοβός Στέργιος Γ2
8 Παπακανάκη Βασιλική Γ2
9 Κουρούκα Παρασκεύη Γ2
10 Γουργιώτη Μιχαλία Γ1
11 Καΐπη Ιωάννα Γ1
12 Αβραδές Μάριος Γ1
13 Κασίδας Λέανδρος Γ2
14 Δάμος Μαρινέλο Γ1
15 Παπαρισούλης Λέων Γ2
16 Μπεκιάρη Αναστασία Γ2
17 Μυλωνά Γεωργία Γ2
18 Χριστοδούλου Πηνελόπη Γ3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου